Η αντιπαράθεση κυβέρνησης- ΣΥΡΙΖΑ το επόμενο διάστημα θα εξελιχθεί πάνω στην λεπτή γραμμή των δύο “Α”. Το δόγμα της (εθνικής) Αυτοπεποίθησης από τη μία, η πραγματικότητα της Ανασφάλειας από την άλλη.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Τα πολιτικά και επικοινωνιακά επιτελεία δουλεύουν εδώ και καιρό.
Αυτό του Μεγάρου Μαξίμου που ενισχύεται από έμπειρους επικοινωνιολόγους και ομάδες διαφημιστών προετοίμασε τον πρωθυπουργό να παρουσιάσει στη Θεσσαλονίκη, το Σαββατοκύριακο, το κυβερνητικό αφήγημα ενόψει ενός δύσκολου χειμώνα. Οι ίδιες δημοσκοπήσεις που επισφραγίζουν την πολιτική ηγεμονία του Κυριάκου Μητσοτάκη και του δίνουν προβάδισμα- “νταμπλ σκορ” έναντι του Αλέξη Τσίπρα, με τον ΣΥΡΙΖΑ κοντά στο ψυχολογικό όριο του 20%, αποκαλύπτουν στα ποιοτικά τους στοιχεία (που ελάχιστοι προσέχουν) μια κοινωνία που αισθάνεται ανασφαλής και φοβάται το εφιαλτικό τρίπτυχο πανδημία-οικονομία-ελληνοτουρκικά.
Το άλλο της Κουμουνδούρου αντιλαμβάνεται πως, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία να προσπαθεί να εξέλθει από την εσωκομματική εσωστρέφεια και ο Αλέξης Τσίπρας είναι αναγκασμένος να διαβεί την πολιτική έρημο μέχρι να τεθούν ισχυρά διλήμματα εκλογικού τύπου, δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να προβάλλει αφήγημα διακυβέρνησης αλλά να αναδείξει τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα που προκύπτουν από την πανδημική συγκυρία και τους κυβερνητικούς χειρισμούς. Γι’ αυτό και ο νέος γραμματέας μιλά επίμονα για “κοινωνικό μετασχηματισμό” και όχι μόνο για “εναλλαγή στην εξουσία”. Αυτό θέλει χρόνο.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ποντάρει -δια της…αυτοπεποίθησης- στην ελπίδα της εξόδου από την υγειονομική και την οικονομική κρίση, ο δε Αλέξης Τσίπρας θα προσπαθεί να αποδείξει πως η ελπίδα αυτή είναι φρούδα και οδηγεί στην εξαθλίωση σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού. Όσο η κυβέρνηση θα παράγει προσδοκίες, η αξιωματική αντιπολίτευση θα αναδεικνύει πως είναι ψευδείς και ανυπόστατες.
Μια κυβέρνηση έχει, όμως, εκ των πραγμάτων την πρωτοβουλία των κινήσεων. Μπορεί να υποσχεθεί, μπορεί να δώσει, μπορεί να συνδιαλλαγεί με συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, μπορεί να παραπλανήσει και μπορεί να βρίσκει υποστηρικτές που θα αναπαράγουν το αφήγημα.
Ακόμα και έτσι, όμως, οι διάβολοι κρύβονται στις λεπτομέρειες και τα “ατυχήματα” είναι εξαιρετικά πιθανά, όπως φάνηκε και στην καταστροφή στη Μόρια που αναδεικνύει μικρά και μεγάλα αδιέξοδα στην μεταναστευτική της πολιτική, ή στον διάλογο που αργά ή γρήγορα θα προκύψει στα ελληνοτουρκικά.
Η ανάδειξη της ανασφάλειας -ειδικά όταν είναι υπαρκτή- είναι αναμφίβολα ευκολότερος ρόλος. Όμως, κι αυτή κρύβει διαβόλους. Κάθε ανασφαλής πολίτης αναζητά εκείνον που μπορεί να του υποσχεθεί την έξοδο απ΄ αυτή την κατάσταση. Εκ των πραγμάτων αρκετοί θα προστρέξουν στις κυβερνητικές υποσχέσεις. Άλλοι θα παραμείνουν στη ζώνη της αδιευκρίνιστης ψήφου περιμένοντας να δουν προς ποια κατεύθυνση θα γείρει η πλάστιγγα. Κάποιοι θα θελήσουν να εκφράσουν την δυσαρέσκεια ή την οργή τους. Όλοι, όμως, κάποια στιγμή θα απαιτήσουν πολιτικές απαντήσεις για την έξοδο από την κρίση πολλών επιπέδων.
Η σύγκρουση των δύο “Α” ως μάχη πολιτικής επικοινωνίας δεν οδηγεί πουθενά για πολύ καιρό. Το να χτίσεις συνθήκες αυτοπεποίθησης σε μια ανησυχούσα κοινωνία που πτωχαίνει και περιθωριοποιείται είναι εξίσου δύσκολο με το να της προτείνεις εναλλακτική όταν θα λήξει η εύκολη περίοδος της ανάδειξης της ανασφάλειας.
Τέλος, με όρους επικοινωνίας και κοινωνικής ψυχολογίας, όμως, η Αυτοπεποίθηση είναι ένα θετικό -αν και νεφελώδες- συναίσθημα, το οποίο όλοι θα ήθελαν να “κατακτήσουν”, ενώ η Ανασφάλεια αρνητικό -αν και πραγματικό- συναίσθημα, το οποίο όλοι θέλουν να αποφύγουν…