Η κηδεία του ακάματου υπερασπιστή του Νέλσον Μαντέλα, του ελληνικής καταγωγής δικηγόρου Τζορτζ Μπίζος, τελέσθηκε σήμερα σε μία σεμνή τελετή με περιορισμένη την παρουσία του κοινού λόγω της επιδημίας του κορονοϊού. Πολλοί όμως Νοτιοαφρικανοί την παρακολούθησαν από τις τηλεοράσεις τους.
«Ελάχιστοι είναι εκείνοι που είναι γνωστοί μόνο με το μικρό τους όνομα, όχι μόνο στον στενό τους κύκλο, αλλά σε ολόκληρη την χώρα», δήλωσε ο πρόεδρος της Νότιας Αφρικής Σίριλ Ραμαφόζα, χαιρετίζοντας την έξοδο αυτής της ιστορικής προσωπικότητας, της τόσο οικείας, αυτού του «υπερασπιστή των καταπιεσμένων».
«Επεσε ένα αξιοσέβαστο δένδρο, ένα δένδρο που προσέφερε σκιά στους πατριώτες αυτής της μεγάλης χώρας, αλλά επίσης και στους φτωχότερους και τους πλέον ευάλωτους», είπε ο πρόεδρος της Νότιας Αφρικής.
Εξαιρετικός ρήτορας, με την γλυκιά φωνή και την μαχητικότητα, ο Τζορτζ Μπίζος είναι αυτός που ψιθύρισε στον Νέλσον Μαντέλ κατά την δίκη της Ρινόβια την φράση «εάν είναι αναγκαίο», όταν ο ηγέτης του Αφρικανικού Εθνικού Κονγκρέσου δήλωνε έτοιμος κατά την απολογία του να πεθάνει για το ιδεώδες «μιας ελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνίας στην οποία όλοι θα ζούσαν αρμονικά απολαμβάνοντας τις ίδιες ευκαιρίες».
Ωστε το καθεστώς του απαρτχάιντ να μην δει στις δηλώσεις αυτές παρακίνηση για μαρτυρικό θάνατο: ο Μαντέλα και πολλά στελέχη του ΑΕΚ επαπειλούντο με την θανατική ποινή.
Ο «Μαντίμπα» θα επικαλείται συχνά τον διγηγόρο του τα 27 χρόνια που έμεινε στην φυλακή, για να καταγγείλει τις συνθήκες κράτησής του και τις μικρές και μεγάλες αδικίες εναντίον του. «Ζήτησα από τον Τζορτζ να έρθει», επαναλαμβάνει συχνά στην αυτοβιογραφία του.
Οι δύο άνδρες είχαν συναντηθεί στα έδρανα της Νομικής Σχολής του Γιοχάνεσμπουργκ στην δεκαετία του 1050, πριν ασκήσουν μαζί το επάγγελμα του δικηγόρου.
Ικανός και αξιοσέβαστος
Ο Μπίζος πρωτοστατεί σε όλες τις μάχες, είναι ο πιστός φίλος και ο δικηγόρος που χρησιμοποιεί όλη του την ενέργεια και το ταλέντο του για να κερδίζει τις μάχες κατά της εξουσίας των λευκών.
Σήμερα, έξι άνδρες, τέσσερις μαύροι και δύο λευκοί, κράτησαν το φέρετρο σιωπηλοί στην έναρξη της τελετής.
Ο Τζορτζ Μπίζος έφθασε έφηβος στην Νότια Αφρική με τον πατέρα του, το 1941, για να γλιτώσουν από τους ναζί. «Ο Τζορτζ γνώριζε την οδύνη της εξορίας, γνώριζε τι είναι να μην έχεις ούτε χώρα, ούτε ρίζες», είπε σήμερα ο πρόεδρος Ραμαφόζα.
Αυτή η εμπειρία ζωής «επηρέασε και τροφοδότησε» την δέσμευσή του, το μεγάλο απόθεμα ενσυναίσθησης. Στα απομνημονεύματά του, διηγείται ότι εξεπλάγη, με την άφιξή του στο Γιοχάνεσμπουργκ χωρίς χρήματα και με τρεις αγγλικές λέξεις, διαπιστώνοντας ότι «είχε περισσότερα δικαιώματα ως λευκός ευρωπαίος πρόσφυγας από την πλειονότητα των μαύρων Ντοτιοαφρικανών».
«Ο Τζορτζ δεν μπορούσε να το δεχθεί». Και το καθεστώς του απαρτχάιντ «τον τιμώρησε» αρνούμενο επί περισσότερο από τριάντα χρόνια να του χορηγήσει την υπηκοότητα. «Είχε λάβει μία επιστολή που του εξηγούσε ότι δεν ήταν επαρκώς ικανός και αξιοσέβαστος για να λάβει την υπηκοότητα», δήλωσε ο πρόεδρος της Νότιας Αφρικής μπροστά στο φέρετρο που ήταν σκεπασμένο με την νοτιοαφρικανική σημαία.
Ο Σίριλ Ραμαφόζα ευχήθηκε σε όλους να έχουν το θάρρος «να μην είναι επαρκώς ικανοί και αξιοσέβαστοι» και κατέληξε: «Ο Μαντίμπα, ο φίλος σου εδώ και 65 χρόνια, σε περιμένει για να σε υποδεχθεί».
Σε συνέντευξή του στο AFP ο γιος του Ντάιμον είχε σχεδιάσει το πορτρέτο αυτού του ιδιαίτερου ηλικιωμένου ανθρώπου, που έκανε κηπουρική με τις πυζάμες του και υποδεχόταν με αυτήν την περιβολή υψηλούς προσκεκλημένους χωρίς να πάρει τον κόπο να σκουπίσει την λάσπη από τις παντόφλες του.
Σταμάτησε να εργάζεται μόνο έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του και ο πολυρρήμων αυτός άνθρωπος ξαφνικά σιώπησε. Η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε γρήγορα. Πέθανε γαλήνια σε ηλικία 92 ετών στις 10 Σεπτεμβρίου.