Η Ανεξαρτησία, σε θεσμικό διπλωματικό επίπεδο, ολοκληρώθηκε σταδιακά μέσω μίας σειράς διεθνών Συνθηκών και Πρωτοκόλλων. Τα αυθεντικά κείμενα έχουν διασωθεί και αναδειχθεί από το Ιστορικό Αρχείο του υπουργείου Εξωτερικών υπό την επίβλεψη και τον σχολιασμό του Γιώργου Πολυδωράκη.
Στο πλαίσιο του εορτασμού για τα 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, η Υπηρεσία Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του Υπουργείου Εξωτερικών παρουσιάζει έγγραφα από την αρχειακή συλλογή του που περιγράφουν την πορεία της αναγνώρισης του νέου ελληνικού κράτους από τα υπάρχοντα κράτη κατά τη διάρκεια του Αγώνα και τα πρώτα χρόνια μετά, τη σύναψη διπλωματικών και προξενικών σχέσεων με αυτά και τη δημιουργία προξενικού δικτύου. Καλύπτεται η περίοδος περίπου έως το 1840, τα κράτη της εποχής (ανεξάρτητα και αυτόνομα) αναφέρονται με το όνομα που έφεραν τότε και οι πόλεις ή οι περιοχές όπου δημιουργήθηκαν ελληνικές προξενικές Αρχές κατατάσσονται στο μέρος της έκθεσης που αφορά τα κράτη στα οποία ανήκαν εκείνη την εποχή.
Καθώς η Ελλάδα, σε αντίθεση με πολλά κράτη της εποχής με τα οποία ανέπτυξε σχέσεις, χρησιμοποιούσε το παλαιό (ιουλιανό) ημερολόγιο, στις περιγραφές των εγγράφων όλες οι ημερομηνίες αναγράφονται με βάση και τα δύο ημερολόγια κατά το δυνατόν. Όταν μία από τις δύο ημερομηνίες δεν αναγράφεται στο έγγραφο, είναι τοποθετημένη σε αγκύλες.
Όλα τα έγγραφα προέρχονται από το Διπλωματικό και Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών, εκτός εάν αναφέρεται διαφορετικά, και είναι ψηφιοποιημένα και αναρτημένα στην ψηφιακή πλατφόρμα της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου arxeio.mfa.gr, όπου βρίσκεται ψηφιοποιημένο και όλο το αρχειακό υλικό της Κεντρικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών έως και το 1924.
Τα κυριότερα ήταν:
Συνθήκη του Λονδίνου,
6 Ιουλίου 1827
Αντίγραφο της Συνθήκης του Λονδίνου μεταξύ των τριών Μεγάλων Δυνάμεων (Ηνωμένου Βασιλείου, Γαλλίας, Ρωσίας), η οποία προέβλεπε αυτονομία της Ελλάδας με καταβολή φόρου στον Σουλτάνο.
Τα εδαφικά όρια του νέου κράτους δεν προσδιορίζονταν, αλλά αφέθηκαν να λυθούν στο πλαίσιο επί μέρους διαπραγματεύσεων μεταξύ των συμβαλλομένων μερών.
Με μυστικό πρωτόκολλο δινόταν διορία ενός μηνός στην Υψηλή Πύλη να αποδεχτεί τους όρους της Συνθήκης, μετά την πάροδο της οποίας οι πολεμικοί στόλοι των Μεγάλων Δυνάμεων θα είχαν το δικαίωμα να επιβάλουν την εφαρμογή της.
Πρωτόκολλο του Λονδίνου,
10/22 Μαρτίου 1829
6/18 Μαΐου 1829
Ο Βρετανός Αντιπρεσβευτής στην ελληνική Κυβέρνηση Edward Dawkins αποστέλλει στον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια αντίγραφο του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου της 22ας Μαρτίου 1829 και επεξηγεί τους βασικούς όρους και στόχους του όσον αφορά το ζήτημα της Ελλάδας:
Η Ελλάδα θα τελούσε υπό την επικυριαρχία της Υψηλής Πύλης προς την οποία θα κατέβαλλε ετήσιο φόρο 1.500.000 γρόσια. Τα σύνορα ορίζονταν στη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού κόλπου, και προβλεπόταν η ύπαρξη χριστιανού κληρονομικού ηγεμόνα της Ελλάδας.
Συνθήκη της Αδριανούπολης,
2/14 Σεπτεμβρίου 1829
29 Οκτωβρίου 1829
Ο Αντιπρεσβευτής της Ρωσίας στην ελληνική Κυβέρνηση Κόμης V.N. Panin διαβιβάζει στον Κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια τη Συνθήκη της Αδριανούπολης, που υπεγράφη στις 14 Σεπτεμβρίου μεταξύ της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και μεταφέρει την ικανοποίηση του Τσάρου για την υπογραφή της. Με το άρθρο 10 της Συνθήκης αυτής η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποδέχτηκε τόσο τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1827 αλλά και το Πρωτόκολλο της 10/22 Μαρτίου 1829, δηλαδή και τον καθορισμό της συνοριακής γραμμής Αμβρακικού – Παγασητικού μεταξύ των δύο κρατών.
Πρωτόκολλο του Λονδίνου,
22 Ιανουαρίου / 3 Φεβρουαρίου 1830
Αντίγραφο του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου, του βασικού Πρωτοκόλλου της Ανεξαρτησίας, όπως επιδόθηκε στην Υψηλή Πύλη από τους Πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων στις 8 Απριλίου 1830. Πρόκειται για την πρώτη επίσημη διεθνή πράξη με την οποία αναγνωρίστηκε η Ελλάδα ως πλήρως ανεξάρτητο κράτος. Τα εδάφη του κράτους μειώθηκαν σε σχέση με το Πρωτόκολλο του 1829 και ορίζονταν από τους ποταμούς Αχελώο στα δυτικά και Σπερχειό στα ανατολικά, ενώ περιλαμβάνονταν οι Σποράδες και η Εύβοια. Σε άλλο Πρωτόκολλο της ίδιας ημέρας, προβλεπόταν ως Ηγεμόνας της Ελλάδας ο Πρίγκιπας Λεοπόλδος του Saxe-Coburg.