Οι 30 υπουργοί Άμυνας των χωρών του Οργανισμού του Συμφώνου του Βόρειου Ατλαντικού πρόκειται να συζητήσουν σήμερα μέσω βιντεοδιάσκεψης εάν θα αποσύρουν τα στρατεύματα που συμμετέχουν στην αποστολή Resolute Support από το Αφγανιστάν μέχρι τα τέλη του Απριλίου, όπως προέβλεπε η συμφωνία που υπέγραψαν πέρυσι οι ΗΠΑ με τους Ταλιμπάν, παρ’ ότι η κατάσταση ασφαλείας στη χώρα της Ασίας παραμένει πολύ επισφαλής.
Το NATO μοιάζει να προκρίνει την παραμονή των δυνάμεών του στο Αφγανιστάν, με τον Γενικό Γραμματέα του, τον Γενς Στόλτενμπεργκ, να επιχειρηματολογεί ότι η ισλαμιστική ένοπλη οργάνωση δεν τηρεί το μέρος της συμφωνίας που της αναλογεί.
«Οι Ταλιμπάν πρέπει να μειώσουν τη βία, να διαπραγματευτούν με καλή πίστη, και να κόψουν όλους τους δεσμούς, να πάψουν να υποστηρίζουν διεθνείς τρομοκρατικές οργανώσεις όπως η αλ Κάιντα», συνόψισε χθες Τετάρτη ο κ. Στόλτενμπεργκ.
Αλλά εάν η προθεσμία που είχε οριστεί δεν τηρηθεί, υπάρχει κίνδυνος κλιμάκωσης της σύγκρουσης με τους Ταλιμπάν, που απειλούν με αντίποινα αν αθετηθεί η συμφωνία και δεν αποχωρήσουν τα ξένα στρατεύματα.
Δεν αναμένεται να ληφθεί επίσημη απόφαση στη σημερινή συζήτηση. Καθώς η κυβέρνηση του Δημοκρατικού νέου προέδρου των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν ακόμη μελετά την πολιτική που είχε χαράξει αυτή του προκατόχου του, του Ρεπουμπλικάνου Ντόναλντ Τραμπ, και το τι ακριβώς προβλέπει η συμφωνία με τους Ταλιμπάν.
Η Γερμανία, η οποία συνεισφέρει τον δεύτερο μεγαλύτερο αριθμό στρατιωτικών στη δύναμη του NATO και εταίρων του στο Αφγανιστάν (1.100, από τα 9.600 μέλη της) έχει ταχθεί υπέρ της παραμονής της αποστολής στη χώρα προς το παρόν.
Οι ειρηνευτικές συνομιλίες δεν έχουν σημειώσει αρκετή πρόοδο ώστε να μπορεί να προχωρήσει η απόσυρση των ξένων στρατευμάτων, έκρινε χθες η Άνεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ, η γερμανίδα υπουργός Άμυνας.
Οι συνομιλίες των Ταλιμπάν με την αφγανική κυβέρνηση, που άρχισαν στην Ντόχα τον περασμένο Σεπτέμβριο, θεωρείται ότι έχουν περιέλθει σε αδιέξοδο.
Η έλλειψη προόδου «σημαίνει ότι πρέπει να προετοιμαστούμε για αλλαγή της κατάστασης ασφαλείας και κλιμάκωση της απειλής για τις διεθνείς δυνάμεις όσο και για τους δικούς μας στρατιωτικούς», πρόσθεσε η κυρία Κραμπ-Καρενμπάουερ.