Η σουηδική εποπτική αρχή για θέματα υγείας ανακοίνωσε σήμερα ότι εντόπισε «σοβαρές ελλείψεις» στην περίθαλψη περιστατικών COVID-19 σε φιλοξενούμενους οίκων ευγηρίας όπου χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, αυξάνοντας τις πιέσεις στην ανορθόδοξη στρατηγική της χώρας απέναντι στην πανδημία.
Οι οίκοι ευγηρίας επλήγησαν σφοδρά από το αρχικό κύμα του κορωνοϊού, με τον πρωθυπουργό Στέφαν Λέβεν να παραδέχεται τον Μάιο ότι η χώρα απέτυχε να προστατεύσει τους μεγαλύτερους σε ηλικία πολίτες της.
Γνωστή για την απόρριψη της πολιτικής των lockdowns και της χρήσης μασκών, η Σουηδία υπέστη πολλές φορές μεγαλύτερα κατά κεφαλήν ποσοστά θανάτων λόγω της COVID-19 συγκριτικά με τις γειτονικές της χώρας –αν και λιγότερους σε σχέση με χώρες όπως η Ισπανία– μια αποτυχία που οι αρχές εν μέρει απέδωσαν στους ανεπαρκείς ελέγχους και τη φροντίδα στα γηροκομεία.
Η Επιθεώρηση Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας (IVO), ένας κυβερνητικός φορέας που επιθεωρεί τις υγειονομικές και κοινωνικές υπηρεσίες, διενήργησε επί μήνες έρευνες σε γηροκομεία ύστερα από πληθώρα καταγγελιών από συγγενείς και προσωπικό.
«Στην έρευνά της, η IVO εντόπισε σοβαρές ελλείψεις σε περιφερειακό επίπεδο σε ό,τι αφορά τη φροντίδα που παρέχεται σε όσους ζουν σε γηροκομεία», δήλωσε η Σοφία Βάλστρομ, γενική διευθύντρια της υπηρεσίας, σε συνέντευξη Τύπου.
Η υπηρεσία ανέφερε ότι καμία από τις 21 περιφέρειες της Σουηδίας δεν είχε αναλάβει επαρκώς την ευθύνη για τη φροντίδα των προσβεβλημένων από κορωνοϊό φιλοξενούμενων σε γηροκομεία, με το ένα πέμπτο των ασθενών να μην έχει λάβει μεμονωμένη αξιολόγηση από γιατρούς.
Η έρευνα δεν στοχοποίησε μεμονωμένες μονάδες ή υπαλλήλους.
Ύστερα από θερινή παύση, τα περιστατικά αυξήθηκαν και πάλι στις μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων κατά το δεύτερο κύμα της πανδημίας, εντείνοντας τους φόβους για μια επανάληψη της θανατηφόρας περιόδου της άνοιξης. Οι τρόφιμοι σε γηροκομεία αντιστοιχούν σχεδόν στο ήμισυ των 6.400 και πλέον θανάτων μεταξύ των ασθενών με COVID-19.
Η IVO κάλεσε τις τοπικές αρχές να εκπονήσουν μέτρα για τη βελτίωση της φροντίδας και να τα παρουσιάσουν έως τις 15 Ιανουαρίου του επόμενου έτους ενώ είπε ότι θα προχωρήσει σε περαιτέρω εξέταση του ιστορικού των ασθενών.
«Το ελάχιστο επίπεδο (φροντίδας) είναι απλά πολύ χαμηλό», δήλωσε η Βάλστρομ. «Ακόμα και κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας».