“Τί θα γίνει, για παράδειγμα, με τα νερά της βροχής που θα πέφτουν σε μια τεράστια επίπεδη υδατοστεγή επιφάνεια, καθώς θα έχουν μειωθεί σημαντικά οι εκτεθειμένες επιφάνειες του βράχου και τα καρστικά κενά που «καταπίνουν» τα νερά για να καταλήξουν στις υπώρειες;” αναρωτιόταν σε ανοιχτή επιστολή του, στις 3 Νοεμβρίου ο ο Δρ. Τάσος Τανούλας, αρχιτέκτονας, μέλος της Επιτροπή Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως (ΕΣΜΑ) και της Υπηρεσίας Συντηρήσεως Μνημείων Ακροπόλεως (ΥΣΜΑ) από το 1977 έως το 2010.
Ολόκληρη η ανοιχτή επιστολή του κ. Τανούλα:
«Μετά τον αντίκτυπο των φωτογραφιών από το έργο διάστρωσης νέων επιφανειών για την διακίνηση των επισκεπτών στην Ακρόπολη, οφείλω να διατυπώσω τις απόψεις μου επί του θέματος. Το καθήκον αυτό μου επιβάλλεται από το γεγονός ότι από τις 2 Ιανουαρίου 1977 εργάστηκα ως βοηθός του Γιάννη Τραυλού, για το έργο που του είχε ανατεθεί από την Επιτροπή Συντηρήσεως των Μνημείων Ακροπόλεως, εν όψει των αναστηλωτικών έργων που προγραμματίζονταν. Το έργο αυτό ήταν η μελέτη και εφαρμογή διατάξεων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων διακίνησης των επισκεπτών στην Ακρόπολη, την απρόσκοπτη διακίνησή τους σε ορισμένες περιοχές του αρχαιολογικού χώρου, την προστασία του βράχου και των αρχαίων στις περιοχές αυτές και, παράλληλα, την απρόσκοπτη και ασφαλή λειτουργία των εργοταξίων.
Υπό την διεύθυνση του Τραυλού, διεξήγα την επιστημονική τεκμηρίωση, μελέτη και επίβλεψη των εργασιών στην Ακρόπολη. Τα διάσπαρτα μάρμαρα που καταλάμβαναν τον βασικό άξονα της Παναθηναϊκής οδού από τα Προπύλαια έως την βορειοανατολική γωνία του Παρθενώνα αποτυπώθηκαν στις θέσεις τους και, στην συνέχεια, μετακινήθηκαν για την απελευθέρωση του βράχου ο οποίος αποτυπώθηκε λεπτομερώς. Κατά την μετακίνηση αυτή κάθε ένα από τα μάρμαρα φωτογραφήθηκε, σχεδιάστηκε, μετρήθηκε και ταυτίστηκε. Απέκτησε έτσι ένα δελτίο ταυτότητας με αύξοντα αριθμό, εγκαινιάζοντας το Αρχείο Διασπάρτων (ΑΑΔ) της Ακροπόλεως, στο οποίο σήμερα έχουν καταχωρηθεί περίπου 24.000 κομμάτια.
Στον Τραυλό οφείλεται η σύλληψη του όλου εγχειρήματος με σταθερό κριτήριο την αισθητική προσαρμογή στο περιβάλλον έδαφος αλλά και την δυνατότητα εύκολης και πλήρους αφαίρεσης της κατασκευής. Οι φυσικές κοιλότητες του βράχου γεμίστηκαν με αμμοχάλικο, η τελική διάστρωση έγινε λεπτή, χωρίς οπλισμό, με κονίαμα που περιείχε αδρανή διαφόρων μεγεθών, τσιμέντο και άφθονο ασβέστη, που θα εξασφάλιζε, στο μέλλον, την εύκολη θραύση και αφαίρεση του υλικού. Όσο η επιφάνεια ήταν ακόμη νωπή, προστέθηκαν αδρανή που προσέδωσαν στην τελική επιφάνεια χρώμα συμβατό με τον βράχο και υφή συγγενή με τις επιχώσεις. Η τελική επίστρωση εξείχε ελάχιστα από τον παρακείμενο βράχο και τις επιχώσεις, ενώ το περίγραμμά της προσαρμοζόταν στις υψομετρικές διαφοροποιήσεις του γειτονικού βράχου. Μεγάλα τμήματα της επιφάνειας του αρχαίου δρόμου με τα παλαιά ίχνη των αλλεπάλληλων λαξεύσεων για την μείωση της ολισθηρότητας του βράχου παρέμειναν εμφανή ως μέρος του μνημειακού συνόλου της Ακρόπολης αποδεικνύοντας, έτσι, ότι το μεγαλύτερο μέρος του βράχου ήταν ακάλυπτο από κονιάματα στην Αρχαιότητα.
Στα σαράντα χρόνια της εργασίας μου σε καθημερινή βάση στην Ακρόπολη (1976-2016) οι πρώτες διαστρώσεις που έγιναν, αλλά και άλλες επεμβάσεις που μελέτησα και επέβλεψα με ανάθεση της Επιτροπής Ακροπόλεως, από το 1984 έως το 2000, για την βελτίωση της διακίνησης των επισκεπτών στο εσωτερικό της Ακρόπολης, στην κεντρική διάβαση των Προπυλαίων και στην δυτική πρόσβαση, λειτούργησαν αποτελεσματικά μολονότι πραγματοποιήθηκαν στο ίδιο πνεύμα της ελάχιστης, κατά το δυνατόν, υλικής και αισθητικής παρέμβασης στο περιβάλλον.
Όταν το 2004 κατασκευάστηκε ο ανελκυστήρας για την διευκόλυνση των ΑΜΕΑ που συμμετείχαν στους παρολυμπιακούς αγώνες, απαιτήθηκαν μικρές περιστασιακές προσαρμογές στο ίδιο πάντα πνεύμα με τις οποίες, όμως, δεν είχα σχέση.
Οι διαστρώσεις που πραγματοποιούνται σήμερα στην Ακρόπολη δεν έχουν τίποτε κοινό με την επέμβαση που συνέλαβε και παρέδωσε ο Τραυλός. Κατ’ αρχήν, η νέα εγκατάσταση είναι από σκυρόδεμα οπλισμένο με μεταλλικό πλέγμα, η αφαίρεση του οποίου στο μέλλον θα επιβάλει την χρήση μηχανικών μέσων και, στην πράξη, θα προκληθεί τραυματισμός του βράχου. Ήδη, στην επιφάνεια του βράχου στα δυτικά του Παρθενώνα, παρατηρούνται εκδορές και θραύσεις που προκλήθηκαν από την πρόσφατη αφαίρεση της ογκώδους θεμελίωσης του γερανού που είχε στηθεί στην θέση αυτή.
Η έκταση και ο όγκος της κατασκευής είναι ασύγκριτα μεγαλύτερα, η δε γεωμετρική διαμόρφωση με ευθειογενή περιγράμματα και καθαρές πρισματικές ακμές είναι απολύτως ξένη με το περιβάλλον του αρχαιολογικού χώρου και των μνημείων. Καλύπτεται όλη η επιφάνεια του αρχαίου δρόμου, και τα όρια της νέας κατασκευής περιβάλλουν ασφυκτικά το περίγραμμα λαξευμάτων από μνημεία της αρχαιότητας.
Οι εισηγητές και υποστηρικτές της νέας παρέμβασης υπερβάλλουν, πιστεύω, όταν περιγράφουν τα οφέλη από την νέα κατασκευή και τις ιδιότητές τους. Αντιθέτως, υποτιμούν τα αρνητικά στοιχεία, που δεν θα είναι μόνον τα αισθητικά χαρακτηριστικά που τραυματίζουν τους «ρομαντικούς ιδεαλιστές», καθώς καλύπτεται με ένα «ράστερ» το παλίμψηστο του βράχου της Ακρόπολης, που είναι μνημείο αυτό καθαυτό, αφήνοντας τα τέσσερα ιστάμενα μνημεία σε μια ασφυκτική μοναξιά και, παράλληλα, καταργούν την πρόσβαση στον συνδετικό ιστό ανάμεσα στα λείψανα των μνημείων από τα οποία σώζονται κυρίως οι θεμελιώσεις (Βραυρώνειο, Χαλκοθήκη, Αρχαίος Ναός κτλ). Τα μνημεία χάνουν το ζωτικό τους περιβάλλον που επιτρέπει τόσο στους ειδικούς όσο και στους απλούς επισκέπτες να αντιλαμβάνονται τον αρχαιολογικό χώρο ως ενότητα. Θα υπάρξουν, φοβούμαι, και πρακτικά προβλήματα που θα προστεθούν στα προαναφερθέντα, δηλαδή τα σχετικά με την ύπαρξη οπλισμού στο σκυρόδεμα. Τί θα γίνει, για παράδειγμα, με τα νερά της βροχής που θα πέφτουν σε μια τεράστια επίπεδη υδατοστεγή επιφάνεια, καθώς θα έχουν μειωθεί σημαντικά οι εκτεθειμένες επιφάνειες του βράχου και τα καρστικά κενά που«καταπίνουν» τα νερά για να καταλήξουν στις υπώρειες; Τι θα γίνει με την αντηλιά και την θερμοσυσσώρευση στις νέες κατασκευές;
Η λύση των προβλημάτων από την αυξανόμενη επισκεψιμότητα της Ακρόπολης δεν είναι ο συνεχώς μεγαλύτερος συνωστισμός νέων υλικών κατασκευών. Έχω καταθέσει από το 1997 στην ΕΣΜΑ την άποψή μου, ότι η μόνη υγιής και εφικτή λύση είναι ο έλεγχος της ροής των επισκεπτών: οι επισκέπτες να μην συνωστίζονται μόνο στις τέσσερεις ή πέντε ώρες αιχμής από τις εννιά το πρωΐ έως το μεσημέρι, αλλά να κατανέμονται μέσα στην διάρκεια της ημέρας. Αυτό θα απαιτούσε την οργάνωση ενός μικρού γραφείου που θα οργάνωνε την επίσκεψη σε προκαθορισμένο χρόνο, δηλαδή με ραντεβού. Παράλληλα θα μπορούσε να μελετηθεί η οργάνωση του αρχαιολογικού χώρου με επιλεγμένες διαδρομές και στάσεις, συνοδευόμενες με κατάλληλη σήμανση, καθώς και μια υποδομή για την εποικοδομητική ενημέρωση των επισκεπτών. Μια τέτοια λύση θα διασφάλιζε τα μνημεία και θα βελτίωνε την εμπειρία των επισκεπτών, συμπεριλαμβανομένων και των ΑΜΕΑ, από την μοναδική αυτή κληρονομιά της ανθρωπότητας».