Ο πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ είχε κατηγορηθεί ευρέως επειδή υποβάθμιζε την πολυμερή συνεργασία προς όφελος του δόγματος «Πρώτα η Αμερική». Ο Τραμπ όμως φαίνεται ότι αντιλαμβανόταν καλύτερα από τους επικριτές του τα εθνικιστικά θεμέλια της εξωτερικής πολιτικής. Αρκεί να δει κανείς τις πρόσφατες προσπάθειες της ΕΕ και της Ινδίας να περιορίσουν τις εξαγωγές εμβολίων κατά της Covid-19 που παράγονται στο έδαφός τους.
του Henry Olsen (*)
Οι υπερασπιστές της πολυμέρειας και της παγκοσμιοποίησης υποστηρίζουν συχνά ότι οι δικές τους προσεγγίσεις για την εξωτερική πολιτική και την οικονομική ανάπτυξη είναι ανώτερες από εκείνες των εθνικιστών. Κατά την άποψή τους, προσπάθειες όπως η συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα ή η συμφωνία για το πυρηνικό οπλοστάσιο του Ιράν είναι οι ιδανικοί τρόποι συνεργασίας μεταξύ των κρατών για τη βελτίωση του κοινού καλού. Το ελεύθερο παγκόσμιο εμπόριο παρουσιάζεται συχνά ως αυτοσκοπός, μια πανάκεια για την παγκόσμια φτώχεια και ένας κινητήρας ανάπτυξης για τις ανεπτυγμένες χώρες. Οσοι διαφωνούν λούζονται με επίθετα που αφαιρούν από αυτούς κάθε νομιμοποίηση.
Εχει μια ειρωνική πλευρά έτσι το γεγονός ότι χώρες που επιτίθενται στον εθνικισμό καταφεύγουν τώρα οι ίδιες σ’αυτόν. Η ΕΕ έχει εμπλακεί εδώ και εβδομάδες σε έναν πόλεμο λέξεων με τη Βρετανία για το κατά πόσον θα απαγορευτούν οι εξαγωγές στη νησιωτική χώρα εμβολίων που παράγονται εντός των συνόρων των χωρών της ΕΕ. Η Ινδία επιδίδεται και αυτή σε έναν ανάλογο εμβολιαστικό εθνικισμό. Τα συμβόλαια και οι αρετές της παγκοσμιοποίησης φαίνεται ότι δεν ισχύουν για τους ηγέτες όταν δέχονται πιέσεις από το εσωτερικό.
Η ΕΕ αρνείται φυσικά οποιαδήποτε σχέση με έναν τέτοιο εθνικισμό. «Η ΕΕ δεν σταμάτησε ποτέ τις εξαγωγές», τόνισε ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ. Οι ευρωπαίοι ψηφοφόροι έχουν προσέξει όμως ότι η Βρετανία έχει δώσει τουλάχιστον μια δόση σε πάνω από τους μισούς ενήλικες, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά στις περισσότερες χώρες της ΕΕ κυμαίνονται γύρω από το 10%. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολύ καλά τα πηγαίνει και η Ουγγαρία, η κυβέρνηση της οποίας δέχεται συχνές επιθέσεις από τις παγκόσμιες ελίτ.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κατηγορηθεί κι αυτές στο παρελθόν για παγκοσμιοποίηση α-λα καρτ. Η παγκόσμια εμπορική τάξη μετά τον Ψυχρό Πόλεμο καθορίστηκε από αυτές, γι’αυτό και ονομάστηκε «Συναίνεση της Ουάσινγκτον». Ο σκοπός ήταν να επωφεληθούν όλα τα έθνη, αλλά και να υπάρχουν προορισμοί για το αμερικανικό πνευματικό και χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, όπως και να συνδεθούν οι αναπτυσσόμενες χώρες με ένα σύστημα που οι κανόνες του καθορίστηκαν από αμερικανούς νομοθέτες. Η εκτεταμένη χρήση του δολαρίου ως αποθεματικού νομίσματος του πλανήτη επίσης ευνοεί την αμερικανική οικονομία, καθώς επιτρέπει στις Ηνωμένες Πολιτείες να δανείζονται πιο ελεύθερα στις αγορές χωρίς να φοβούνται ότι οι νομισματικές διακυμάνσεις θα αυξήσουν δραστικά το κόστος του δανεισμού.
Οι χώρες που δεν είναι ικανοποιημένες με το γεγονός αυτό, όπως η Ρωσία, έχουν προσπαθήσει με κάποια επιτυχία να απομακρυνθούν από το δολάριο. Μια αντίστοιχη πορεία ακολουθεί διακριτικά και η ΕΕ, ενώ και η Κίνα προσπαθεί να μετατρέψει το νόμισμά της στο παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα τις επόμενες δεκαετίες. Ολοι αγαπούν την παγκοσμιοποίηση – με τους δικούς τους όρους.
(*) Ο Χένρι Ολσεν είναι αρθρογράφος της Washington Post
(Πηγή: Washington Post)