Τα χρόνια του Τραμπ δεν έκαναν καλό στην ήπια ισχύ της Αμερικής – στην ικανότητά της δηλαδή να επηρεάζει τις άλλες χώρες μέσω της έλξης και όχι του καταναγκασμού. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μείωση των θετικών συναισθημάτων μετά το 2017 σε πολλές χώρες για την Αμερική, μια μείωση που εντάθηκε λόγω της διαχείρισης της πανδημίας από την κυβέρνηση Τραμπ. Ξεκινήσαμε τη φετινή χρονιά με την εισβολή του πλήθους στο Καπιτώλιο. Οι σύμμαχοί μας έχουν σοκαριστεί. Μπορεί η ήπια ισχύς της Αμερικής να ανακάμψει;
του Joseph S. Nye Jr. (*)
Εχει ξανασυμβεί. Η Αμερική έχει σοβαρά προβλήματα, αλλά έχει και μια ικανότητα για ανθεκτικότητα και μεταρρύθμιση που την έχει σώσει στο παρελθόν. Τη δεκαετία του 1960, οι αμερικανικές πόλεις φλέγονταν από τις διαμαρτυρίες κατά του ρατσισμού και του πολέμου του Βιετνάμ, εκρήξεις βομβών σημειώνονταν σε πανεπιστήμια και κυβερνητικά κτίρια, ενώ δολοφονούνταν ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και ο Ρόμπερτ Κένεντι. Κι όμως, μια δεκαετία αργότερα ψηφιζόταν μια σειρά μεταρρυθμίσεων από το Κονγκρέσο και η Αμερική ανακτούσε την ελκυστικότητά της.
Ακόμη κι όταν τα πλήθη διαδήλωναν κατά του πολέμου στο Βιετνάμ, οι διαδηλωτές τραγουδούσαν το «We Shall overcome» του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, όχι την κομμουνιστική Διεθνή. Η δύναμη της Αμερικής να ελκύει δεν στηριζόταν έτσι στην κυβερνητική πολιτική, αλλά στην κοινωνία των πολιτών και την ικανότητα της χώρας να κάνει αυτοκριτική και να μεταρρυθμίζεται. Θα μπορούσε λοιπόν να μιλήσει κανείς για «μετα-ήπια ισχύ».
Η ήπια ισχύς μιας χώρας προέρχεται βασικά από τρεις πηγές: τον πολιτισμό της, τις πολιτικές της αξίες όπως η δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα και την πολιτική της. Το πώς μια κυβέρνηση συμπεριφέρεται στο εσωτερικό, σε διεθνείς θεσμούς και στην εξωτερική πολιτική καθορίζει το αν αποτελεί παράδειγμα για τους άλλους. Τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου ήταν φρικτά, αλλά η Αμερική μπορεί να τα ξεπεράσει.
Αντίθετα με τη σκληρή ισχύ (όπως οι ένοπλες δυνάμεις), πολλές πλευρές της ήπιας ισχύος είναι ανεξάρτητες από την κυβέρνηση ή ακόμη και από την πολιτική. Οι ταινίες του Χόλιγουντ, για παράδειγμα, που δείχνουν ανεξάρτητες γυναίκες ή διαμαρτυρόμενες μειονότητες, μπορεί να έλκουν πολύ κόσμο. Το ίδιο συμβαίνει με τον ελεύθερο Τύπο ή την ελευθερία της έρευνας στα αμερικανικά πανεπιστήμια. Οι εταιρείες, τα πανεπιστήμια, τα ιδρύματα, οι εκκλησίες και τα κινήματα διαμαρτυρίας αναπτύσσουν τη δική τους ήπια ισχύ που μπορεί να ενισχύσει την άποψη των άλλων για τη χώρα. Οι ειρηνικές διαμαρτυρίες μπορεί να ενισχύσουν την ήπια ισχύ. Το πλήθος στο Καπιτώλιο δεν ήταν βέβαια ειρηνικό, αλλά δεν επιχείρησε πραξικόπημα. Το κέντρο άντεξε, οι θεσμοί λειτούργησαν και η εκλογή του Τζο Μπάιντεν επικυρώθηκε.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η πολιτική πόλωση έχει αυξηθεί. Αλλά στο ομοσπονδιακό σύστημα, οι τοπικοί αξιωματούχοι – Δημοκρατικοί, Ρεπουμπλικανοί η ανεξάρτητοι – έκαναν εξαιρετική δουλειά σε συνθήκες πανδημίας. Οσοι πενθούν πρόωρα για την αμερικανική δημοκρατία είναι χρήσιμο να θυμούνται ότι η προσέλευση των ψηφοφόρων στις εκλογές του 2020 ήταν πρωτοφανής. Και ότι οι ψηφοφόροι αυτοί έδιωξαν από την εξουσία έναν δημαγωγό.
Αυτό δεν σημαίνει ότι όλα είναι καλά με την αμερικανική δημοκρατία. Ο Τραμπ διέβρωσε πολλούς δημοκρατικούς κανόνες, οι οποίοι πρέπει να αποκατασταθούν. Η πόλωση συνεχίζεται και ένα μεγάλο μέρος της εκλογικής βάσης του Τραμπ πιστεύει τα ψέματά του. Τα επιχειρηματικά μοντέλα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης εξακολουθούν να βασίζονται σε αλγόριθμους που ευνοούν τον εξτρεμισμό.
Η 6η Ιανουαρίου του 2021 μπορεί όμως να μείνει στην ιστορία ως ένα σημείο καμπής που έπεισε ορισμένους πολιτικούς να αναλάβουν επιτέλους τις ευθύνες τους. Αν ο Τζο Μπάιντεν καταφέρει να δαμάσει την πανδημία, να αναβιώσει την οικονομία και να ηγηθεί ενός πολιτικού κέντρου που θα μειώσει την πόλωση, τότε αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι το τέλος και όχι η αρχή μιας επικίνδυνης πολιτικής περιόδου.
(*) Ο Τζόζεφ Νάι Τζούνιορ είναι πρώην πρύτανης του Harvard Kennedy School of Government
(Πηγή: The National Interest)