Ο Μάνος Κωνσταντινίδης, ένας από τους προσαχθέντες από την αστυνομία στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, μιλάει στην Εφημερίδα των Συντακτών για όσα έγιναν το βράδυ της Κυριακής.
Στην εξομολόγησή του, αναφέρεται στην πορεία που ακολούθησε και συμμετείχε, με συνέπεια να τον πιάσει αναίτια η αστυνομία: «Με πιάσανε δύο ή τρεις, μου βάλανε τα χέρια πίσω από την πλάτη, με πετάξανε κάτω και μου κρατούσαν το κεφάλι στο πάτωμα, ενώ κάποιος μου πατούσε τη μέση. Σε όλο αυτό το σκηνικό μου φώναζαν: «τώρα σε πιάσαμε πουτανάκι» και «πέσε κάτω μπάσταρδε». Εγώ ήμουν ήρεμος. Είπα ένα «δεν έχω κάνει κάτι παιδιά» και ακολούθησα τις οδηγίες τους, καθώς ο άρρωστος τρόπος τους έδειχνε ότι ψάχνανε αφορμή για να χτυπήσουν, αλλά εγώ δεν είχα τέτοια πρόθεση».
Σνέχισαν να του επιτίθενται φραστικά: «’Θα σε γαμήσουμε τώρα, θα δεις τι θα πάθεις’. Με σήκωσαν δύο και κρατώντας με, ο ένας από το κεφάλι, με πήγαν απέναντι στην Αγίας Φωτεινής και με πέταξαν σε ένα θάμνο, όπου με διέταξαν να κάτσω με ανοιχτά τα πόδια. Οι δύο αυτοί τύποι μετά δώσανε τα χέρια τους και αγκαλιαστήκανε, λέγοντας ‘μπράβο’ ο ένας στον άλλον για την προσαγωγή μου».
Ολόκληρη η μαρτυρία:
Θα ήθελα να μοιραστώ τη δική μου εμπειρία από τα γεγονότα στη Νέα Σμύρνη. Δύο φίλοι μου, Νεοσμυρνιώτες και αυτοί, το μεσημέρι της Κυριακής, γύρω στις 3, με ενημέρωσαν για τα γεγονότα που εξελίχθηκαν στην πλατεία, όπου και αναζήτησα και βρήκα τα επίμαχα βίντεο. Ευθέως μου λένε ότι ξεκινάει πορεία διαμαρτυρίας από δημότες και πήγα άμεσα να τους βρω.
Σχεδόν όλη η παρέα μας από το λύκειο καθώς και μερικοί γονείς συμμετείχαν στην ειρηνική πορεία από την πλατεία στο αστυνομικό τμήμα και μετά στο δημαρχείο, για να καταδικάσουμε τη βία στη γειτονιά μας.
Όσο εξελισσόταν η πορεία φωνάζαμε συνθήματα, άνθρωποι βγαίνανε στα μπαλκόνια και χειροκροτούσαν, ενώ άλλοι κατέβαιναν από τα σπίτια τους για να στηρίξουν.
Κατά τις 7 παρά όταν έσπαγε σιγά σιγά η συγκέντρωση, μερικοί ανεγκέφαλοι πέταξαν μπουκάλια νερό στην αστυνομία που ήταν μπροστά στο Hondos. Άμεσα οι αστυνομικές δυνάμεις απάντησαν με κρότου λάμψης και δακρυγόνα. Με το που ξεκινάει αυτό, επικράτησε πανικός καθώς η πορεία απαρτιζόταν και από πολύ νεαρό κόσμο που τρομοκρατήθηκε και άρχιζε να τρέχει από το τραμ προς την Αγίας Φωτεινής. Φωνάζω σε μια φίλη μου να τρέξει προς την ίδια κατεύθυνση.
Εγώ βρισκόμουν πιο κοντά στην πλατεία και άρχισα να απομακρύνομαι σταθερά πιστεύοντας ότι η κατάσταση θα αποκλιμακωθεί αφού δεν υπήρχαν περαιτέρω φασαρίες. Παρόλα αυτά, αστυνομικές δυνάμεις διέλυσαν την πορεία στήνοντας μπλόκο σε όλα τα ρεύματα των οδών Αγίας Φωτεινής και Ελευθερίου Βενιζέλου και όρμησαν προς το κοινό. Οι τελευταίοι της πορείας, κυρίως παιδιά, καθώς και εγώ, ξεκινήσαμε να τρέχουμε στην Πατριάρχου Ιωακείμ, δίπλα στο άλσος. Εκεί λοιπόν, όσο έσκαγαν κρότου λάμψης και δακρυγόνα από πίσω, φώναζα στα πιτσιρίκια που ήταν τρομοκρατημένα και προσπαθούσαν να μπούνε σε πολυκατοικίες, να τρέξουμε όλοι προς την πλατεία που λογικά ήταν μαζεμένος ο κόσμος… μέχρι που μπαίνουν ανάποδα στον δρόμο μηχανάκια της ομάδας ΔΕΛΤΑ.
Όταν συνειδητοποίησα ότι έχω μηχανάκια της αστυνομίας δίπλα μου με τους Δελτάδες με το γκλοπ στο χέρι, σταμάτησα να τρέχω και σήκωσα τα χέρια μου. Με πιάσανε δύο ή τρεις, μου βάλανε τα χέρια πίσω από την πλάτη, με πετάξανε κάτω και μου κρατούσαν το κεφάλι στο πάτωμα, ενώ κάποιος μου πατούσε τη μέση. Σε όλο αυτό το σκηνικό μου φώναζαν: «τώρα σε πιάσαμε πουτανάκι» και «πέσε κάτω μπάσταρδε». Εγώ ήμουν ήρεμος. Είπα ένα «δεν έχω κάνει κάτι παιδιά» και ακολούθησα τις οδηγίες τους, καθώς ο άρρωστος τρόπος τους έδειχνε ότι ψάχνανε αφορμή για να χτυπήσουν, αλλά εγώ δεν είχα τέτοια πρόθεση.
Μου φόρεσαν χειροπέδες και φώναζαν στον κόσμο που κρύβονταν στις πολυκατοικίες σε ποιο δρόμο ήμασταν. Τους απάντησα εγώ και ξεκίνησαν να με βρίζουν και να λένε πως εγώ είμαι ο οργανωτής και θα δω τι έχω να πάθω. Εγώ τους απάντησα: «Όχι μένω δύο στενά πιο κάτω».
«Θα σε γαμήσουμε τώρα, θα δεις τι θα πάθεις». Με σήκωσαν δύο και κρατώντας με, ο ένας από το κεφάλι, με πήγαν απέναντι στην Αγίας Φωτεινής και με πέταξαν σε ένα θάμνο, όπου με διέταξαν να κάτσω με ανοιχτά τα πόδια. Οι δύο αυτοί τύποι μετά δώσανε τα χέρια τους και αγκαλιαστήκανε, λέγοντας «μπράβο» ο ένας στον άλλον για την προσαγωγή μου.
Αστυνομικοί της ίδιας ομάδας είχανε δημιουργήσει κλοιό γύρω μου, ώστε να μη με βλέπει ο κόσμος που περνούσε. Ξεκίνησαν να μου λένε τα ίδια και να με ρωτούν αν είμαι ο οργανωτής, πού μένω, τι έκανα εκεί πέρα και ποιον υποστηρίζω. Όλα αυτά με απαράδεκτο τρόπο. Απάντησα σε όλα με ψυχραιμία πως όχι δεν είμαι οργανωτής, μένω τρία στενά πιο κάτω, δεν υποστηρίζω κάποιον και τους ζήτησα αν γίνεται να απαντήσω στο κινητό μου το οποίο χτυπούσε ασταμάτητα.
Μετά από 5-6 κλήσεις, ένας από αυτούς το σήκωσε, βάζοντάς το σε ανοιχτή ακρόαση και με άφησε να πω στους γνωστούς μου ότι μου έχουν κάνει προσαγωγή και ότι είμαι καλά… και το έκλεισε. Όταν του είπα βέβαια να το βάλει στο αθόρυβο για να μην τους ενοχλεί, μου είπε να μην ξαναμιλήσω.
Ήρθε ένας τρίτος, ο οποίος φάνηκε να είναι ο αρχηγός της ομάδας και με ρώτησε αν είμαι καλά και αν θέλω νερό, μου έδωσε να πιώ νερό και συνέχισε λέγοντάς μου πως φαντάζεται ότι γνωρίζω τη διαδικασία. Του απάντησα ότι όχι, δεν την γνωρίζω. Μου εξήγησε ότι θα πρέπει να με μεταφέρουν στο τμήμα για ταυτοποίηση στοιχείων και ότι δεν θα κρατήσει πολύ. Τους είπα να ψάξουν στην τσέπη του μπουφάν μου να δούνε αν είναι εκεί το πορτοφόλι μου που έχω ταυτότητα, δίπλωμα, έτσι ώστε να τα δούνε. Δεν τα κοιτάξανε εκείνη τη στιγμή και ένας μου έκανε υπόδειξη ότι μιλάω με θυμό και με νεύρα. Εγώ του είπα λυπάμαι αν ακούγομαι έτσι, αλλά η υπερένταση μαζί με δακρυγόνα δε βοηθάνε.
Τέλος πάντων, με σηκώνουνε να με βάλουνε στο περιπολικό για να πάμε στο Α.Τ. Κυψέλης και καθώς περνούσαμε μέσα από την ομάδα αστυνομικών,μου ευχήθηκαν: «Μπάσταρδε να ψοφήσεις εσύ και όλοι σας, μαζί με τον Κουφοντίνα». Με βάλανε μέσα στο αμάξι και μου πέταξαν απαξιωτικά από το παράθυρο του αυτοκινήτου το μπουκάλι νερό πάνω μου.
Φτάνουμε στο τμήμα, όπου από τους περίπου 10 ανθρώπους εκεί, οι 2-3 φορούσαν μάσκα. Με πηγαίνουνε σε ένα παλικάρι που του εξηγώ την ιστορία και ρωτάει τον αξιωματικό τι να κάνει και εκείνος λέει να με ψάξουνε (από την αρχή με είχαν ρωτήσει τουλάχιστον 5 φορές εάν είχα κάτι παράνομο πάνω μου, το αρνήθηκα όλες τις φορές, αλλά δεν με είχαν ψάξει). Μου είπαν ότι πρέπει να με γδύσουν για τη διαδικασία και αφού όλα ολοκληρώθηκαν καλώς, έδωσα την ταυτότητα και το κινητό μου και με έβαλαν στο κρατητήριο για δύο ώρες μέχρι να γίνει η ταυτοποίηση στοιχείων.
Όταν με αφήσανε, τους ρώτησα τον λόγο της προσαγωγής μου και μου απάντησαν πως εκείνοι δεν γνωρίζουν, αλλά μάλλον η ομάδα με θεώρησε ύποπτο. Βέβαια δεν είχε απάντηση στο γιατί δεν είδαν τα έγγραφα μου εκείνη τη στιγμή ή στο τμήμα της περιοχής μου, αλλά με διαβεβαίωσε ότι είμαι καθαρός και όλο το σκηνικό είναι σαν να μην έγινε.
Υ.Γ. 1: Οι αστυνομικοί στο περιπολικό ήταν πολύ καλά παιδιά και η κουβέντα μαζί τους ήταν χαλαρωτική σε σχέση με τις περιστάσεις. Δεν μπορεί να φύγει από το μυαλό μου βέβαια πως όταν τους εξήγησα τι είχε γίνει, συζητούσαν μεταξύ του αν γίνονται τέτοια στη Νέα Σμύρνη.
Υ.Γ 2: Ως παράσημα έχω δύο μικρές μελανές στον ώμο και στο κεφάλι για να θυμάμαι πως ήταν… όχι ότι πρόκειται να ξεχάσει κανείς μας. Πηγή: www.rosa.gr