Την Παρασκευή, το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της Ε.Ε (σε τηλεδιάσκεψη) αποφάσισε την επιβολή κυρώσεων σε βάρος της Λευκορωσίας σε ό,τι αφορά την καταστολή των διαδηλώσεων που ακολούθησαν την αμφισβητούμενη επανεκλογή του προέδρου Αλεξάντερ Λουκασένκο. Εύγε!
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Σε ανάρτησή του στο twitter ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ε.Ε. για την Εξωτερική Πολιτική, Ζοζέπ Μπορέλ, υπογράμμισε ότι «η Ε.Ε. δεν δέχεται τα εκλογικά αποτελέσματα. Ξεκινούν οι εργασίες για την επιβολή κυρώσεων σε εκείνους που είναι υπεύθυνοι για τη βία και την παραποίηση των αποτελεσμάτων». Εύγε ξανά!
«Η Ε.Ε. θα ξεκινήσει τώρα μια διαδικασία κυρώσεων σε βάρος των υπευθύνων για τις βιαιοπραγίες, τις συλλήψεις και τις νοθείες που συνδέονται με τις εκλογές», ανακοίνωσε η υπουργός Εξωτερικών της Σουηδίας Αν Λίντε μετά το πέρας της τηλεδιάσκεψης με τους ομολόγους της. «Όλος ο κόσμος συμφωνεί για να ξεκινήσει η διαδικασία επιβολής νέων κυρώσεων», είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο επικεφαλής της διπλωματίας του Λουξεμβούργου Ζαν Άσελμπορν. Η Γαλλία είναι «απόλυτα δεσμευμένη στην αρχή των στοχευμένων κυρώσεων σε βάρος προσώπων και τη στήριξη των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του λαού της Λευκορωσίας», διαβεβαίωσε ο υφυπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της Γαλλίας Κλεμάν Μπον σε ένα μήνυμα στον λογαριασμό του στο Twitter. Για τρίτη φορά, εύγε!
Ο Νίκος Δένδιας πρέπει να αισθάνθηκε ιδιαίτερα άβολα σε αυτή την τηλεδιάσκεψη των 27 ομολόγων του. Το ότι επιχείρησε να προβάλλει ενστάσεις ως προς τις κυρώσεις εναντίον της Λευκορωσίας δεν έχει να κάνει προφανώς με κάποια ιδιαίτερη αντιπάθεια προς τον ασύστολα αντιδημοκράτη Λουκασένκο. Η αμηχανία του εκπηγάζει, προφανώς, από το γεγονός πως οι εταίροι μας αντιλαμβάνονται τον Ταγίπ Ερντογάν ως πιο δημοκράτη από τον Λευκορώσο ηγέτη.
Διότι δεν μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά το γεγονός πως οι “27” εξάντλησαν την αυστηρότητά τους κατά του Μινσκ την ώρα που η φαραωνική παραβατικότητα και οι έκνομες ενέργειες του Τούρκου προέδρου έμειναν για ακόμα μια φορά στο ευρωπαϊκό απυρόβλητο και -για τα μάτια του κόσμου- παραπέμφθηκαν απλώς στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Οι κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας παραμένουν στο ράφι εδώ και περίπου 14 μήνες και ο ευρωπαϊκός φαρισαϊσμός αντικαθιστά ακόμα και το τελευταίο ίχνος αλληλεγγύης.
Στα εγχώρια μέσα ενημέρωσης οι ευρωπαϊκές κυρώσεις κατά του Λουκασένκο βρήκαν τον χώρο και χρόνο που αναλογεί στην σχετική είδηση. Το γεγονός πως ο Νίκος Δένδιας αντιμετώπισε τείχος άρνησης για μια αυστηρή καταδίκη της Τουρκίας σχετικά με την ωμή παραβίαση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων περιγράφεται από ελάχιστα μέσα ενημέρωσης- μεταξύ των φιλοκυβερνητικών αξίζει ειδική μνεία στην “Καθημερινή” που ανέδειξε την είδηση.
Σχεδόν από την πρώτη στιγμή που δημοσιοποιήθηκε η πρόθεση της Άγκελα Μέρκελ να διαμεσολαβήσει μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και να φέρει τις δύο χώρες στο τραπέζι ενός απευθείας διαλόγου, σημείωνα “φοβού τους Γερμανούς και …διάλογο φέροντες”. Δυστυχώς οι φόβοι επιβεβαιώνονται.
Στο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων το γερμανικό λόμπι απέτρεψε την έκδοση κοινού ανακοινωθέντος για την καταδίκη της Τουρκίας, το δε Βερολίνο εξέφρασε ανοικτά και προσβλητικά την αντίθεσή του στην σύναψη συμφωνίας οριοθέτησης των ΑΟΖ μεταξύ Αθήνας και Καϊρου.
Το εάν οι ορθοί διπλωματικοί χειρισμοί σε τόσο λεπτά γεωπολιτικά θέματα επέβαλαν στην ελληνική κυβέρνηση να έχει ενημερώσει (μόνο αυτό…) την Καγκελαρία για την συμφωνία, πριν αυτή φτάσει στο σημείο των υπογραφών στο Κάϊρο, είναι μία ουσιώδης αλλά άλλη συζήτηση.
Το γεγονός, ωστόσο, πως η Γερμανία, που υποτίθεται διεκδικεί την ουδετερότητα και εντιμότητα του διαμεσολαβητή, αρνείται επίμονα να καταδικάσει απερίφραστα τις παράνομες ενέργειες της Τουρκίας που παραβιάζει το Δίκαιο της Θάλασσας και κυριαρχικά δικαιώματα κράτους-μέλους της Ε.Ε, αποδεικνύει πως η Ελλάδα δεν μπορεί να έχει καμία εμπιστοσύνη σε τέτοιους συμμάχους και τέτοιους διαμεσολαβητές.
Επιβεβαιώνεται, δε, αυτό από το ότι παρά την τηλεφωνική επικοινωνία της Μέρκελ στον Ερντογάν, ο τελευταίος ούτε το Oruc Reis απομάκρυνε, έως τώρα, από την ελληνική υφαλοκρηπίδα, ούτε έχει αποστεί από τις εξωφρενικές απαιτήσεις του και τις παράνομες ενέργειές του.
Ορθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσπαθεί να αθροίσει συμμαχίες έναντι της τουρκικής προκλητικότητας. Το Ισραήλ, η Γαλλία, ο Πομπέο έδωσαν κάποια θετικά δείγματα γραφής, τα οποία, ωστόσο, δεν μεταφράζονται προσώρας σε αποκλιμάκωση. Αντιθέτως διαφαίνεται πως η στροφή του Ερντογάν στον…διάλογο και σε μια διάσκεψη χωρών της Μεσογείου με στόχο τον διαμοιρασμό των φυσικών πόρων είναι προσχηματική.
Διπλωματικοί και στρατιωτικοί αναλυτές μας καλούν να προετοιμαστούμε για μια μακράς διάρκειας εκδήλωση της τουρκικής προκλητικότητας -με το Orus Reis να εισβάλλει κατά το δοκούν στην ελληνική υφαλοκρηπίδα για έρευνες- και, παράλληλα, Ουάσιγκτον και Βερολίνο μας ωθούν (πάντοτε…συμμαχικά) σε έναν απευθείας διάλογο χωρίς ατζέντα. Ή, ακριβέστερα, με μια θολή ατζέντα που εκτός της μιας και μοναδικής διαφοράς που παγίως δέχεται η χώρα μας και για μια σειρά προκλητικών απαιτήσεων της Τουρκίας.
Το άθροισμα συμμαχιών έχει νόημα στην γεωπολιτική και την διπλωματία όταν οδηγεί σε θετικά αποτελέσματα. Σήμερα, βρισκόμαστε, πιθανότατα, μπροστά σε ένα άθροισμα συμμάχων (;;;) που άπαντες μας προτρέπουν να συζητήσουμε με την Τουρκία, έχοντας κατά νου πως ενδεχομένως να χρειαστεί να υποχωρήσουμε. Να υποχωρήσουμε, όμως, σε τι;
Ακόμα και υπό το πρίσμα της αναζήτησης ενός έντιμου συμβιβασμού έναντι της Τουρκίας, ουδείς γνωρίζει ποια είναι τα όρια και ποιες είναι οι “κόκκινες γραμμές” μας. Δεν τα έχουμε συμφωνήσει, δεν τα έχουμε θέσει και ως προς τις “κόκκινες γραμμές” δεν τις έχουμε υπερασπίσει αποτρεπτικά στον βαθμό που θα έπρεπε. Και ως προς αυτό δεν φέρουν καμία ευθύνη οι Ένοπλες Δυνάμεις. Θέμα πολιτικής βούλησης και σχετικών εντολών είναι.
Όλα αυτά κατατείνουν στην ανάδειξη ενός μεγάλου κενού εθνικής στρατηγικής. Δεν υπάρχει ουσιαστικά ατζεντα μιας πιθανής διαπραγμάτευσης, δημιουργούμε σύγχυση ως προς τα έσχατα σημεία συμβιβασμού μας (είναι, για παράδειγμα, οτιδήποτε βρίσκεται ανατολικά του 28ου μεσημβρινού;), στέκουμε αμήχανοι απέναντι σε ένα ερευνητικό σκάφος που κάνει βόλτες με ποντισμένα καλώδια μέσα στην υφαλοκρηπίδα μας.
Το έχω ξαναπεί. Η κυβέρνηση, κάθε κυβέρνηση, δεν μπορεί να σηκώσει μόνη της αυτό το τεράστιο εθνικό φορτίο. Κάθε συμβιβασμός προϋποθέτει αποδοχή πολιτικού κόστους και οργανωμένο πολιτικό σύστημα που με συνεννόηση απευθύνεται στον ελληνικό λαό, πριν προχωρήσει στα επόμενα βήματα.
Ιδιαίτερα όταν απέναντί της έχει μια επιθετική αναθεωρητική δύναμη όπως η Τουρκία και δίπλα της (;) συμμάχους και εταίρους που δρουν μεροληπτικά και υποκριτικά. Η ανάγκη σύγκλησης Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών δεν είναι πια ένα σχήμα λόγου και πεδίο αντιπαράθεσης. Είναι μια ουσιαστική πολιτική και “τεχνική” ανάγκη για την εκπόνηση εγχειριδίου διπλωματικής και αποτρεπτικής δράσης τις επόμενες εβδομάδες, τους επόμενους μήνες, τα επόμενα χρόνια.
Η επιμονή της κυβέρνησης να αρνείται την συνεννόηση μέσω μιας τέτοιας σύσκεψης υπό την Πρόεδρο της Δημοκρατίας ( σ.σ η οποία οφείλει να προσαρμοστεί επί τέλους στις ανάγκες του ύπατου αξιώματος και στις ανάγκες των καιρών), κάνει κακό και στην ίδια την κυβέρνηση και αυξάνει τον βαθμό κινδύνου για την χώρα.