Τίθεται άμεσα σε διαβούλευση το νομοσχέδιο για τις αλλαγές στις πανελλήνιες εξετάσεις και την αστυνόμευση των ΑΕΙ. ● Η βάση εισαγωγής θα καθορίζεται από τον μέσο όρο των επιδόσεων όλων των υποψηφίων σε συνδυασμό με τον συντελεστή που θα ορίζουν τα ίδια τα Πανεπιστήμια. ● Αυτή η βάση σε συνδυασμό με την Τράπεζα Θεμάτων και τις δραστικά λιγότερες επιλογές του υποψηφίου στο μηχανογραφικό πετούν εκτός ΑΕΙ χιλιάδες νέους, στέλνοντάς τους στα… κολέγια.
Xρονιά σημαντικών ανακατατάξεων για όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης αναμένεται να αποτελέσει και το 2021 από τις πρώτες του μέρες, καθώς, σύμφωνα με πληροφορίες, τίθεται άμεσα σε δημόσια διαβούλευση το νομοσχέδιο που αφορά την αστυνόμευση στα Πανεπιστήμια αλλά και τις αλλαγές στις πανελλήνιες εξετάσεις και στο σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ έτοιμα είναι ακόμα δύο νομοσχέδια, τα οποία αναμένεται να έρθουν στη Βουλή για ψήφιση μέσα στο α’ τρίμηνο του νέου χρόνου (νομοσχέδιο για τις δομές υποστήριξης του εκπαιδευτικού έργου και την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών – νομοσχέδιο για την ανώτατη εκπαίδευση).
Δύο κομβικές αλλαγές
Όσον αφορά τις πανελλήνιες εξετάσεις και το σύστημα πρόσβασης προβλέπονται δύο κομβικές αλλαγές που αναμένεται να οδηγήσουν αναπόφευκτα χιλιάδες υποψηφίους εκτός δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
● Η πρώτη αφορά τη θέσπιση ελάχιστης βάσης εισαγωγής στα Τμήματα, η οποία θα καθορίζεται από δύο παράγοντες:
α) από τον μέσο όρο των επιδόσεων όλων των υποψηφίων σε όλα τα μαθήματα κάθε επιστημονικού πεδίου
β) από συντελεστή που θα ορίζει το κάθε Πανεπιστημιακό Τμήμα, λίγο παραπάνω ή λίγο παρακάτω από τον μέσο όρο των υποψηφίων.
● Η δεύτερη αλλαγή αφορά τη συμπλήρωση του μηχανογραφικού δελτίου που θα γίνεται σε δύο φάσεις.
● Στην πρώτη, οι υποψήφιοι των πανελληνίων θα δηλώνουν συγκεκριμένο, περιορισμένο σε σχέση με σήμερα, αριθμό σχολών από ένα μόνο επιστημονικό πεδίο.
● Στη δεύτερη φάση ανακοινώνονται οι επιτυχόντες. Οι υποψήφιοι που δεν κατάφεραν να «πιάσουν» το όριο εισαγωγής θα συμπληρώνουν εκ νέου το μηχανογραφικό με τις σχολές που έμειναν κενές από την πρώτη φάση.
Κι αν η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως επιμένει ότι «με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις δεν επηρεάζεται επ’ ουδενί η προετοιμασία των μαθητών για τις πανελλαδικές εξετάσεις», ήδη μεγάλη ανησυχία και αντιδράσεις έχουν προκαλέσει οι προτάσεις της, τόσο όσον αφορά την ουσία τους όσο και ως προς τη χρονική περίοδο που επέλεξε να προχωρήσει σε αλλαγές, εν μέσω πανδημίας και με κλειστά σχολεία.
Να δώσουμε ένα παράδειγμα για τη λεγόμενη ελάχιστη βάση εισαγωγής. Αν ο μέσος όρος είναι 12, το Πανεπιστημιακό Τμήμα θα μπορεί να ορίσει από το 80% μέχρι και το 120% του 12 ως ελάχιστη βάση εισαγωγής, άρα οι ελάχιστες βάσεις εισαγωγής θα είναι από 9,6 μέχρι και 14,4.
Ο συνδυασμός της λεγόμενης ελάχιστης βάσης εισαγωγής και του νέου τρόπου συμπλήρωσης των μηχανογραφικών είναι φανερό ότι από την πρώτη κιόλας χρονιά θα αφήσει 15.000 – 20.000 κενές θέσεις στα ΑΕΙ.
Οπως επισημαίνει ο καθηγητής και πρόεδρος του Τμήματος Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου, Κωνσταντίνος Παναγιωτάκης, αυτό που αναμένεται να συμβεί είναι πως όσα Τμήματα, για παράδειγμα, εμφανίζουν φετινές βάσεις εισαγωγής κάτω του 6 (το 12% των Πανεπιστημιακών Τμημάτων με τη χαμηλότερη ζήτηση) θα εμφανίσουν κενές θέσεις που σε ορισμένες περιπτώσεις θα ξεπεράσουν ακόμα και το 80% με 90% των θέσεών τους.
Σύμφωνα με τα δεδομένα των πανελλαδικών εξετάσεων του 2020, υπήρχαν 41 Τμήματα που είχαν βάση εισαγωγής λιγότερο από 5.000 μόρια, τα οποία αποτελούν το 8% του συνόλου. Από αυτά μόλις τρία ήταν στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα). Επομένως είναι ξεκάθαρο πως θα πληγούν σημαντικά τα περιφερειακά Πανεπιστήμια που βρίσκονται μακριά από τα αστικά κέντρα.
Πέρα από το νέο λίπασμα στην αρένα του ανταγωνισμού και των φροντιστηρίων, πρόκειται για μια επιχείρηση νομιμοποίησης του εξοστρακισμού των πιο αδύνατων κοινωνικά και σχολικά και για ένα στένεμα των διόδων των Πανεπιστημίων, που «κλείνει το μάτι» στα λεγόμενα κολέγια, στα οποία, μετά την αναγνώριση επαγγελματικής ισοδυναμίας των πτυχίων τους με τα πτυχία των Πανεπιστημίων, προσφέρεται τώρα έτοιμη πελατεία, το «πλεόνασμα» των υποψηφίων που δεν θα εισαχθούν.
Σχέδιο μείωσης των μαθητών στα Γενικά Λύκεια
Ο συνολικός σχεδιασμός του ΥΠΑΙΘ πάει μακρύτερα από τη δραστική μείωση των εισακτέων στα ΑΕΙ. Το υπουργείο Παιδείας «στήνει» μεθοδικά λαιμητόμους για να πετύχει τον σκοπό του, που έρχεται από παλιά και δεν είναι άλλος από την πολυπόθητη μείωση του μαθητικού πληθυσμού των Γενικών Λυκείων.
Η πρώτη μεθόδευση αφορά την παραπέρα συρρίκνωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τη συγχώνευση ή και το κλείσιμο και άλλων τμημάτων Πανεπιστημίων, που πριμοδοτεί και πριμοδοτείται από τη δεύτερη μεθόδευση που αφορά τη μείωση του αριθμού των εισακτέων με εργαλείο-λαιμητόμο τη λεγόμενη ελάχιστη βάση εισαγωγής. Η τρίτη μεθόδευση αφορά την επαναφορά της Τράπεζας Θεμάτων, η οποία με τους «κατάλληλους» ελιγμούς στον βαθμό δυσκολίας των θεμάτων, μπορεί να δημιουργήσει εκατόμβες απορριπτόμενων.
Θυμίζουμε, επίσης, ότι ήδη το ΥΠΑΙΘ με τον ν. 4692/2020 «Αναβάθμιση του Σχολείου και άλλες διατάξεις» έχει αυξήσει τα εξεταζόμενα μαθήματα στις ενδοσχολικές εξετάσεις του Ιουνίου (θα ισχύσει για τους φετινούς μαθητές) και παράλληλα έχει δυσκολέψει τους όρους προαγωγής και απόλυσης των μαθητών.
Οι παραλήπτες του «μηνύματος», που προβάλλεται σαν το τέλος της «εποχής χάριτος», δεν θα περιοριστούν, βεβαίως, στους «αποτυχόντες» της νέας σχολικής χρονιάς. Στήνεται ήδη ένας ολοκληρωμένος και «θωρακισμένος μηχανισμός αναχαίτισης» όσων ετοιμάζονται στο μέλλον να χτυπήσουν τις πόρτες του Λυκείου.
Εάν τα σχέδια του υπουργείου Παιδείας προχωρήσουν απρόσκοπτα, μέσα στην επόμενη πενταετία το Γενικό Λύκειο θα έχει χάσει πάνω από 30.000 μαθητές από τους περίπου 200.000 που φοιτούν σήμερα (χωρίς να περιλαμβάνουμε σε αυτόν τον αριθμό την άλλη μεγάλη απώλεια που έρχεται λόγω της δραματικής μείωσης των γεννήσεων).
Πηγή: Efsyn