Θεμελιώδες στη Δημοκρατία. Οι κυβερνήσεις εκλέγονται από τον λαό και στον (κυρίαρχο) λαό απολογούνται. Όχι μόνο την ώρα της κάλπης αλλά και καθημερινά για κάθε τι που διαταράσσει την σχέση των κυβερνώντων με τους πολίτες. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης ελέγχουν τις κυβερνήσεις δια της κοινοβουλευτικής διαδικασίας και στη δημόσια σφαίρα δρώντας επί της ουσίας ως εντολείς των πολιτών.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Στην εκκωφαντική πρόκληση της Ικαρίας, όπως έχει συμβεί και σε πλείστες άλλες περιπτώσεις, η πρώτη αντίδραση προήλθε από την δημόσια σκηνή- εν προκειμένω από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καθώς τα συμβατικά ΜΜΕ “καθυστέρησαν” να αντιληφθούν τις διαστάσεις του θέματος, είτε λόγω αργών αντανακλαστικών, είτε, κυρίως, για να μην προκαλέσουν ρωγμές στην κυβερνητική εικόνα.
Η αντιπολίτευση ακολούθησε αυτή την πηγαία αντίδραση, και σε δεύτερο χρόνο ήρθε η απάντηση του κυβερνητικού εκπροσώπου για να αναγάγει το θέμα σε μείζονα πολιτική αντιπαράθεση και με την επίκαιρη ερώτηση που κατέθεσε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ να το φέρει σύντομα και στη Βουλή (κοινοβουλευτικός έλεγχος).
Από την πλευρά της, όμως, η κυβέρνηση προτίμησε ξανά να μετατρέψει την πρόκληση της Ικαρίας σε σύγκρουση με την αξιωματική αντιπολίτευση. Η αμυντική επιχειρηματολογία συμπυκνώθηκε ταχύτατα σε μια αντεπίθεση για τον “λαϊκισμό” του Τσίπρα, για κάποια “συνεστίαση” στην Πάτρα κατά την περιοδεία προ καιρού του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, για το γεύμα του Πολάκη σε φιλικό του σπίτι στην Κρήτη προ μηνών και άλλα παρεμφερή.
Όπως έχει συμβεί και σε άλλες περιπτώσεις, αυτό που πρόσβαλλε το κοινό αίσθημα εν μέσω αναγκαστικού εγκλεισμού των πολιτών μετατράπηκε σε “καβγά σε ξένο αχυρώνα”.
Η κυβέρνηση προτίμησε να απαντήσει στον ΣΥΡΙΖΑ και μόνο σε αυτόν. Ούτε καν στα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης που παρενέβησαν επίσης με σκληρές ανακοινώσεις και δημόσιες παρεμβάσεις των στελεχών τους. Η ανακοίνωση του ΚΙΝ.ΑΛ, για παράδειγμα, ήταν ιδιαιτέρως αιχμηρή αλλά δεν βρέθηκε ούτε μία λέξη να ειπωθεί γι αυτήν από την πλευρά της κυβέρνησης.
Δεν έχει αξία, άραγε, για τους κυβερνώντες η κριτική που ασκούν η Γεννηματά, ο Βαρουφάκης, ο Βελόπουλος, ή ο Κουτσούμπας; Είναι αμελητέο το τμήμα εκείνο του εκλογικού σώματος που εκπροσωπούν και ο λόγος τους δεν αξίζει προσοχής;
Ο μηχανισμός που χρησιμοποιείται είναι γνωστός. Η κυβέρνηση αντιπαρατίθεται μόνο με την αξιωματική αντιπολίτευση αφήνοντας εκτός πεδίου και τον θυμό σημαντικής μερίδας της κοινωνίας αλλά και τις θέσεις της ελάσσονος αντιπολίτευσης. Η πολιτική σύγκρουση γίνεται σύγκρουση για δύο, ώστε η ουσία του θέματος να εκτραπεί σε συμψηφισμούς και να αναδειχθεί ο καβγάς και όχι το μείζον, όσα, δηλαδή, έλαβαν χώρα στο ικαριώτικο μπαλκόνι του κ. Στεφανάδη. Και επιπλέον για να αποκρυβεί σε θέματα όπως αυτό ότι η κυβέρνηση έχει απέναντί της όλα τα κόμματα και όχι μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ.
Έως ένα βαθμό το “κόλπο” είναι βολικό και για τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς ενισχύεται η εικόνα του πολιτικού πολέμου των δύο στρατών (δικομματισμός) και η αντίληψη πως απέναντι στην κυβέρνηση υπάρχει μόνο η αξιωματική αντιπολίτευση που διεκδικεί εκ νέου την εξουσία. Πρόκειται, όμως, αφενός για παγίδα στην οποία κακώς πέφτει –εάν πέφτει– η αξιωματική αντιπολίτευση, αφετέρου, δε, αποτελεί μια σοβαρότατη στρέβλωση στην λειτουργία του πολιτικού συστήματος.
Ο πρωθυπουργός δεν απολογείται –όταν πρέπει να απολογηθεί– στον Τσίπρα. Πρέπει να απολογείται στον λαό. Και σε αυτούς που τον ψήφισαν και σε όσους δεν τον ψήφισαν. Ούτε μπορεί να επικαλείται την εκλογική του νίκη και το σαφές προβάδισμά του στις δημοσκοπήσεις για να απομειώνει την κριτική της αντιπολίτευσης και πονηρά να υποβαθμίζει την αντίδραση και κριτική των πολιτών.
Οι συγγνώμες (κάθε κυβέρνησης) οφείλονται στον λαό. Αυτός υφίσταται τις προσβολές και τις συνέπειες των πράξεων των κυβερνήσεων. Οι εξηγήσεις αε αυτόν πρέπει να δοθούν. Τα άλλα είναι φθηνά επικοινωνιακά κόλπα.