Εάν ανατρέξει κανείς στον γερμανικό Τύπο τις τελευταίες ημέρες, και ειδικότερα σχετικά με την διαμεσολάβηση του Γερμανού ΥΠ.ΕΞ Χάϊκο Μάας και την επίσκεψή του στην Αθήνα και την Άγκυρα, διαπιστώνει πως η Ελλάδα χάνει -αν δεν έχει ήδη χάσει- την ιδιαιτέρως σημαντική μάχη της διπλωματικής επικοινωνίας στο εξωτερικό. Μπορεί τα γερμανικά ΜΜΕ να αντιμετώπιζαν πάντοτε αμφίσημα την Ελλάδα (κάτι που φάνηκε πολύ έντονα την πρώτη περίοδο της χρεοκοπίας και του πρώτου μνημονίου), ωστόσο στα ελληνοτουρκικά οι προσλαμβάνουσες των μίντια στην ισχυρότερη χώρα της Ε.Ε, που διεκδικεί, μάλιστα, και παρεμβατικό ρόλο διαμεσολαβητή, οδηγούν στην διαπίστωση ενός σοβαρού -πέραν όλων των άλλων- επικοινωνιακού ελλείμματος εκ μέρους της κυβέρνησης και της ελληνικής διπλωματίας.
Οι ελληνικές θέσεις δεν έχουν καταστεί σαφείς και ακόμα περισσότερο δεν καθίστανται σαφείς οι λόγοι και οι σκοπιμότητες της κλιμακούμενης τουρκικής παραβατικότητας. Εδώ και μήνες η ελληνοτουρκική κρίση θεωρείται από τα διεθνή μέσα ωσάν να έχει ως “επίδικο” την συνεκμετάλλευση των φυσικών πόρων στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο, παραβλέποντας την ύπουλη τουρκική προσπάθεια να αναθεωρηθεί η Συνθήκη της Λωζάνης, να αμφισβητηθούν κυριαρχικά δικαιώματα κράτους-μέλους της Ε.Ε, να καταστρατηγηθούν βασικοί κανόνες του Διεθνούς Δικαίου.
Είναι χαρακτηριστικό πως καταγράφουν μεγάλα γερμανικά ΜΜΕ την περιβόητη διαμεσολάβηση Μάας- όπως προκύπτει από ρεπορτάζ της Deutche Welle:
Στις διαμεσολαβητικές επαφές του Γερμανού υπ. Εξωτερικών Χάικο Μάας σε Αθήνα και Άγκυρα αναφέρεται σχόλιο της Süddeutsche Zeitung και σημειώνει: «Στην πραγματικότητα δεν έχει κανείς να ζηλέψει τίποτα από τον Χάικο Μάας. Η διαμεσολάβηση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας δεν θα ήταν ευχάριστη ακόμη και για τους πιο έμπειρους διπλωμάτες, πόσο μάλλον για κάποιον όπως ο Χάικο Μάας. Η Αθήνα και η Άγκυρα δεν διαφωνούν μόνο για την τρέχουσα διαμάχη για τα κοιτάσματα φυσικού αερίου στην ανατολική Μεσόγειο. Τα δυο γειτονικά κράτη διάκεινται εχθρικά το ένα προς το άλλο εδώ και πάνω από εκατό χρόνια, μια εχθρότητα που άλλοτε υφέρπει κι άλλοτε εκδηλώνεται πολύ, πάρα πολύ ανοιχτά. Aν και τα δύο κράτη είναι μέλη του ΝΑΤΟ, αυτή η εχθρικότητα δυστυχώς έχει διατηρηθεί μέχρι σήμερα. Και τα δύο κράτη προτιμούν να καταφεύγουν σε πολεμικούς θεατρινισμούς, όταν δεν καταφέρνουν τους στόχους τους με νηφάλια επιχειρήματα. Αυτό συμβαίνει και τώρα».
Για την σοβαρή SZ, λοιπόν, Ελλάδα και Τουρκία ευθύνονται αμφότερες για “πολεμικούς θεατρινισμούς”, η εχθρότητα είναι “ίση” και από τις δύο πλευρές, η δε “τρέχουσα διαμάχη” αφορά τα κοιτάσματα φυσικού αερίου. Καμία αναφορά στην παραβίαση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, στο γεγονός ότι το Oruc Reis έχει εισβάλλει και κάνει έρευνες σε ελληνική θαλάσσια ζώνη.
Το σχόλιο συνεχίζει παρατηρώντας για την ελληνοτουρκική διένεξη: «Οι Τούρκοι στέλνουν ερευνητικά σκάφη που συνοδεύονται από πολεμικά πλοία για αναζήτηση ορυκτών πόρων σε ύδατα στα οποία, σύμφωνα με την ελληνική ερμηνεία, δεν έχουν καμία δουλειά να κάνουν έρευνες. Οι Έλληνες, που έχουν δίκιο, τουλάχιστον καταρχήν, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, δεν μπορούν να σκεφτούν κάτι πιο έξυπνο από το να στείλουν αμέσως στην περιοχή το δικό τους ναυτικό (…) Tίποτα από όλα αυτά δεν είναι σοφό. Αλλά είναι επικίνδυνο. Μια φορά ήδη έπρεπε να παρέμβει η καγκελάριος –προφανώς την τελευταία στιγμή- ( …)»
Φταίει και η Ελλάδα
Ο αρθρογράφος αποδίδει ευθύνες στην Ελλάδα γιατί έστειλε το πολεμικό της ναυτικό σε μια ελληνική θαλάσσια ζώνη που παραβιάζεται από τρίτη χώρα! Εντυπωσιακό.
Για τις συνομιλίες του Μάας ο σχολιαγράφος σημειώνει: «Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του ταξιδιού του Χάικο Μάας για διαμεσολάβηση μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, ένα πράγμα διαφαίνεται από καιρό, ότι οι δύο πλευρές δεν θέλουν ούτε μπορούν να λύσουν τη σύγκρουση μόνες τους. Επίσης o στόχος, που πρέπει να επιδιωχθεί με μια διαμεσολάβηση, είναι αγανωρίσιμος: αυτό που απαιτείται είναι μια διαπραγματευτική λύση, που οδηγεί σε μια λίγο-πολύ δίκαιη κατανομή του ορυκτού πλούτου χωρίς να αμφισβητούνται τα σύνορα των χωρών που υπάρχουν εδώ και 100 χρόνια». Κλείνοντας το σχόλιο συνοψίζει λέγοντας ότι τις επόμενες εβδομάδες και μήνες είναι καθήκον του Βερολίνου και ειδικά του ίδιου του Χάικο Μάας να «γεμίζει με διπλωματία την απόσταση που χωρίζει την τρέχουσα κατάσταση από τον επιδιωκόμενο στόχο. Εάν δεν το καταφέρει, το ξέσπασμα της στρατιωτικής βίας είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένο».
Η SZ “γνωμοδοτεί” σαφώς υπέρ μιας “δίκαιης”, όπως λέει, κατανομής του ορυκτού πλούτου. Σε ποιες θαλάσσιες περιοχές και πως, δεν το εξηγεί. Είναι, όμως, σαφές πως η εδώ και καιρό τοποθέτηση του πλέον έγκυρου γερμανικού ινστιτούτου (Πανεπιστήμιο του Κιέλου) για την ανάγκη συνεκμετάλλευσης σε ανατολική Μεσόγειο και Αιγαίο έχει επηρεάσει τα γερμανικά ΜΜΕ και, αναμφίβολα, την γερμανική κοινή γνώμη. Η λογική της εξίσωσης Ελλάδας και Τουρκίας, με ένα μικρό μόνο προβάδισμα στην πρώτη λόγω της παρουσίας της στην ευρωπαϊκή οικογένεια κυριαρχεί…
Παντού η συνεκμετάλλευση
Από την πλευρά της η εφημερίδα Tageszeitungτου Βερολίνου σχολιάζει: «Στη διαμάχη για την εκμετάλλευση αποθεμάτων ορυκτού πλούτου στην ανατολική Μεσόγειο, ο Μάας ανέλαβε να φέρει και τις δύο πλευρές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Είναι μια δύσκολη αποστολή. Και οι δύο πλευρές θεωρούν ότι έχουν απολύτως δίκιο, κανείς δεν θέλει να συμβιβαστεί. Ήδη πολλές φορές η καγκελάριος Μέρκελ έχει μιλήσει τηλεφωνικά με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Ταγίπ Ερντογάν, μέχρι στιγμής άνευ επιτυχίας. O Mητσοτάκης της την έφερε, δεδομένου ότι μια μέρα μετά το τηλεφώνημα υπέγραψε συμφωνία με την Αίγυπτο, η οποία προκάλεσε κι άλλο την Τουρκία, και ο Ερντογάν από την πλευρά του στέλνει αντί για μηνύματα ειρήνης νέα πολεμικά πλοία προς την κατεύθυνση της Ελλάδας.»
Και εδώ, το ζητούμενο και “επίδικο” είναι η συνεκμετάλλευση. Και είναι προφανές πως η άποψη αυτή διατρέχει όχι μόνο τα γερμανικά μίντια αλλά και την ίδια την εξωτερική πολιτική του Βερολίνου και, δίχως άλλο, βρίσκεται στον πυρήνα της διαμεσολάβησης Μέρκελ-Μπορέλ. Ο τελευταίος, άλλωστε, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Άγκυρα μίλησε, για πρώτη φορά, ενώπιον του Μεβλούτ Τσαβούσογλου, για έναν απευθείας διάλογο (και) για τα…χωρικά ύδατα!
Η TAZ παρατηρεί ότι μέχρι πρότινος οι διαφορές μεταξύ των δύο νατοϊκών εταίρων επιλύονταν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης από την Ουάσιγκτον. «Από τη στιγμή όμως που οι ΗΠΑ υπό τον Τραμπ δεν επιτελούν πια αυτόν τον ρόλο, την ευθύνη φέρει η Ευρώπη. Οι τελευταίες εβδομάδες έχουν δείξει ότι η Γερμανία από μόνη της δεν έχει αρκετό βάρος. Ο Μάας μπορεί να επιτύχει κάτι μόνο αν μπορέσει αξιόπιστα να απειλήσει και τις δύο πλευρές με συνέπειες και γι αυτό χρειάζεται και τα υπόλοιπα κράτη-μέλη, ειδικά τη Γαλλία. Με την επίσκεψή της στον Μακρόν το περασμένο Σαββατοκύριακο η καγκελάριος Μέρκελ κατάφερε η Γαλλία να επιθυμεί τη στήριξη της γερμανικής διαμεσολάβησης. Φαινομενικά και οι δυο χώρες εξακολουθούν να μη δείχνουν ετοιμότητα να ενδώσουν. Ο Μάας όμως θα είχε ήδη πετύχει πολλά, αν τουλάχιστον ο Ερντογάν απέσυρε αθόρυβα τα ερευνητικά και πολεμικά πλοία του. Τουλάχιστον γι αυτό υπάρχουν καλές πιθανότητες».
Ο θύτης και το θύμα
Με όλα αυτά η γερμανική διαμεσολάβηση αναδεικνύεται ως μια “έντιμη” προσπάθεια επίλυσης διαφορών μεταξύ δύο χωρών με…ροπή στην αντικανονικότητα. Το μικρό προβάδισμα της Ελλάδας έχει να κάνει με το ότι πρόκειται για ευρωπαϊκό κράτος, η εξομοίωση, όμως, του θύτη με το θύμα, αφορά τα στυγνά πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα μιας χώρας (Γερμανία) που διατηρεί σχέσεις 60 δισ ευρώ τον χρόνο με την Τουρκία των 80 εκατομμυρίων ανθρώπων.
Η μάχη της επικοινωνίας, όμως, δεν είναι μικρό πράγμα, όταν συχνά την στάση ισχυρών κρατών σε σοβαρά γεωπολιτικά ζητήματα την διαμορφώνει η εσωτερική κοινή γνώμη. Τα γερμανικά ΜΜΕ αποτυπώνουν με τον συγκεκριμένο τρόπο την ελληνοτουρκική κρίση, κάτι που προδίδει αφενός ότι η γερμανική διαμεσολάβηση δεν διαθέτει γνώση, εμπειρία και γεωπολιτικό “βάθος” -γι αυτό και είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένη η προσκόλληση της Ελλάδας σε αυτήν-, και αφετέρου πως η Ελλάδα απουσιάζει στην μάχη “εκπαίδευσης” αυτής της κοινής γνώμης. Σε αντίθεση με την Τουρκία που δαπανά και χρόνο και κεφάλαια για κάτι τέτοιο.
Καμία ελληνική κυβέρνηση δεν ανέλαβε ποτέ την πρωτοβουλία για μια μεγάλη συνέντευξη Τύπου του ίδιου του πρωθυπουργού της χώρας στο Βερολίνο ή την Ουάσιγκτον, ελάχιστες ήταν οι φορές που πρωθυπουργοί είχαν την δυνατότητα να απευθυνθούν στα μέλη του ευρωκοινοβουλίου και να εξηγήσουν εμπεριστατωμένα τι ακριβώς επιδιώκει η Τουρκία.
Εάν άξιζαν τα 20 εκατ. της λίστας Πέτσα για την ενημέρωση της κοινής γνώμης για την πανδημία, ή η κινητοποίηση τουριστικών συντακτών και η πρόσκλησή τους να δουν το ηλιοβασίλεμα της Σαντορίνης δεν θα άξιζε μια καπάνια ενημέρωσης στο εξωτερικό για τον γεωπολιτικό εκβιασμό και την απειλή πολέμου που δέχεται η Ελλάδα από τον εξ Ανατολών γείτονα που υποτίθεται πως επιδιώκει να συνδεθεί οικονομικά ακόμα περισσότερο με την Ευρώπη;
Σεραφείμ Κοτρώτσος
Με πληροφορίες από την DW