Σε μια χώρα που απολύει τους προπονητές των ποδοσφαιρικών της ομάδων ύστερα από μια-δυο ήττες, δεν είναι περίεργο ότι εξίσου περιορισμένη είναι η εμπιστοσύνη και στους πολιτικούς της ηγέτες. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται πλέον και σε σχέση με τον νέο ηγέτη των Εργατικών Κιρ Στάρμερ.
του Robert Shrimsley (*)
Η κριτική προς το πρόσωπό του έχει τροφοδοτηθεί από μερικές αποθαρρυντικές δημοσκοπήσεις και από τη διαρροή ενός εγγράφου στρατηγικής που συνιστά περισσότερη χρήση της βρετανικής σημαίας από το κόμμα. Οσο κι αν κοροϊδεύει η Αριστερά, το να δείχνεις ότι αγαπάς τη χώρα σου αποτελεί προϋπόθεση μιας εκλογικής νίκης. Αν όμως προστεθεί η απόφαση του Στάρμερ να ξεχάσει τη μάχη κατά του Brexit, το αποτέλεσμα κάνει ακόμη και τους συμμάχους του να αναρωτιούνται μήπως ο άνθρωπος αυτός δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην τακτική απ’ ό,τι στην ουσία.
Το Εργατικό Κόμμα είναι απογοητευμένο από το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι δεν έχουν στραφεί κατά του Μπόρις Τζόνσον στη διάρκεια της πανδημίας. Το πρόβλημα όμως είναι μεγαλύτερο. Ένα χρόνο μετά την εκλογική ήττα του κόμματος, οι ψηφοφόροι δεν δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Η δημοτικότητα του Στάρμερ έχει βέβαια αυξηθεί κατά 9 μονάδες σε σχέση με την ημέρα που ανέλαβε την ηγεσία. Και τις επόμενες εβδομάδες το κόμμα θα κλιμακώσει τις επιθέσεις του. Αυτά όμως είναι περισσότερο για εσωτερική κατανάλωση.
Αυτό που ανησυχεί βασικά την ηγεσία των Εργατικών είναι ότι οι Συντηρητικοί έχουν «κλέψει» το αφήγημά τους. Η «καλύτερη ανοικοδόμηση» θα έπρεπε να είναι σύνθημα των Εργατικών, ο Τζόνσον όμως το υπέκλεψε, ντύνοντάς το με υποσχέσεις για πιο ενεργό κράτος, περισσότερες επενδύσεις στις υποβαθμισμένες περιοχές, μια πράσινη ανάκαμψη και γενναιότερη χρηματοδότηση των δημοσίων υπηρεσιών. Κάποια στιγμή, ενδεχομένως οι Εργατικοί να μπορέσουν να υποστηρίξουν ότι αυτά είναι κούφια λόγια. Αλλά όχι ακόμη. Το πρόβλημα του Στάρμερ δεν είναι ότι θέλει να σκεπαστεί με τη σημαία. Αλλά ότι οι Τόρις έχουν «καπαρώσει» όλες τις εναλλακτικές λύσεις.
Την ίδια στιγμή, οι Συντηρητικοί έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικότεροι στην επικοινωνία τους με εκείνους ακριβώς τους ψηφοφόρους που θέλει να πάρει πίσω ο Στάρμερ. Όπως λέει ένας σύμμαχός του: «Ο Τόνι Μπλερ έπεισε πολλούς ψηφοφόρους που δεν ήταν φίλοι του Εργατικού Κόμματος ότι συμμεριζόταν προσωπικά τις αξίες τους και τον τρόπο που ζούσαν – εκκλησία, οικογένεια, ποδόσφαιρο, πειθαρχία, φιλοδοξίες για τα παιδιά. Και το κατάφερε επειδή έλεγε αλήθεια.» Οι ψηφοφόροι δεν έχουν πειστεί ακόμη ότι το ίδιο συμβαίνει με τον Στάρμερ.
Δύο δεκαετίες διακυβέρνησης των Συντηρητικών έδωσαν στον Μπλερ πολύ υλικό για να επεξεργαστεί. Κατόρθωσε όμως και να αναδιατάξει τις πολιτικές διαχωριστικές γραμμές, λέγοντας σε παλιούς ψηφοφόρους των Συντηρητικών ότι «οι Τόρις σας πρόδωσαν … Οι Εργατικοί είναι στο πλευρό σας.» Ο Τζόνσον έκανε το ίδιο από την αντίθετη πλευρά. Κι όταν χάνεις ψηφοφόρους με τόσο συντριπτικό τρόπο, αργείς να τους ξαναπάρεις πίσω.
Το έργο αυτό γίνεται ακόμη πιο δύσκολο λόγω του «πολέμου των αξιών» που έχει κηρύξει ο Τζόνσον, επενδύοντας στα συντηρητικά ένστικτα των ψηφοφόρων της εργατικής τάξης. Όπως λέει ένας υποστηρικτής του Στάρμερ, δεν αρκεί να δώσεις σε κάποιον δουλειά σε ένα εργοστάσιο 30 χιλιόμετρα από το σπίτι του, γιατί θα δουλεύει με ανθρώπους που δεν γνωρίζει, που τα παιδιά τους δεν πηγαίνουν στο ίδιο σχολείο με τα δικά του και που δεν είναι εύκολο να αναγνωρίσουν την αξία του.
Χωρίς λοιπόν ένα διαφορετικό οικονομικό όραμα, το μόνο που ελπίζουν οι Εργατικοί είναι να διαψευστούν οι ελπίδες που προσφέρει ο Τζόνσον. Ο βρετανός πρωθυπουργός έχει καταφέρει να πάρει τις αποστάσεις του από τα χρόνια της λιτότητας. Η οικονομική κρίση όμως θα τον αναγκάσει να διαλέξει ανάμεσα στις περικοπές των δαπανών και την αύξηση των φόρων. Οι συνέπειες του Brexit μπορεί να είναι σοβαρές και οι υποσχέσεις για κοινωνική εξίσωση αποτελούν περισσότερο σύνθημα παρά στρατηγική.
Οι Εργατικοί δεν ελέγχουν την τύχη τους, γι’αυτό και οι μικρές υποχωρήσεις προσλαμβάνουν υπέρμετρη βαρύτητα. Υστερα από μια δεκαετία λιτότητας, οι οικονομικές στρατηγικές των δύο κομμάτων έχουν αρχίσει να συγκλίνουν. Το μόνο πλεονέκτημα των Εργατικών είναι ότι εμφανίζονται περισσότερο ειλικρινείς.
Είναι βέβαιο ότι ο Στάρμερ θα βελτιωθεί. Θα είναι λάθος όμως να στραφεί περισσότερο προς τα αριστερά ή να εγκαταλείψει τη μάχη για την κατάκτηση του νέου οικονομικού και κοινωνικού κέντρου. Δεν υπάρχει εύκολη ή γρήγορη λύση για την αύξηση των ποσοστών του κόμματός του. Η υπομονή είναι μια αρετή που πρέπει να μάθεις όταν δωρίζεις το αφήγημά σου στην άλλη πλευρά.
(*) Ο Ρόμπερτ Σρίμσλεϊ είναι αρθρογράφος των Financial Times
(Πηγή: Financial Times)