Κρίσιμη θεωρείται η εβδομάδα που διανύουμε για τις αποφάσεις που θα λάβει η κυβέρνηση για την άρση των περιοριστικών μέτρων. Οι εξελίξεις με τον αριθμό των κρουσμάτων, των νοσηλευομένων αλλά όσων βρίσκονται στις ΜΕΘ, θα είναι τρεις από τους παράγοντες που θα κρίνουν πότε θα αρχίσει να επιστρέφει η ζωή μας στην κανονικότητα.
Ο πρωθυπουργός, Κυριακός Μητσοτάκης ο οποίος έχει καθημερινές συσκέψεις με τους λοιμωξιολόγους, αναμένει τις εισηγήσεις τους τόσο για σχολεία, όσο και για το λιανεμπόριο και την εστίαση, με τους σχεδιασμούς και τις προτάσεις να αλλάζουν από μέρα σε μέρα με βάση τα επιδημιολογικά δεδομένα.
Η παράταση του lockdown για την αντιμετώπιση του κοροναϊού λήγει τυπικά την ερχόμενη Δευτέρα, 7 Δεκεμβρίου, και έτσι μέχρι την Παρασκευή αναμένεται να ξεκαθαρίσει το τοπίο για τη σταδιακή άρση του. Η ειδική επιτροπή των λοιμωξιολόγων θα αναλύσει τα τελευταία επιδημιολογικά δεδομένα και μαζί με την κυβέρνηση θα ληφθούν οι τελικές αποφάσεις.
Ο πρωθυπουργός κατά την χθεσινή ομιλία του στο υπουργικό συμβούλιο, έδειξε σε νέα παράταση των περιοριστικών μέτρων. Ο κ. Μητσοτάκης τόνισε προς όλες τις κατευθύνσεις ότι θα πρέπει να σταματήσουν να μιλούν με ημερομηνίες και να εξετάζουν μόνο τα πραγματικά επιστημονικά δεδομένα: «Μην έχουμε καμία αμφιβολία ότι έχουμε ακόμα μπροστά μας κάποιες δύσκολες μέρες και καθώς σε λίγο θα αρχίσει και η συζήτηση για τον τρόπο με τον οποίο θα βγούμε από τους αυστηρούς περιορισμούς, θέλω να τονίσω για ακόμα μία φορά ότι δεν πρέπει να μιλάμε με ημερομηνίες, πρέπει να μιλάμε με δεδομένα».
Στη συνέχεια έγινε πιο αποκαλυπτικός τονίζοντας: «Στις αποφάσεις που θα πρέπει να πάρουμε, λαμβάνοντας υπόψη τις εισηγήσεις των ειδικών, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Ο δρόμος μας ίσως να φανεί πιο αργός, αλλά θα είναι πιο σίγουρος και πιο ασφαλής. Και κυρίως πρέπει να είναι ένας δρόμος χωρίς πισωγυρίσματα».
«Είναι εμφανές ότι τα κρούσματα υποχώρησαν -παρότι τα μέτρα του lockdown δεν τηρήθηκαν από όλους. Πλέον όμως ο δείκτης μετάδοσης Rt έχει πέσει κάτω από 1, ενώ έχει μειωθεί το ποσοστό θετικότητας, στο 9,18%» είπε η καθηγήτρια Παιδιατρικής και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τον κοροναϊό, Βάνα Παπαευαγγέλου.
Με το βλέμμα της κοινωνίας στραμμένο στις γιορτές, η κ. Παπαευαγγέλου προσδιόρισε ως τους παράγοντες που θα κρίνουν το χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν αφενός την μεγάλη διασπορά στην κοινότητα πανελλαδικά και αφετέρου την πίεση των ΜΕΘ, περιγράφοντας ως ιδεατή την σταδιακή άρση των μέτρων, σε συνδυασμό με «μια αλλαγή στη συμπεριφορά μας».
Από την πλευρά του, ο επίκουρος καθηγητής Επιδημιολογίας, Γκίκας Μαγιορκίνης υπογράμμισε ότι ο ρυθμός αναπαραγωγής της λοίμωξης, όπως αποτυπώνεται στον δείκτη Rt δεν αντικατοπτρίζει το επιδημιολογικό φορτίο, καθώς σε αντίθεση με τον δείκτη που υποχωρεί, το επιδημιολογικό φορτίο είναι υψηλό και παραπέμπει σε εκείνο που ήταν στις αρχές Νοεμβρίου. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε χαλάρωση στη συμπεριφορά των πολιτών θα πυροδοτήσει αμέσως την αναπαραγωγή της λοίμωξης.
Εξίσου επιφυλακτικοί ως προς την επιστροφή στους συνήθεις ρυθμούς της ζωής εμφανίζονται οι περισσότεροι από τους επιστήμονες, καθώς μόνο μια εβδομάδα υπολείπεται από την ολοκλήρωση της παράτασης της καραντίνας και χωρίς να έχει επιτευχθεί ο στόχος του διπλάσιου αριθμού νέων κρουσμάτων. Υπό αυτό το πρίσμα, «δεν υπάρχει περίπτωση να ανοίξουμε 7 Δεκέμβρη» δήλωσε χθες η Ματίνα Παγώνη, Αντιπρόεδρος των νοσοκομειακών γιατρών Αθήνας-Πειραιά, καθώς τόσο ο αριθμός των κρουσμάτων, όσο και των νοσηλευόμενων παραμένει υψηλός, οδηγώντας σε νέα αύξηση των διασωληνώσεων τις επόμενες 10 ημέρες.
Ερωτηματικό παραμένει, εξάλλου, τι θα συμβεί με τα σχολεία και τούτο δεν αφορά μόνο το πότε, αλλά και το πώς θ’ ανοίξουν, διότι στο τραπέζι υπάρχει πάντα το σενάριο ανοίγματος μόνο των δημοτικών και των νηπιαγωγείων.
Μοναδικό θετικό στοιχείο αποτελεί η νέα μείωση των κρουσμάτων χθες και η διαπίστωση των ειδικών ότι ο δείκτης μεταδοτικότητας (Rt) έχει μειωθεί μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα σε επίπεδα κάτω από τη μονάδα. Οι διασωληνωμένοι στις ΜΕΘ παραμένουν σε υψηλά επίπεδα – περίπου 600 – ενώ η πίεση στο σύστημα υγείας σε επιβαρυμένες επιδημιολογικά περιοχές, όπως η Βόρεια Ελλάδα και η Θεσσαλία, εξακολουθεί να βρίσκεται στο «κόκκινο».