Με την “αβλεψία” στην Κοινή Δήλωση Ελλάδας- ΗΠΑ σχετικά με την “ιστορική” σημασία και αξία της Συμφωνίας των Πρεσπών συνέβη το αναμενόμενο. Όταν ολόκληρη η διεθνής κοινότητα αναγνωρίζει αυτή την ιστορική διάσταση της υπογραφής Κοτζιά-Ντιμιτρόφ, πριν δύο χρόνια στους Ψαράδες των Πρεσπών, θα ήταν αστείο να μην την αναγνωρίζει το βασικό εκ των συμβαλλομένων μερών. Δεδομένου, μάλιστα, πως η συνθήκη δεν ανατρέπεται και πως τα κράτη έχουν συνέχεια. Η Ν.Δ καλείται να αναμετρηθεί με όσα έλεγε στο παρελθόν για προφανείς ψηφοθηρικούς λόγους, και ταυτόχρονα με την πραγματικότητα της γεωπολιτικής και της διπλωματίας. Και θα αναμετρηθεί εκ των πραγμάτων ακόμα μία φορά μόλις κυρώσει τα τρία μνημόνια συνεργασίας με τη Βόρεια Μακεδονία.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Είναι αλήθεια πως η Συμφωνία των Πρεσπών δεν θα ήταν ποτέ επιλογή μιας κυβέρνησης της Ν.Δ. Δεν θα της το επέτρεπαν οι δεσμεύσεις της απέναντι σε ένα εκλογικό ακροατήριο που έχει “εκπαιδευτεί” να πιστεύει είτε πως ο βόρειος γείτονας πρέπει να διαλυθεί εις τα εξ ων συνετέθη, είτε πως βολεύει η παραπομπή της εκκρεμότητας εις το διηνεκές. Η Συμφωνία είναι έργο της κυβέρνησης Τσίπρα και της επίμονης διαπραγμάτευσης Κοτζιά. Αυτοί ανέλαβαν το πολιτικό κόστος της επιλογής να κλείσει το βόρειο μέτωπο της χώρας. Το εάν δικαιώθηκαν ή όχι έχει αρχίσει να κρίνεται.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνωρίζει πολύ καλά πως ο νέος αμερικανικός σχεδιασμός για τα Δυτικά Βαλκάνια περιλαμβάνει ως αιχμή του δόρατος τη Βόρεια Ελλάδα ακριβώς επειδή το γεωπολιτικό πεδίο είναι πλέον “καθαρό”. Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς πως ο Μάϊκ Πομπέο θα έχριζε τη Θεσσαλονίκη ως προγεφύρωμα αυτού του σχεδιασμού εάν η εκκρεμότητα με την πΓΔΜ παρέμενε ανοιχτή έως σήμερα.
Κι αν ακόμα η Ουάσιγκτον προωθούσε ένα τέτοιο σχέδιο με την εκκρεμότητα ανοιχτή είναι βέβαιο πως θα έπρεπε να συμπεριλάβει σε αυτό και την Τουρκία, η οποία, με αποδυναμωμένο τον Ζόραν Ζάεφ, χωρίς εκπροσώπηση των αλβανόφωνων στην κυβέρνηση των Σκοπίων, ή, ακόμα χειρότερα, με μια κυβέρνηση των εθνικιστών του VMRO, θα είχε βασικό ρόλο και λόγο στα Δυτικά Βαλκάνια.
Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο απλά εάν διαβάσει κανείς τις αιτιολογικές εκθέσεις των τριών μνημονίων συνεργασίας με τη Βόρεια Μακεδονία. Εξηγούν πολύ καθαρά, με την υπογραφή κορυφαίων υπουργών της σημερινής κυβέρνησης, τα ωφέλη της Συμφωνίας των Πρεσπών και του νέου γεωπολιτικού μωσαϊκού που αυτή διαμόρφωσε στα βόρεια σύνορά μας.
Ως εκ τούτων, η Συμφωνία των Πρεσπών -ναι- είναι ιστορική. Ή εάν θέλετε είναι “ιστορικής σημασίας”, όπως επισημαίνει ο ίδιος ο εκπρόσωπος του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ Cale Brown, ακόμα και μετά την “εξαφάνιση” του επιθετικού προσδιορισμού από την Κοινή Δήλωση Δένδια-Πομπέο και η οποία προκάλεσε πολιτικό και διπλωματικό ντελίριο στην Αθήνα.
Secretary of State Michael R. Pompeo met today with Greek Foreign Minister Nikolaus-Georgios Dendias in Thessaloniki, Greece. Secretary Pompeo and Foreign Minister Dendias discussed the strong U.S.-Greece bilateral relationship, deepening science and technology ties, and close cooperation on energy diversification and infrastructure projects. Secretary Pompeo noted Thessaloniki’s important regional role as a gateway to the Balkans and welcomed Greece’s leadership in advancing the Transatlantic and European integration of the Western Balkans. The Secretary and the Foreign Minister reaffirmed the historic importance of North Macedonia’s NATO accession. They also agreed on the need for peaceful resolution of any disputes in the Eastern Mediterranean in accordance with international law, and the Secretary welcomed all efforts to deescalate tensions and return to dialogue.
Η κυβέρνηση και η Ν.Δ, λοιπόν, οφείλουν να υποκύψουν στον ρεαλισμό και την πραγματικότητα της διπλωματίας, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως θα υποστούν την βάσανο της αυτοκριτικής για όσα έκαναν για να ναρκοθετήσουν την Συμφωνία. Και ήδη το πράττουν, αν και χωρίς το δεύτερο σκέλος.
Όσο πιο γρήγορα συμφιλιωθεί η κυβέρνηση με το άστοχο παρελθόν της ψηφοθηρίας και του διχασμού και όσο πιο γρήγορα το ξεπεράσει, τόσο ευκολότερα και καλύτερα θα εργαστεί για να αποκομίσει τα μέγιστα δυνατά ωφέλη που απορρέουν από το νέο τοπίο που δημιούργησε η Συμφωνία και τα οποία επισημάνθηκαν από τον Μάϊκ Πομπέο (κατά την παραμονή του στη Θεσσαλονίκη) και αποτυπώνονται στις αιτιολογικές εκθέσεις των τριών μνημονίων.
Για να συμβεί αυτό πρέπει γρήγορα να έρθουν προς κύρωση στη Βουλή αυτά τα μνημόνια. Θα είναι ίσως δύσκολες οι ώρες της ψηφοφορίας για την κυβέρνηση. Ίσως υπάρξουν και πολιτικές απώλειες. Το μείζον, ωστόσο, είναι τα αποτελέσματα που μπορεί να φέρει η Συμφωνία των Πρεσπών, κι αυτό προϋποθέτει πως η κυβέρνηση θα την υλοποιήσει απρόσκοπτα και χωρίς μικροκομματικούς δισταγμούς.
Πως, άλλωστε, θα επιδιώξει να ζητήσει ρεαλισμό από τους πολιτικούς της αντιπάλους σχετικά με τον προωθούμενο ελληνοτουρκικό διάλογο όταν η ίδια εξακολουθεί να αντιμετωπίζει ενοχικά, πονηρά και αμήχανα μια Συμφωνία την οποία υλοποιεί κατά γράμμα και της οποίας την ιστορική αξία αναγνωρίζει- ακόμα κι αν εξαφανίζει λέξεις ενός διπλωματικού εγγράφου υψηλής σημασίας.
Υπάρχει κι ένας επιπλέον λόγος. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαθέτει –σύμφωνα και με τις δημοσκοπήσεις– χαρακτηριστικά πολιτικής ηγεμονίας. Κυβερνά ανεμπόδιστα με ικανή κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Δεν είναι σωστό για τον ίδιο να εμφανίζεται πολιτικά όμηρος μιας μικρής ομάδας βουλευτών και του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά. Κι ακόμα περισσότερο να δημιουργείται η αίσθηση πως φοβάται ότι μπορεί να μην έχει την απαιτούμενη πλειοψηφία κατά την ψηφοφορία για τα τρία μνημόνια.
Δεν είναι δα και κανένας “γόρδιος δεσμός” αυτός που καλείται να κόψει. Βούληση χρειάζεται και επίδειξη ισχύος εάν χρειαστεί. Αλλιώςδημιουργεί την εντύπωση πως παρά την ηγεμονία του παραμενει εξαρτημένος από την ψηφοθηρία και τον λαϊκισμό του παρελθόντος και ευάλωτος έναντι της γνωστής ομάδας της υπερδεξιάς του πτέρυγας.