Υπεγράφη σήμερα στο υπουργείο Υγείας η συμφωνία αναφορικά με την έναρξη λειτουργίας του γραφείου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) στην Αθήνα για την Ποιότητα της Φροντίδας και την Ασφάλεια των Ασθενών, από τον υπουργό Υγείας, Βασίλη Κικίλια και τον περιφερειακό διευθυντή του ΠΟΥ στην Ευρώπη, Dr Hans Kluge. Λίγο νωρίτερα, είχε πραγματοποιηθεί κατ’ ιδίαν συνάντηση των κ.κ. Κικίλια και Kluge στο γραφείο του υπουργού Υγείας.
Ο κ. Κικίλιας, αφού συνεχάρη όλους όσοι συνέβαλαν στη δημιουργία αυτού του γραφείου, έκανε ιδιαίτερη αναφορά στα στελέχη του υπουργείου Υγείας «που έχουν εργαστεί, μέσα σε δύσκολες συνθήκες, για την υλοποίηση της σημαντικής αυτής πρωτοβουλίας παγκόσμιας εμβέλειας».
Όπως σημείωσε ο υπουργός, είναι ένα γραφείο για όλη την Ευρώπη και το πρώτο στην ιστορία του ΠΟΥ που ασχολείται με το ζήτημα της Ποιότητας της Φροντίδας και της Ασφάλειας των Ασθενών παγκοσμίως. Πρόσθεσε, δε, πως αυτό το ευρωπαϊκό κέντρο αριστείας θα παρέχει τις υπηρεσίες του και σε όλες τις μεσογειακές χώρες, καθώς και στις χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης.
«Με αυτόν τον τρόπο, η ελληνική κυβέρνηση αποκτά μια αδιαμεσολάβητη και θεσμική συνεργασία με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ο οποίος με τις γνώσεις και την εμπειρία του μπορεί να προσφέρει σημαντική τεχνική βοήθεια για την κατάρτιση, την προώθηση και την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων στη χώρα μας. (ψηφιακός μετασχηματισμός, ΠΦΥ, ψυχική υγεία, ΣΔΙΤ, ποιότητα υπηρεσιών υγείας). Η χώρα αποκτά έναν τεχνικό σύμβουλο για το νέο ΕΣΥ του 21ου αιώνα με υψηλό κύρος και παγκόσμια σφραγίδα», τόνισε στην ομιλία του ο κ. Κικίλιας και πρόσθεσε:
«Ανοίγουμε ένα νέο μεγάλο κεφάλαιο για την Ελλάδα, τώρα που η πανδημία του κορονοϊού, αυτή η πρωτοφανής κρίση δημόσιας υγείας μάς δίδαξε τρία πράγματα: Ότι η Υγεία είναι πάνω από όλα, την αξία της αλληλεγγύης και την επικινδυνότητα του διχασμού, καθώς και ότι πρέπει όλοι μαζί να επενδύσουμε στο ανθρώπινο δυναμικό».
«Η Ελλάδα απέδειξε ότι έχει ένα τεράστιο συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τα συστήματα υγείας άλλων χωρών με πολύ καλύτερες υποδομές και πολύ πιο προηγμένα συστήματα διαχείρισης: Το πλεονέκτημα είναι ότι οι άνθρωποί της μπορούν να κάνουν το αδύνατο δυνατό, ακόμη και στη μεγαλύτερη κρίση δημόσιας υγείας του τελευταίου αιώνα», επεσήμανε ο υπουργός και συμπλήρωσε: «Μόνο με επαγγελματίες υγείας υψηλής ποιότητας μπορούμε να έχουμε υψηλή ποιότητα υπηρεσιών και το νέο γραφείο του ΠΟΥ στην Ελλάδα αυτό ακριβώς έρχεται να ενισχύσει. Όχι μόνο για την Ελλάδα. Αλλά με κέντρο την Ελλάδα, από την Πορτογαλία μέχρι το Ισραήλ και από τα Δυτικά Βαλκάνια μέχρι τις ανατολικές χώρες της Ευρώπης».
Αναφερόμενος στο ανθρώπινο δυναμικό στον χώρο της Υγείας στη χώρα μας, ο κ. Κικίλιας υπογράμμισε: «Σε συνθήκες πίεσης και κινδύνου εργάζονται νυχθημερόν αγόγγυστα και συνεργάζονται με επιτυχία, από την κορυφή της πυραμίδας ως τη βάση. Όλοι αυτοί, που συντονισμένα και βάσει ενός σχεδίου που έχουμε από την πρώτη μέρα εκπονήσει, δουλεύουν ακούραστα για το υπέρτατο αγαθό της ανθρώπινης ζωής. Πώς αλλιώς θα γίνονταν τα εκατομμύρια τεστ και η διαρκής ιχνηλάτηση, οι διπλάσιες ΜΕΘ σε λίγους μήνες και οι μοριακοί έλεγχοι, οι αδιάλειπτες νοσηλείες σε COVID και non COVID νοσοκομεία παράλληλα με τη διαχείριση των άλλων ασθενών, η απόλυτα ακριβής ηλεκτρονική διαχείριση των ραντεβού εμβολιασμού και τα εξαιρετικά οργανωμένα εμβολιαστικά κέντρα; Όλα αυτά έγιναν με ανθρώπινη συνεργασία και υπερπροσπάθεια. Και, πιστέψτε με, δεν ήταν και δεν είναι καθόλου εύκολο».
«Επενδύουμε στη δημόσια υγεία γιατί αυτή η επένδυση αποδίδει το καλύτερο επιτόκιο. Αυτό της αξίας της ανθρώπινης ζωής. Και δεν θα αφήσουμε κανέναν πίσω», κατέληξε ο υπουργός Υγείας.
«Με αφορμή την ίδρυση αυτού του μοναδικού Κέντρου Αριστείας για την Ποιότητα της Φροντίδας και την Ασφάλεια των Ασθενών στην Περιφέρεια Ευρώπης του ΠΟΥ, ανοίγουμε σήμερα ένα νέο κεφάλαιο», σημείωσε στην ομιλία του ο κ. Kluge.
«Η ανακριβής διάγνωση, τα σφάλματα στη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής, η ακατάλληλη/περιττή θεραπεία, οι ανεπαρκείς ή επισφαλείς κλινικές εγκαταστάσεις, η έλλειψη εκπαίδευσης, η ανεπαρκής συμμετοχή των ασθενών και των οικογενειών τους. Πρόκειται για παραδείγματα ελλιπούς ποιότητας φροντίδας και ασφάλειας ασθενών στην Περιφέρειά μας», τόνισε ο καθηγητής, ο οποίος, κάνοντας αναφορά σε πρόσφατη έκθεση του επιστημονικού περιοδικού Lancet, είπε πως εκτιμάται ότι 8 εκατομμύρια ζωές χάνονται κάθε χρόνο σε όλον τον κόσμο λόγω ανεπαρκούς υγειονομικής περίθαλψης.
«Η Περιφέρεια Ευρώπης του ΠΟΥ δεν αποτελεί εξαίρεση, η ανεπαρκής ή η ατελής υγειονομική φροντίδα αποτελεί πρόκληση και πλήττει περισσότερο τους πιο ευάλωτους. Οι αποκλίσεις ανάμεσα στις χώρες, αλλά και στο εσωτερικό των χωρών οξύνουν τις υγειονομικές ανισότητες. Ανισότητες που έχουν ενταθεί περαιτέρω λόγω της πανδημίας. Όταν εφησυχάζουμε, προκύπτει ένα κόστος που δεν μπορούμε ν’ αντέξουμε. Είναι το κόστος από το αυξημένο φορτίο της νόσου και τη σπατάλη των πόρων. Πόρων που βρίσκονται ήδη σε έλλειψη. Αλλά αυτό μπορούμε να το αλλάξουμε», επεσήμανε.
Ο ίδιος υποστήριξε πως η καλύτερη ποιότητα φροντίδας στηρίζεται σε ένα ισχυρό σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, στο πλαίσιο του οποίου πραγματοποιούνται οι περισσότερες δραστηριότητες πρόληψης, οι περισσότερες διαγνωστικές διαδικασίες, οι περισσότερες ιατρικές επισκέψεις και οι περισσότερες θεραπείες. «Και μην απατάστε, η ποιότητα της φροντίδας περικλείει όλα τα επίπεδα ενός συστήματος υγείας, εξ ου και είναι απαραίτητο να ενσωματώνονται πολιτικές για την ποιότητα σε όλο το φάσμα του, υπογράμμισε και συμπλήρωσε: «Η υγεία και η ευημερία για όλους, σε κάθε ηλικία, βρίσκεται στο επίκεντρο της Ατζέντας 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη του ΟΗΕ. Όπως λέει και ένα ελληνικό ρητό “κανένα αγαθό δεν έχει αξία άμα χάσεις την υγεία”. Η υγεία είναι το ύψιστο αγαθό και γι’ αυτό πρέπει να την προστατεύουμε με κάθε κόστος».
Όπως εξήγησε, στη συνέχεια, ο ΠΟΥ ηγείται μίας μετασχηματιστικής ατζέντας που υποστηρίζει 53 χώρες και εδαφικές περιοχές, ώστε να επιτύχουν τους στόχους για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (SDGs) που σχετίζονται με την υγεία, ειδικά σε ό,τι αφορά την προαγωγή της καθολικής κάλυψης υγείας. «Σήμερα, η βελτιωμένη ποιότητα φροντίδας και η βελτιωμένη ασφάλεια των ασθενών εξακολουθούν να αποτελούν ένα μέσο που δεν αξιοποιείται επαρκώς για την επίτευξη αυτών των στόχων», είπε χαραχτηριστικά και πρόσθεσε πως «το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Εργασίας του ΠΟΥ, το EPW 2020-2025 – “Ενωμένη Δράση για Καλύτερη Υγεία στην Ευρώπη”, αποτελεί τον οδικό χάρτη του ΠΟΥ και των κρατών-μελών του. Αποτυπώνει πολλές καλές προθέσεις, αλλά καμιά τους δεν έχει σημασία εάν δεν πραγματωθεί».
Ο κ. Kluge σημείωσε ότι αυτό το πρόγραμμα «αποτυπώνει τη δέσμευση να μην αφήσουμε κανέναν πίσω. Τα βήματα που κάνουμε σήμερα αποτελούν απόδειξη αυτής της δέσμευσης», εξηγώντας πως «το κέντρο που εγκαινιάζουμε σήμερα θα υπηρετεί τις ανάγκες των χωρών στο νοτιοανατολικό τμήμα της Περιφέρειας Ευρώπης του ΠΟΥ και στη λεκάνη της Μεσογείου, εστιάζοντας στην τεχνική βοήθεια, την υποστήριξη και την ηγεσία σε θέματα ποιότητας της φροντίδας και ασφάλειας των ασθενών».
Αναφερόμενος στους λόγους που επελέγη η Ελλάδα για τη δημιουργία αυτού του γραφείου, ο καθηγητής είπε πως οι Έλληνες είναι από τους πληθυσμούς των οποίων ο τρόπος ζωής προστατεύει την υγεία και βελτιώνει την ποιότητα ζωής. «Η Ελλάδα πρόσφατα πρωτοστάτησε σε σημαντικές εξελίξεις στο πεδίο της υγείας, απαγορεύοντας το κάπνισμα στον δημόσιο χώρο. Η χώρα διαθέτει σημαντική εμπειρία στη μεταρρύθμιση των συστημάτων υγείας. Η Ελλάδα ίδρυσε έναν Εθνικό Οργανισμό για τη Διασφάλιση της Ποιότητας στην Υγεία, ενώ έχει επιδείξει κι εξακολουθεί να επιδεικνύει ισχυρή αντοχή καθ’ όλη τη διάρκεια της ανταπόκρισής της στην COVID-19. Τέλος, η χώρα διαθέτει εξαιρετικούς υγειονομικούς θεσμούς και κορυφαίους ερευνητές. Όλοι τους είναι κρίσιμα συστατικά για να αποδειχθεί επιτυχημένο αυτό το νεοσύστατο Κέντρο Αριστείας» κατέληξε, επισημαίνοντας πως «η σημερινή ημέρα αποτελεί ορόσημο για την Ελλάδα και για τον ΠΟΥ, καθώς και για εκατομμύρια ανθρώπους που θα αποκομίζουν οφέλη για πολλά χρόνια».