Σε συμφωνία, μετά από πολύωρες διαπραγματεύσεις, κατέληξαν οι ηγέτες των 27 κρατών-μελών της Ε.Ε. για τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου αναφορικά με την Τουρκία. Το τελικό κείμενο, παρότι βελτιωμένο σε σχέση με το αρχικό προσχέδιο, απέχει σημαντικά από τη στιβαρή απάντηση που επιθυμούσε η Αθήνα.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Eπί της ουσίας πρόκειται για μια ακόμα υπαναχώρηση της ΕΕ έναντι των συνεχιζόμενων τουρκικών προκλήσεων στην ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο και μία αρνητική εξέλιξη για τις ελληνικές θέσεις. Το γεγονός ότι ο Ταγίπ Ερντογάν υποδέχθηκε σχεδόν ειρωνικά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου επιβεβαιώνει την αποτυχία της Συνόδου Κορυφής.
Στην τελική τους μορφή, όπως προέκυψε λίγο πριν τη 1 τα ξημερώματα τοπική ώρα, τα συμπεράσματα ζητούν την επιβολή επιπρόσθετων κυρώσεων για τις «μη εγκεκριμένες δραστηριότητες γεωτρήσεων της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο» (το σημείο αφορά τις γεωτρήσεις στην κυπριακή ΑΟΖ). Επιπλέον, ο Ύπατος Εκπρόσωπος της Ε.Ε. για την Εξωτερική Πολιτική Ζοσέπ Μπορέλ καλείται να συμπεριλάβει στην έκθεση αποτίμησης των ευρωτουρκικών σχέσεων που θα καταθέσει στους προσεχείς μήνες την εκτίμησή του για τη δυνατότητα «επέκτασης της εμβέλειας» των κυρώσεων αυτών (ενδεχομένως ώστε να συμπεριλάβουν τη δραστηριότητα του Oruç Reis), καθώς και «άλλες επιλογές και εργαλεία». Η προθεσμία που δίνεται για την αξιολόγηση της έκθεσης Μπορέλ είναι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του προσεχούς Μαρτίου «το αργότερο».
Η αναφορά σε “επιλογές και εργαλεία” ίσως αποδειχθεί επικίνδυνη εξέλιξη, καθώς ενόψει Μαρτίου η εντολή στον Ζοζέπ Μπορέλ δεν αφορά την υποβολή σχεδίου μέτρων ή κυρώσεων αλλά κάτι ασαφές. Οι κυρώσεις αφορούν μόνο τις “παράνομες γεωτρήσεις” της Τουρκίας στην Κυπριακή ΑΟΖ αλλά όχι σε έρευνες εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, πράγμα που σημαίνει πως εάν η Άγκυρα κλιμακώσει την προκλητικότητά της τους επόμενους μήνες με έρευνες δυτικά του 28ου μεσημβρινού, για την ΕΕ κάτι τέτοιο δεν θα συνιστά λόγο για κυρώσεις.
Ανησυχία προκαλεί επιπλέον το γεγονός πως η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται να αποδέχεται την πραγματοποίηση Διάσκεψης για την Ανατολική Μεσόγειο, σχέδιο που προωθεί επιμόνως ο Σαρλ Μισέλ (κατ΄ εντολή της Άγκελα Μέρκελ) και έχει αποδεχθεί ο Ταγίπ Ερντογάν. Μια διάσκεψη χωρίς εγγυήσεις και όρους που ενδεχομένως να επιτρέψει στην Τουρκία να βάλει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων θέματα τα οποία δεν επιθυμεί η Ελλάδα. ‘Αλλωστε, η Τουρκία έχει θέσει επανειλημμένως το ζήτημα ενός διαλόγου “χωρίς προϋποθέσεις” και μια τέτοια διάσκεψη θα ήταν, γι αυτήν, το καλύτερο δυνατό πλαίσιο. Η Αθήνα δεν φαίνεται να έχει υπολογίσει τι θα συμβεί εάν η νέα προδρία Μπάϊντεν αποδεχθεί και υιοθετήσει ένα τέτοιο πλαίσιο διαλόγου. Θα το δεχθεί και θα συρθεί σε μία πιθανή διπλωματική “παγίδα”, ή θα το απορρίψει την τελευταία στιγμή και θα εκτεθεί ωσάν εκείνη να απορρίπτει τον διάλογο;
Για την ΕΕ και προσωπικά για την Άγκελα Μέρκελ η μετάθεση οιασδήποτε συζήτησης για μέτρα κατά της Τουρκίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Μαρτίου (το οποίο, ας σημειωθεί, είναι προγραμματισμένο για τις 25-26 Μαρτίου, όταν στην Ελλάδα θα γιορτάζουμε την εθνική επέτειο αποτίναξης του τουρκικού ζυγού και θα εκκινούν οι εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821!!!) ισοδυναμεί με ομολογία αποτυχίας. Η προεδρία Μπάϊντεν γίνεται, πλέον, καθοριστικός παράγοντας και η Ευρώπη θέτει εαυτόν υπό μια αμερικανική πρωτοβουλία για την περιοχή.
Αξίζει, επίσης, να ειπωθεί πως στη Σύνοδο Κορυφής δεν λειτούργησε το περίφημο “γαλλικό κλειδί”. Ο Εμανουέλ Μακρόν τάχθηκε βεβαίως υπέρ μιας πιο στιβαρής στάσης, όπως ζήτησε η Ελλάδα, όμως, δεν έπραξε το παραμικρό για να πιέσει και να μεταβάλλει τη στάση του Βερολίνου. Ουσιαστικά δεν στάθηκε εφικτό να υπάρξει μια απόφαση για άμεση εφαρμογή κυρώσεων κατά νομικών και φυσικών προσώπων για τις παράνομες έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Το γεγονός ότι η Αθήνα έχει εμμέσως πλην σαφώς αμφισβητήσει την κυριαρχία της στη ζώνη μεταξύ 6 και 12 ναυτικών μιλίων διευκολύνει τους Ευρωπαίους να θεωρούν τις έρευνες του Όρουτς Ρέϊς ενέργεια χαμηλής κλίμακας και όχι προκλητική πράξη όπως οι γεωτρήσεις.
Κατόπιν τούτων το 2021 θα είναι, ως φαίνεται, μια εξαιρετικά κρίσιμη χρονιά για τα ελληνοτουρκικά και η επόμενη Σύνοδος Κορυφής αποδεικνύεται ως η “μητέρα των (διπλωματικών) μαχών”. Μέχρι τότε μένει να διαπιστώσουμε δυο πράγματα: πρώτον, ποια μηνύματα θα στείλει η διοίκηση Μπάϊντεν και ο νέος επικεφαλής του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ Άντονι Μπλίνκεν και, δεύτερον, εάν η Τουρκία επιδιώξει να δημιουργήσει νέα “τετελεσμένα” ακόμα και με έρευνες νοτίως της Κρήτης εντός της ελληνικής υφαλοκρηπίδας ή και με αποστολή γεωτρύπανου.
Τα συμπεράσματα της Συνόδου (εδώ)