Προβληματισμό έχουν προκαλέσει στην επιστημονική κοινότητα τα ενθαρρυντικά αλλά μάλλον ασυνήθιστα αποτελέσματα της κλινικής δοκιμής του εμβολίου του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και της βρετανικής εταιρείας AstraZeneca, σύμφωνα με τα οποία αυτό είναι πιο αποτελεσματικό (έως 90%), όταν η πρώτη από τις δύο δόσεις τους χορηγηθεί μισή. Αντίθετα από ό,τι θα περίμενε κανείς, όταν η πρώτη δόση χορηγηθεί ολόκληρη, η αποτελεσματικότητα του εμβολίου στις δοκιμές φάνηκε αρκετά χαμηλότερη (μόνο 62%).
Όπως έδειξαν τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της κλινικής δοκιμής φάσης 3, το εμβόλιο εμφάνισε μια αποτελεσματικότητα κατά μέσο όρο 70%, δύο εβδομάδες μετά τη χορήγηση της δεύτερης δόσης. Οι δύο δόσεις χορηγήθηκαν με διαφορά ενός μηνός και η αποτελεσματικότητα αφορούσε την πιθανότητα οι εμβολιασμένοι να αρρωστήσουν από Covid-19, σε σχέση με όσους είχαν κάνει εικονικό εμβόλιο (πλασίμπο).
Διάφοροι επιστήμονες, σύμφωνα με το “Nature”, επεσήμαναν ότι δεν είναι δυνατό να γίνει άμεση σύγκριση με τα άλλα εμβόλια (των Pfizer/BioNTech και Moderna), που έχουν εμφανίσει αποτελεσματικότητα έως 95% στις δοκιμές, καθώς τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία είναι ανεπαρκή. Μεταξύ άλλων, δεν έγινε γνωστό πόσοι συμμετέχοντες στις δοκιμές της Οξφόρδης/Astra Zeneca εμβολιάστηκαν πραγματικά και πόσοι ψευδο-εμβολιάστηκαν.
«Το 90% είναι αρκετά καλό, αλλά το 62% για το δεύτερο εμβολιαστικό σχήμα (σ.σ. δύο πλήρεις δόσεις) δεν είναι τόσο εντυπωσιακό», σχολίασε ο ιολόγος Φλόριαν Κράμερ της Ιατρικής Σχολής του Όρους Σινά της Νέας Υόρκης.
«Διατρέχουμε ελαφρώς τον κίνδυνο να συγκρίνουμε μήλα με πορτοκάλια. Έχουμε ακόμη πάρα πολύ δρόμο μπροστά μας, εωσότου ξεκαθαρίσουν τα δεδομένα και δημοσιευθούν πλήρως», επεσήμανε ο ανοσολόγος Ντάνιελ Άλτμαν του Κολλεγίου Imperial του Λονδίνου.
Το διαφορετικής τεχνολογίας βρετανικό εμβόλιο βασίζεται σε ένα τροποποιημένο αδενοϊό του κοινού κρυολογήματος, που απομονώθηκε στους χιμπατζήδες, και ο οποίος δεν αναπαράγεται πλέον στα ανθρώπινα κύτταρα. Το εμβόλιο κατευθύνει τα κύτταρα να παράγουν την προεξέχουσα πρωτεΐνη-ακίδα (spike) με την οποία ο κορονοϊός SARS-CoV-2 διεισδύει σε αυτά και τα μολύνει. Η παραγωγή της πρωτεΐνης με τεχνητό τρόπο ενεργοποιεί τα αντισώματα του οργανισμού, δημιουργώντας ανοσία.
Οι τελικές κλινικές δοκιμές φάσης 3 του εμβολίου είχαν ξεκινήσει πριν από εκείνες των Pfizer/BioNTech και Moderna, οι οποίες όμως πρόλαβαν και δημοσιοποίησαν πρώτες τα προσωρινά -άκρως ενθαρρυντικά- αποτελέσματα των δοκιμών τους. Οι δοκιμές του εμβολίου Οξφόρδης/AstraZeneca συνεχίζονται σε αρκετές χώρες (ΗΠΑ, Ρωσία, Ιαπωνία, Νότια Αφρική κ.α.). Τα προσωρινά αποτελέσματα βασίζονταν σε 131 διαγνωσμένα περιστατικά Covid-19 μεταξύ άνω των 11.000 εθελοντών που συμμετείχαν στις δοκιμές σε Βρετανία και Βραζιλία.
Οι πιθανές εξηγήσεις
Η βασική πρόκληση για τους επιστήμονες είναι να καταλάβουν πώς είναι δυνατό το εμβόλιο να έχει τόσο μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα με χαμηλότερη δόση. Μια πιθανή εξήγηση, σύμφωνα με τον ιολόγο Λουκ Βαντενμπέργκε της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, αφορά τα στατιστικά στοιχεία: η δοκιμή του εμβολίου δεν ήταν αρκετά μεγάλη για να μετρήσει σωστά τη διαφορά αποτελεσματικότητας ανάμεσα στα δύο εμβολιαστικά σχήματα (με μισή και με ολόκληρη πρώτη δόση). Συνεπώς η «ψαλίδα» πιθανώς θα εξαφανιστεί, όταν έλθουν στο φως περισσότερα περιστατικά νόσησης με Covid-19 μεταξύ των συμμετεχόντων εθελοντών.
Η εκτίμηση για την μεγάλη αποτελεσματικότητα του σχήματος «μισή πρώτη δόση-ολόκληρη δεύτερη δόση» βασίστηκε στην ανάλυση στοιχείων για μόνο 2.741 άτομα, ενώ για τη χαμηλότερη αποτελεσματικότητα του σχήματος «δύο πλήρεις δόσεις» σε 8.895 εθελοντές. Ο ειδικός στην επιδημιολογική στατιστική Στέφεν Έβανς της Σχολής Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου εκτιμά ότι στην πραγματικότητα το σχήμα της μισής πρώτης δόσης μπορεί να μην έχει αποτελεσματικότητα πάνω από 66%.
«Νομίζουμε ότι, με τη μικρότερη πρώτη δόση, τονώνουμε το ανοσοποιητικό σύστημα διαφορετικά, βοηθώντας το να ανταποκριθεί καλύτερα», αντέτεινε ο δρ Άντριου Πόλαρντ, διευθυντής της Ομάδας Εμβολίων της Οξφόρδης. Στα εμβόλια μονής δόσης, όπως είπε, ο κανόνας είναι ότι η μεγαλύτερη δόση φέρνει καλύτερα αποτελέσματα, αλλά στα εμβόλια δύο δόσεων η πρώτη δόση ενεργοποιεί το ανοσοποιητικό σύστημα και η δεύτερη το τονώνει περαιτέρω.
«Δεν νομίζω ότι πρόκειται για κάποια ανωμαλία», αντιτείνει και η ανοσολόγος Κέιτι Ίγουερ του Ινστιτούτου Τζένερ της Οξφόρδης, που επίσης συμμετέχει στην ανάπτυξη του εμβολίου. Όπως πιστεύει, η απρόσμενη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της χαμηλότερης δόσης οφείλεται είτε στο ότι η μικρότερη δόση ενεργοποιεί καλύτερα τα Τ-λεμφοκύταρα που υποστηρίζουν την παραγωγή των αντισωμάτων, είτε ότι το εμβόλιο πυροδοτεί μια ανοσιακή αντίδραση όχι μόνο απέναντι στην πρωτεΐνη-ακίδα του κορονοϊού, αλλά και στα συστατικά του «οχήματος» μεταφοράς της, δηλαδή του τροποποιημένου αδενοϊού των χιμπατζήδων. Για κάποιο άγνωστο λόγο, η πρώτη πλήρης δόση υποτίθεται ότι εμποδίζει αυτή την πλήρη αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος.
Για μια «εύλογη εξήγηση» έκανε λόγο ο ιολόγος Τζέημς Γουίλσον του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, ο οποίος υπήρξε πρωτοπόρος στη χρήση αδενοϊών στα εμβόλια κατά τη δεκαετία του 1990. Η ανοσολόγος Χίλντεγκουντ Ερτλ του Ινστιτούτου Wistar της Φιλαδέλφεια συμφωνεί -με βάση την εμπειρία της από τον εμβολιασμό τρωκτικών με χρήση αδενοϊών- ότι, σε ένα εμβόλιο δύο δόσεων, μια χαμηλή πρώτη δόση μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερη ανοσιακή προστασία από ό,τι μια υψηλότερη πρώτη δόση. Πιθανώς αυτό συμβαίνει, επειδή η μικρή πρώτη δόση οδηγεί πιο γρήγορα στη δημιουργία κυττάρων «μνήμης» μετά τη δεύτερη δόση, ένα αποτέλεσμα που, όπως εκτιμά, μπορεί να επιτευχθεί επίσης αν είναι μεγαλύτερο το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο πλήρεις δόσεις.
Η AstraZeneca σκοπεύει να συλλέξει περισσότερα στοιχεία σχετικά με τη σχέση δόσεων-αποτελεσματικότητας. Οι επιστήμονες θεωρούν πάντως πιθανότερο ότι τελικά η εταιρεία θα ζητήσει άδεια από τις εποπτικές αρχές για το σχήμα με τη χαμηλότερη πρώτη δόση.
«Θα ήταν τρέλα να χρησιμοποιήσει κανείς περισσότερο εμβόλιο από όσο χρειάζεται, για να έχει τελικά μικρότερη αποτελεσματικότητα», ανέφερε η δρ Ίγουερ.
Σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητοι επιστήμονες θεωρούν θετικά στοιχεία για το βρετανικό εμβόλιο ότι κανείς από τους συμμετέχοντες στις δοκιμές που αρρώστησε με κορονοϊό, δεν είχε τη σοβαρή μορφή της Covid-19, ούτε χρειάστηκε νοσηλεία. Επίσης υπάρχουν ενδείξεις πως το εμβόλιο μπορεί να εμποδίζει τους εμβολιασθέντες να μεταδώσουν τον ιό, ακόμη κι αν μολυνθούν ή είναι ασυμπτωματικοί. Σύμφωνα με την Ίγουερ, το εμβόλιο φαίνεται να μπλοκάρει τη μετάδοση του κορονοϊού – κάτι για το οποίο δεν υπάρχουν μέχρι στιγμής ενδείξεις από τα άλλα εμβόλια.
Επίσης, πέρα από το ερωτηματικό για την αποτελεσματικότητα του, το βρετανικό εμβόλιο είναι φθηνότερο και πιο εύχρηστο πρακτικά, αφού παραμένει σταθερό σε θερμοκρασία απλού ψυγείου, χωρίς να χρειάζεται ειδικούς καταψύκτες.
Πηγή: ΑΠΕ