Το νέο lockdown λόγω της πανδημίας του κοροναϊού αναμένεται να οδηγήσει σε επιδείνωση της οικονομικής δραστηριότητας το τέταρτο τρίμηνο, τόνισε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, σε ομιλία του στην εκδήλωση του Ελληνοαμερικανικού Επιμελητηρίου “Ελληνική οικονομία : Εξελίξεις, Προκλήσεις και Ευκαιρίες από την κρίση της Πανδημίας” στο Greek Economic Summit : Forging Ahead in Challenging Times.
Ο κεντρικός τραπεζίτης τόνισε ότι δεδομένης της αυξημένης αβεβαιότητας, η διεξαγωγή προβλέψεων είναι εξαιρετικά δυσχερής και εξαρτάται αποκλειστικά από την πορεία της πανδημίας. Για παράδειγμα, σημείωσε, τα γενικευμένα περιοριστικά μέτρα που ενεργοποιήθηκαν στις 7 Νοεμβρίου για μια περίοδο τριών εβδομάδων εξακολουθούν να παραμένουν εν ισχύ επηρεάζοντας περισσότερο του αναμενομένου την οικονομία. Η εξέλιξη αυτή αναμένεται να οδηγήσει σε νέα υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας το δ’ τρίμηνο του έτους και κατ’ επέκταση σε ακόμα μεγαλύτερη ύφεση για όλο το 2020, σε σχέση με αυτή που καταγράφηκε το α’ εξάμηνο του έτους (-7,9%).
Αντίθετα, η ταχύτερη διάθεση του εμβολίου κατά του κορωνοϊού στο ευρύ κοινό θα περιορίσει σημαντικά την αβεβαιότητα και θα επιταχύνει την ανάκαμψη το 2021.
Επίσης, η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του νέου μέσου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της ΕΕ (Next Generation EU – NGEU) θα ενισχύσει τις αναπτυξιακές προοπτικές τις ελληνικής οικονομίας, επιχορηγώντας κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, επενδύσεις στους τομείς της λεγόμενης ‘πράσινης’ ανάπτυξης και της ψηφιακής τεχνολογίας.
Οπως είπε ο κ. Στουρνάρας, παρά την αυξημένη αβεβαιότητα και τους κινδύνους σχετικά με τη μελλοντική πορεία της οικονομίας, η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους δεν απειλείται, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, λόγω κυρίως της μακράς διάρκειας των αποπληρωμών των δόσεων του χρέους, της σύνθεσής του που αποτελείται κατά 81% από δάνεια του επίσημου τομέα, κυρίως όμως λόγω των ευνοϊκών όρων αποπληρωμών στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που έχουν ήδη αποφασιστεί.
Ευκαιρία οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης
Ο κεντρικός τραπεζίτης σημείωσε ότι η πανδημία του κορωνοϊού αναμένεται να επιδεινώσει σημαντικά κάποια από τα προβλήματα που κληροδότησε στην Ελλάδα η κρίση χρέους της δεκαετίας του 2010, όπως το υψηλό δημόσιο χρέος, το υψηλό ποσοστό ανεργίας, το μεγάλο απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων και το επενδυτικό κενό.
Τα προβλήματα αυτά προστίθενται στις διαρθρωτικού τύπου προκλήσεις που αντιμετώπιζε ήδη η ελληνική οικονομία πριν από την πανδημία του κορωνοϊού και οι οποίες περιορίζουν τις μακροπρόθεσμες προοπτικές της: τη χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, το υψηλό επίπεδο φοροδιαφυγής, τον αργό ψηφιακό μετασχηματισμό, τη φυγή ανθρώπινου δυναμικού υψηλής εξειδίκευσης στο εξωτερικό, την κλιματική αλλαγή και το κόστος μετάβασης σε πιο καθαρές μορφές ενέργειας, τη μεταναστευτική-προσφυγική κρίση και την προβλεπόμενη δημογραφική επιδείνωση λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.
Η Ελλάδα αναμένεται να εισπράξει 32 δισεκ. ευρώ από το νέο μέσο ανάκαμψης (NGEU) την περίοδο 2021-2026, εκ των οποίων 19,3 δισεκ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 12,7 δισεκ. ευρώ σε εξαιρετικά χαμηλότοκα δάνεια (σε σταθερές τιμές του 2018). Οι πόροι αυτοί για την Ελλάδα ανέρχονται σε 4,26% του συνολικού ποσού, δηλαδή σε ποσοστό υπερδιπλάσιο από την ‘κλείδα’ της Ελλάδας που χρησιμοποιείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις αγορές Ελληνικών κρατικών ομολόγων. Οι διαθέσιμοι πόροι του NGEU αποτελούν μια πολύ μεγάλη ευκαιρία καθώς μπορούν να χρηματοδοτήσουν τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο εξωστρεφές πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης μέσω της επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων, της βελτίωσης των υποδομών, του ψηφιακού μετασχηματισμού του κράτους και της οικονομίας, της επίτευξης βασικών περιβαλλοντικών προτεραιοτήτων και της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, η πλήρης, έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των κονδυλίων του NGEU θα συμβάλει σε αύξηση του επιπέδου του πραγματικού ΑΕΠ πάνω από 2,0% κατά μέσο όρο ετησίως την περίοδο 2021-2026, και θα οδηγήσει σε αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών της παραγωγής και υψηλότερη δυνητική ανάπτυξη για όλη την επόμενη δεκαετία. Μέσος ετήσιος ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης την επόμενη δεκαετία της τάξης του 3,5% για την Ελλάδα δεν είναι ουτοπικός, ιδιαιτέρως αν ληφθεί υπόψη ότι το σύνολο των πόρων που θα εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία την επόμενη επταετία από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ και το Νέο Μέσο Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας, NGEU ανέρχονται σε 72 δις ευρώ περίπου, σημείωσε ο κ. Στουρνάρας.