Προ ημερών, από την ραδιοφωνική εκπομπή που κάνουμε στον Real Fm με τον συνάδελφο Πάνο Αμυρά, αναφέρθηκα χαριτολογώντας στην “χρυσή εποχή” που ζώντας στη Θεσσαλονίκη ενθουσιαζόμουν εξίσου με τα “κατορθώματα” της παρέας του Νίκου Γκάλη και του Παναγιώτη Γιαννάκη με τον Άρη και των Παναγιώτη Φασούλα και Μπάνε Πρέλεβιτς με τον ΠΑΟΚ. Τι ήθελα και το είπα; “Βροχή” τα μηνύματα για την ταυτόχρονη συμπάθεια προς τους “αντίθετους πόλους”, μεταξύ των οποίων ξεχώρισα εκείνο του καλού φίλου και συναδέλφου –εξέχοντος ΠΑΟΚτσή– Κώστα Γιαννακίδη που με αποκάλεσε “ισαποστάκια”, συμπληρώνοντας ένα φιλικό “…ουστ ρε”.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
“Ισαποστάκιας” επειδή ως “ανένταχτος” και μη Θεσσαλονικιός χαιρόμουν για τις ουράνιες πτήσεις του Γκάλη και το “μέγα πάθος” του …Μπάνε-Μπάνε. Επειδή είχα το “θράσος” να αγαπώ το καλό μπάσκετ ασχέτως χρώματος φανέλας και να ριγώ για τις επιτυχίες του Άρη και του ΠΑΟΚ απέναντι στα ευρωπαϊκά μεγαθήρια της εποχής.
Πέρασαν χρόνια αλλά μου συμβαίνει το ίδιο. Παρότι “βάζελος”, χαίρομαι όταν βλέπω τα καλά ευρωπαϊκά παιχνίδια του Ολυμπιακού αλλά και τις εμφανίσεις του ΠΑΟΚ.Και αναπολώ θλιμένος τις σπουδαίες περιόδους της δικής μου ομάδας. Δεν το αντέχουν, όμως, ορισμένοι. Λες και δεν μπορείς να ζεις έντονα το ωραίο επειδή αυτό σε φέρνει σε αντίφαση. Και Μαρινάκης, και Σαββίδης, δεν γίνεται, λένε αυτοί που έχουν ταυτίσει το σπορ με τις “ιδιοκτησίες”. Δεν γίνεται εύκολα κατανοητό πως η χαρά φωλιάζει σχεδόν παντού και δεν υποτάσσεται σε στερεότυπα και διαχωριστικές γραμμές.
Περίπου το ίδιο συμβαίνει και με την πολιτική. Δεν συγχωρείται εύκολα να λες καλά λόγια για πολιτικές του Τσίπρα και να αποδέχεσαι κάποιες καινοτομίες του Μητσοτάκη. Θεωρείσαι “ισαποστάκιας”. Για το “κοινό αίσθημα” που καλλιεργήθηκε τα τελευταία χρόνια από κρατούσες αντιλήψεις και κυρίαρχα συστήματα, ή είσαι αντι-ΣΥΡΙΖΑ και “Μητσοτάκης και ξερό ψωμί”, ή είσαι κρυφο-Μαδούρο και Συριζαίος.
Η ένταξη, ή ακόμα περισσότερο η στράτευση, επιβραβεύεται, η προσπάθεια να νικάει η λογική απέναντι στον φανατισμό καταδικάζεται ως αμφισημία και “ισαποστακισμός”. Χάσαμε εντελώς την αίσθηση του μέτρου, παραδοθήκαμε στη χλεύη των στρατοπέδων και μείναμε λίγοι και μόνοι, μυστήρια τρένα σε ράγες που τρίζουν.
Στη δημοσιογραφία το φαινόμενο είναι έντονο. Μικροί δημοσιογραφικοί στρατοί από τη μία ή την άλλη πλευρά δρουν στο όνομα της στράτευσης που έχουν επιλέξει (οι ίδιοι, ή εκείνοι που τους καθοδηγούν) και απεχθάνονται το διαφορετικό. Κάποιοι εξ αυτών αργά ή γρήγορα καταλήγουν στα κόμματα, γίνονται βουλευτές- επιβράβευση. Αρνούνται επίμονα να ανιχνεύσουν το παραμικρό θετικό σε όσα υποστηρίζει ο “αντίπαλος”. Αποφεύγουν να κρατήσουν μικρή έστω απόσταση από τα πράγματα και να δουν με καθαρότερη ματιά τις εξελίξεις. Να διαπιστώσουν πως μεταξύ του άσπρου και του μαύρου δεν υπάρχει μόνο το γκρίζο αλλά και κράματα αποχρώσεων και κοινοί τόποι.
Το ίδιο, δυστυχώς, συμβαίνει και στην κοινωνία.Σε ένα σημαντικό μέρος της. Οι οπαδοί του μέτρου μένουν σιωπηλοί, φοβούνται τις κραυγές και τους μικρούς διασυρμούς.
Όσο, όμως, δεν αναδεικνύονται οι κοινοί τόποι για να σταθεί εφικτό να αναδειχθούν καλύτερα οι πραγματικές διαφορές και οι αντιθέσεις, τόσο δεν θα μπορεί το πολιτικό σύστημα να προωθεί τη λογική και να μην αιχμαλωτίζεται στη σκηνοθεσία του διχασμού. Και η κοινωνία, για να επιστρέψω στην μικρή ιστορία της αρχής, θα εξωθείται να στρατεύεται ή με τον Γκάλη, ή με τον Μπάνε…
Y.Γ (δάνειο από φίλο που το επισήμανε):
Κώστα Καρυωτάκης
[Όλοι μαζί…]
Όλοι μαζί κινούμε, συρφετός,
γυρεύοντας ομοιοκαταληξία.
Μια τόσο ευγενικιά φιλοδοξία
έγινε της ζωής μας ο σκοπός.
Αλλάζουμε με ήχους και συλλαβές
τα αισθήματα στη χάρτινη καρδιά μας,
δημοσιεύουμε τα ποιήματά μας,
για να τιτλοφορούμεθα ποιητές.
Αφήνουμε στο αγέρι τα μαλλιά
και τη γραβάτα μας. Παίρνουμε πόζα.
Ανυπόφορη νομίζουμε πρόζα
των καλών ανθρώπων τη συντροφιά.
Μόνο για μας υπάρχουν του Θεού
τα πλάσματα και, βέβαια, όλη η φύσις.
Στη Γη για να στέλνουμε ανταποκρίσεις,
ανεβήκαμε στ’ άστρα τ’ ουρανού.
Κι αν πειναλέοι γυρνάμε ολημερίς,
κι αν ξενυχτούμε κάτου απ’ τα γεφύρια,
επέσαμε θύματα εξιλαστήρια
του «περιβάλλοντος», της «εποχής».