Η αυγουστιάτικη δημόσια συντροφική αντιπαράθεση του Παύλου Πολάκη με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο έχει αναμφίβολα ενδιαφέρον. “Ο ΣΥΡΙΖΑ του 3% και ο ΣΥΡΙΖΑ του 33% είναι προπαγανδιστική επινόηση, διχαστική και ανιστόρητη, κατασκευασμένη από ανθρώπους που αδιαφορούν ή παραποιούν την ιστορική διαμόρφωση του μεγαλύτερου κόμματος της ριζοσπαστικής αριστεράς”, υποστηρίζει ο δεύτερος στην συνέντευξή του στην “Εποχή”. “Ευκλειδη ,εγώ δε θέλω μόνο να «διαφημίζουμε» το ηθικό πλεονέκτημα!!
Τοχουμε έτσι κι αλλιώς και το αποδείξαμε! Εγώ θέλω και να τους νικήσουμε… Με αρχηγό τον Αλεξη Τσίπρα ,που ήταν ο μόνος ηγέτης της αριστεράς που την κρίσιμη στιγμή που έσπαγε το προηγούμενο κοινωνικό συμβόλαιο του δικομματισμού ΝΔ-ΠΑΣΟΚ είπε το «πάμε να κυβερνήσουμε»…”, απαντά ο πρώτος μέσα από το Facebook.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Κοχλάζει το πάθος εκατέρωθεν, αρνείται να ηρεμήσει παρά την “ανοχή του τουρισμού” (Μπακιρτζής), παρά τα κυβερνητικά σχέδια δια της επιτροπής Πισσαρίδη, τις προωθούμενες με γερμανική καθοδήγηση ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις, και παρά τον Covid 19 που επανακάμπτει δριμύτερος μέσα από αντιφάσεις και παλινωδίες στα εφαρμοζόμενα μέτρα.
Δέκα τρεις μήνες μετά την εκλογική ήττα ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται δια της τεθλασμένης ανάμεσα στο πεδίο της αξιωματικής αντιπολίτευσης και στην terra incognita του μέλλοντός του.
Οι συζητήσεις αυτές –και, μάλιστα, δημόσια, με εντιμότητα, χωρίς κακές προθέσεις και διάθεση να κρυφτούν οι διαφωνίες– είναι αναμφίβολα γόνιμες. Ίσως και χρήσιμες- αν κι αυτό θα φανεί εκ του αποτελέσματος.
Μπορεί, ακόμα, να τροφοδοτούν τον προβληματισμό και τις κουβέντες όσων έχουν απομείνει μέσα στο βαθύ καλοκαίρι στα γραφεία της Κουμουνδούρου, ή τις βραδυνές παρέες της παραθέρισης. Το ερώτημα είναι πόσο πραγματικά ενδιαφέρουν τον κόσμο, εκείνους, δηλαδή, τους πολίτες του 32% των τελευταίων εκλογών και όλων εκείνων που, είτε ψήφισαν, είτε δεν ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ, αγωνιούν για το δύσκολο φθινόπωρο και τον ακόμα δυσκολότερο χειμώνα που έρχονται.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πως με όρους κοινωνίας αλλά και με βάση την γνωστή (τις περίπου πέντε τελευταίες δεκαετίες) λειτουργία του πολιτικού συστήματος, η θέση Πολάκη “εγώ θέλω και (σ.σ η έμφαση στο “και” ας μην υποτιμηθεί) να τους νικήσουμε” έχει πολύ μεγαλύτερη αντιστοίχηση με το “κοινό αίσθημα”, απ΄ ότι η ευγενική προσέγγιση Τσακαλώτου πως «για την Αριστερά ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα, τα μέσα είναι μέρος του σκοπού. Αλλιώς δεν θα καταφέρουμε ποτέ να αποδείξουμε στον κόσμο ότι δεν είμαστε μια από τα ίδια. Αλλά το θέμα δεν είναι επικοινωνιακό- δεν γίνεται να νικήσεις τον αντίπαλο χρησιμοποιώντας τα εργαλεία του, παίζοντας στο γήπεδό του».
Και οι δυο έχουν δίκιο, μόνο που ο πρώτος δείχνει να λαμβάνει υπόψη του το περιβάλλον μέσα στο οποίο θα δοθεί η μάχη, ενώ ο δεύτερος προτιμά να χτίσει με γερά θεμέλια ένα ιδεολογικό οχυρό την ώρα που ο αντίπαλος κερδίζει εδάφη. Μπορούν να συγκεραστούν αυτά τα δύο; Ίσως να μπορούν, ο παράγοντας χρόνος, όμως, από την άλλη καθορίζει συχνά τις προτεραιότητες ερήμην των ευγενικών ανθρώπων και των καλών προθέσεων.
Η ηγεμονία Μητσοτάκη, εικονική, μιντιακή, επικοινωνιακή ή πραγματική και ισχυρή, δεν παύει να υφίσταται. Και μια σημαντική μερίδα της κοινωνίας (μικρότερη ή μεγαλύτερη από το 32% του ΣΥΡΙΖΑ πριν ένα χρόνο δεν έχει σημασία) αναζητά εκείνο το πολιτικό υποκείμενο και εκείνα τα πρόσωπα που μπορούν να αναμετρηθούν μαζί της.
Σε λίγες εβδομάδες ξεκινά ένας πιθανότατα δύσκολος γύρος διαπραγματεύσεων με την Τουρκία (με πολλά κρυφά σημεία και παγίδες), η ύφεση επελαύνει και καίει τα σπαρτά της μικρής ευωχίας μετά το τέλος των μνημονίων, η ανεργία δείχνει τα δόντια της, οι συνταξιούχοι έχουν πάρει χαρτί και μολύβι να υπολογίσουν αυτά που θα πάρουν (από τα αναδρομικά) και αυτά που δεν θα πάρουν, και όλοι μαζί οι πολίτες τρέμουν στην ιδέα ενός νέου κύματος πανδημίας που θα αποτελειώσει όσους ήδη ζουν στην κόψη του ξυραφιού.
Τις προτεραιότητες, λοιπόν, τις ορίζει η ζωή. Κανένας (καλών, πάντοτε, προθέσεων) διάλογος για το “ποιος είμαι και που πάω” δεν μπορεί να τις αγνοήσει και να τις υποκαταστήσει.
Και αυτή η ατελής δημοκρατία μας, το αποσυναρμολογημένο πολιτικό μας σύστημα θα συνεχίσει να παράγει αντιθέσεις και ανισότητες αλλά θα απαιτεί την μίνιμουμ έστω (εσωτερική) ισορροπία. Θα αναζητά τον πόλο εκείνο που να μπορεί (ΚΑΙ ΝΑ ΘΕΛΕΙ) να αντιπαρατεθεί και να αμφισβητήσει την σημερινή πολιτική ηγεμονία.
Ο Πολάκης προσπαθεί να απαντήσει σε αυτό ακριβώς το ζητούμενο, αφήνοντας, ίσως, στην άκρη τα χρωστούμενα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και μια βαριά και βαθιά ιδεολογική συζήτηση που, αν κρίνω σωστά, κατά την γνώμη του αποπροσανατολίζει από τον κύριο στόχο. Ο Τσακαλώτος ζητά επιτακτικά απαντήσεις για το τι θα είναι στο μέλλον ο ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία δίνοντας βάση στο πρώτο συνθετικό και μάλλον υποτιμώντας λίγο το δεύτερο. Δεν το κάνει υπονομευτικά όπως θα ισχυριστούν κάποιοι.Κάνει μια άλλη ιεράρχηση. Και, προφανώς, έχει μια άλλη αίσθηση για τον πολιτικό χρόνο.
Το ζήτημα, όμως, δεν είναι το 3% ή το 33%. Το επείγον συνίσταται στην ανάγκη αντιστοίχησης ενός κόμματος εξουσίας (;) με την κοινωνία, με την ταυτόχρονη προσπάθεια αυτό το νέο πολιτικό υποκείμενο, ευρύτερο και ισχυρότερο, να την αναδιαμορφώσει. Να αναδειχθεί ως αντίπαλος πόλος αλλά με σχέδιο αντιπολίτευσης και διακυβέρνησης. Επί αυτών ελάχιστα έχουμε δει μέχρις ώρας…