Αν στην περίπτωση του αιτήματος μεταγωγής του Δημήτρη Κουφοντίνα η κυβέρνηση επαίρεται πως διαθέτει την δημοσκοπική (ανάλογα, βεβαίως, με την διατύπωση του ερωτήματος) υποστήριξη της πλειονότητας των πολιτών, σε αυτήν της ωμής και αναίτιας αστυνομικής βίας ενώπιον οικογενειών στην μεσοαστική Νέα Σμύρνη τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Το δόγμα του “νόμου και τάξης” και η Κυρανάκειος διαπόμπευση του θύματος κατέρρευσαν αφ’ ης στιγμής ακόμα και οι πολίτες που υποκύπτουν στην συντηρητικοποίηση του φόβου συνειδητοποιούν πως το γκλομπ των παραβατικών νταήδων της αστυνομίας δεν είναι μόνο “αξεσουάρ” για τις επιδρομές στα Εξάρχεια, τα Προπύλαια, ή τα πανεπιστήμια αλλά εύκολα μπορεί να στραφεί κατά οιουδήποτε και οπουδήποτε.
Πολλοί οικογενειάρχες –μεταξύ των οποίων και ψηφοφόροι της Ν.Δ– έκαναν υποσυνείδητα την προβολή και έβαλαν εαυτούς στη θέση των Νεοσμυρνιωτών που παρακολούθησαν αποσβολωμένοι το #Πονάω. Και ακόμα περισσότεροι νέοι μπήκαν στη θέση του διαπομπευθέντος Αλέξανδρου.
Η κυβέρνηση είχε την ευκαιρία να καταγγείλλει από την πρώτη στιγμή το νέο κρούσματα αστυνομικής βίας. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να την διαχωρίσει πολιτικά από τις επιχειρήσεις αστυνομικής καταστολής. Δεν το έπραξε. Η τακτική του “μεμονωμένου περιστατικού” αποδεικνύεται διάτρητη και η επιλογή να προσδωθούν πολιτικά χαρακτηριστικά στον ξυλοκοπηθέντα 19χρονο επιβεβαιώνει, δυστυχώς, πως η εμμονή υπερισχύει της λογικής και της μετριοπάθειας.
Είναι αλήθεια πως ο πρωθυπουργός έχει επενδύσει πολλά στον προερχόμενο από το ΠΑΣΟΚ υπουργό Προστασίας (;) του Πολίτη. Ο Μιχάλης Χρυσοχοϊδης δεν είναι ένα τυχαίο πολιτικό πρόσωπο αλλά κλήθηκε να ενσαρκώσει μια συγκεκριμένη πολιτική επιλογή. Ως εκ τούτου, αυτό τον καθιστά σχεδόν μη αναλώσιμο. Η κυβέρνηση είναι εκ των πραγμάτων εγκλωβισμένη στο πολιτικό και επιχειρησιακό προφίλ του συγκεκριμένου υπουργού.
Μέχρι πριν το περιστατικό της Νέας Σμύρνης η επιλογή αυτή έμοιαζε δημοσκοπικά δικαιωμένη και διευκόλυνε τον εξοβελισμό της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο περιθώριο της ταύτισης με τους χώρους των αντιεξουσιαστών ή των υποχωρητικών έναντι της τρομοκρατίας. Άποψη ακραία και αντιδημοκρατική αλλά με ικανοποιητικό “πέρασμα” σε εκείνο το εκλογικό κοινό που στοχεύει η κυβέρνηση.
Τώρα, τα πράγματα αλλάζουν. Διότι απέναντι στο δόγμα Χρυσοχοϊδη δεν βρίσκονται οι “κουφοντίνες” και κάποιοι του ΣΥΡΙΖΑ αλλά, πρώτον σύμπασα η αντιπολίτευση (ακόμα και το όμορο ΚΙΝΑΛ από το οποίο προέρχεται ο υπουργός), και δεύτερον, οικογενειάρχες και νεολαίοι που τρόμαξαν και εξοργίστηκαν από τις ακρότητες του αστυνομικού imperium. Ακόμα και εκείνοι οι πολίτες που συμφώνησαν με το δόγμα του νόμου και της τάξης, ή έστω το ανέχθηκαν, δεν πρόκειται να ανεχθούν να στραφεί αυτό εναντίον τους. Μπορεί να θεωρούν “εξωτικά” τα Εξάρχεια, δεν θα δεχτούν, όμως, ποτέ να γίνονται θεατές παρόμοιων γεγονότων σε κάθε γειτονιά της Αθήνας.
Η περίπτωση της Νέας Σμύρνης προκαλεί και τρεις επιπλέον “παρενέργειες”.
1ον Επαναφέρει το στερεότυπο του “δεξιού χωροφύλακα” σε μια σημαντική μερίδα πολιτών μεγαλύτερης ηλικίας που θυμούνται την μετάβαση από τις αρχές της Μεταπολίτευσης (Καραμανλής) στην δεκαετία του ’80 (Ανδρέας). Αυτό, επί της ουσίας, εξασθενεί την προσπάθεια της κυβέρνησης για διεύρυνση προς το Κέντρο και ενισχύει την σκληρή δεξιά της πτέρυγα.
2ον Ριζοσπαστικοποιεί ένα τμήμα της νεολαίας που ακόμα κι αν αδιαφορεί για την δρώσα πολιτική δεν ανέχεται σε καμία περίπτωση να υφίσταται την καταπίεση της αστυνομικής φιγούρας. Τα social media “οργιάζουν” αυτές τις ημέρες με αντιδράσεις κατά της αστυνομίας -ενίοτε και δυστυχώς συλλήβδην.
3ον Προκαλεί σοβαρό ρήγμα στην πολιτική για την ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας. Είναι εύκολο, μετά όσα συνέβησαν στη Νέα Σμύρνη, να φανταστεί κανείς το αρνητικό φορτίο που δημιουργείται μεταξύ ενός ανεκπαίδευτου αστυνομικού σώματος με αίσθημα ατιμωρησίας και των φοιτητών. Ποιος μπορεί να εξασφαλίσει πως το πτυσσόμενο γκλομπ του άντρα της ομάδας ΔΙΑΣ δεν θα χρησιμοποιηθεί από θερμοκέφαλους εντός των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, με ότι αυτό μπορεί στη συνέχεια να προκαλέσει.