Οι περισσότεροι άνθρωποι ζούμε σε έναν περιορισμένο κόσμο. Είναι ο χώρος και οι άνθρωποι της δουλειάς μας, ο χώρος και οι άνθρωποι στο σπίτι που ζούμε, οι άνθρωποι και οι χώροι της γειτονιάς ή στα μέρη που κάνουμε τα ψώνια μας, όσους συναντάμε καθημερινά πηγαινο-ερχόμενοι μεταξύ δουλειάς και σπιτιού, και ό,τι βλέπουμε στα ταξίδια που κάνουμε. Όλα τα υπόλοιπα που συμβαίνουν στην πόλη και στην περιοχή που ζούμε ή ακόμα σε ολόκληρη τη χώρα, στις άλλες χώρες, στον κόσμο όλο, τα μαθαίνουμε διαφορετικά. Τα μεν πρώτα τα μαθαίνουμε σε ένα βαθμό από φήμες και σε όλες τις περιπτώσεις τα μαθαίνουμε δια των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Του Γιώργου Πλειού*
Το ακόμα πιο σημαντικό είναι ότι οι αντιδράσεις μας, από το τι θα κάνουμε προσωπικά (τι και αν θα αγοράσουμε, αν και ποιόν θα ψηφίσουμε, τι θα κάνουμε για τον εαυτό μας ή για τους γύρω μας κοκ), εξαρτάται ακριβώς από τα γεγονότα για τα οποία μαθαίνουμε και κυρίως από το πώς μας τα παρουσιάζουν τα ΜΜΕ. Η πανδημία δεν εξαιρείται από αυτόν τον κανόνα, αλλά αντίθετα την αφορά περισσότερο αυτός ο κανόνας. Πρώτον επειδή η πληροφόρησή μας από τα ΜΜΕ σε συνθήκες πανδημίας αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία επειδή λόγω του εγκλεισμού οι άνθρωποι αφιέρωναν περισσότερο χρόνο στην τηλεόραση και το διαδίκτυο, όπως προκύπτει από έρευνες στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Δεύτερο, και κυριότερο επειδή αφορά ένα επιστημονικό ζήτημα για το οποίο όσοι δεν είμαστε ειδικοί δεν έχουμε τις απαραίτητες γνώσεις. Συνεπώς η επιστημονική πληροφόρηση μας έρχεται είτε από το γιατρό μας είτε από τους ειδικούς μέσω της τηλεόρασης, των εφημερίδων κ.λπ. ή και μέσω του διαδικτύου. Από αυτόν τον κανόνα (αυτο)εξαιρούνται οι θρησκόληπτοι και όσοι πορεύονται με σημαία την άγνοια, τις μεταφυσικές τους πεποιθήσεις, τα ζώδια ή τι προκαταλήψεις τους και νομίζουν ότι με αυτά ως οδηγό μπορούν να αντιμετωπίσουν την αμείλικτη πραγματικότητα.
Είναι λοιπόν ενδιαφέρον να ξέρουμε τι είπαν τα ΜΜΕ στους κατοίκους της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας, κι ίσως αυτό εξηγήσει κάποια πράγματα από αυτά που ακολούθησαν και συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Αυτά που μάθαμε από μια έρευνα των τηλεοπτικών και διαδικτυακών ειδήσεων της περιόδου της πρώτης καραντίνας, συνοπτικά αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύηκαν τον προηγούμενο Ιούλιο, είναι πολλά. Τα κυριότερα όμως μπορούν να συνοψιστούν στα εξής.
Η πληροφόρηση για το πως μεταδίδεται ο ιός, γεγονός που επέβαλε και την καραντίνα, ήταν περιορισμένη. Λιγότερο από το 1/5των ειδήσεων παρείχαν σχετική πληροφόρηση. Ειδικότερα για το φτάρνισμα και τον βήχα, μόνο το ένα στα είκοσι (1/20) δελτία ανέφερε κάτι σχετικό. Ενώ για την συνάθροιση, ιδιαίτερα σε κλειστό χώρο, αν και τα πράγματα ήταν λίγο καλλίτερα, οι ειδήσεις που ανέφεραν κάτι ήταν λιγότερο από το 1/5. Όμως ούτε και για τον αριθμό κρουσμάτων και θανάτων υπήρξε επαρκής πληροφόρηση. Μόνο στο 1/3 των ειδήσεων που μελετήθηκαν υπήρχαν σχετικές αναφορές. Το ίδιο και για τις ομάδες υψηλού κινδύνου, μεταξύ των οποίων οι υπερήλικες. Οκτώ στις 10 ειδήσεις (8/10) δεν έδωσαν προσοχή σε αυτές τις ομάδες.
Είναι όμως ιδιαίτερα σημαντικό ότι σε ένα κρίσιμο ζήτημα όπως τα ατομικά μέσα προστασίας (την περίφημη ατομική ευθύνη που κυβερνητικά και δημοσιογραφικά χείλη διατυμπάνιζαν αργότερα) δόθηκε πολύ μικρή προσοχή. Επτά στα δέκα (7/10) δελτία ειδήσεων δεν έκαναν καμία αναφορά σε αυτά τα μέτρα ατομικής προστασίας (μάσκες, πλύσιμο χεριών, κοινωνική απόσταση κ.λπ.). Ενώ στις οδηγίες των σχετικών οργανισμών όπως ο ΕΟΔΥ και ο ΠΟΥ αναφέρθηκαν μόνο 1 στις 20 περίπου ειδήσεις.
Προκαλεί επίσης εντύπωση ότι αν και οι ειδήσεις που μελετήθηκαν δεν έδιναν προσοχή σε κρίσιμες παραμέτρους της πανδημίας και της αντιμετώπισής της, όπως τα μέτρα ατομικής προστασίας, τα ίδια Μέσα έδωσαν εξαιρετική προσοχή στις ενέργειες της κυβέρνησης και των κρατικών υπηρεσιών. Σχεδόν στα 2/3 των ειδήσεων είναι συστηματικά παρούσα σχετική πληροφόρηση. Είναι η μόνη παράμετρος στην οποία τα ΜΜΕ έδωσαν τόσο μεγάλη προσοχή, αν και αυτή η πληροφόρηση, που στην ουσία είναι προβολή της κυβέρνησης και του κράτους, δεν είναι ιδιαίτερα αξιοποιήσιμη από το κοινό στην αντιμετώπιση του κορονοϊού.
Εξαιρετικά περιορισμένη αναφορά έγινε και στις επιπτώσεις της πανδημίας και της καραντίνας στον τουρισμό και άλλους κλάδους της οικονομίας. Δεν ξεπερνούν το ένα στα δέκα (1/10) τα δελτία που έκαναν αναφορά στο δεύτερο και τρία στα εκατό (3/100) που έκαναν αναφορά στο πρώτο. Στην καραντίνα καταγράφηκε επίσης αύξηση κάποιων κοινωνικών προβλημάτων, όπως ενδοοικογενειακή βία, ο αλκοολισμός, η κατάθλιψη κ.λπ. Κι όμως δεν ξεπέρασαν το ένα στα πέντε (1/5) τα δελτία που το ανέφεραν.
Συνοπτικά λοιπόν, οι κάτοικοι της χώρας βιώσαν μια καραντίνα με ό,τι αυτό συνεπάγεται, χωρίς να έχουν λάβει επαρκή πληροφόρηση για τον λόγο που επιβλήθηκαν τα σκληρά μέτρα ή για τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας. Με δεδομένο αυτό το γεγονός, την εκτεταμένη θρησκοληψία, αλλά και τα παραδείγματα άλλων χωρών που δεν επέβαλαν καραντίνα, αλλά διαφορετικά μέτρα αντιμετώπισης (όπως εξατομικευμένη διαβίωση, τηλεργασία, τηλε-αγορές, μαζικά τεστ, επαρκή υγειονομική κάλυψη κ.ά.), δεν είναι ανεξήγητο που μεγάλος αριθμός συμπολιτών μας υποβάθμισαν τον κίνδυνο. Ως αποτέλεσμα, συγκεντρώνονταν σε εκκλησίες με την προτροπή ιεραρχών και την ανοχή ή κάλυψη κυβερνητικών στελεχών, ή ακόμα περισσότερο, μεταλάμβαναν και εν τέλει συμμερίζονταν (και συμμερίζονται) θεωρίες συνωμοσίας στα λόγια και στην πράξη. Υπολογίζεται ότι στη χώρα μας το ποσοστό εκείνων που συμμερίζονται παρόμοιες θεωρίες συνωμοσίες ή αρνούνται την ύπαρξη του κορονοϊού ανέρχεται στο 25% – 30%. Υπάρχουν δυο κατηγορίες αρνητών. Πρώτον, εκείνοι που το διακηρύσσουν ή αρνούνται να τηρήσουν τα μέτρα, και δεύτερον, κείνοι οι οποίοι τα τηρούν εικονικά. Για παράδειγμα φοράνε τη μάσκα κάτω από τη μύτη, χρησιμοποιούν την ίδια μάσκα άπειρες φορές κοκ.
Ίσως όμως οι χειρότεροι αρνητές του κορονοϊού είναι εκείνοι που χρησιμοποιούν την πανδημία για να επιτύχουν τους πολιτικούς τους στόχους, αφήνοντας ως εκ τούτου σε δεύτερη μοίρα την εξέλιξη της πανδημίας και τις συνέπειές της. Οι χειρότεροι αρνητές είναι εκείνοι που χρησιμοποιούν την επιβολή των μέτρων προστασίας έναντι της πανδημίας ως πρόσχημα, προκειμένου να επιβάλλουν περιορισμό, αν όχι σιωπή, των επικριτικών φωνών, των διαφωνούντων. Και για να το πετύχουν αυτό παραβιάζουν ακόμα και στοιχειώδη συνταγματικά δικαιώματα, επιβάλλοντας ντε φάκτο μια κατάσταση εξαίρεσης – μια εξαιρετικά αρνητική και επικίνδυνη αντιδημοκρατική συνθήκη. Δηλαδή, για να επιβάλουν τα μέτρα προστασίας, παραβιάζουν τα μέτρα προστασίας. Προφανώς σε έναν τέτοιο φαύλο κύκλο το μόνο που δεν προστατεύεται ούτε και επιδιώκεται πρακτικά, είναι η δημόσια υγεία.
*Καθηγητής του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ και Επισκέπτης Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
Δημοσιεύεται στο τεύχος Ιανουαρίου – Μαρτίου 2021, του περιοδικού “Γέρα”