Σταθεροποίηση παρουσιάζει ο αριθμός των κρουσμάτων κοροναϊού στη χώρα μας με τα ενεργά κρούσματα να ανέρχονται στις 26.000, ενώ ο μέσος όρος ημερήσιων κρουσμάτων είναι 2.800 σύμφωνα με την Καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, Βάνα Παπαευαγγέλου.
Σύμφωνα με την κ. Παπαευαγγέλου ο δείκτης θετικότητας μειώθηκε στο 5,3% εξηγώντας ότι είναι «κάτι που το περιμέναμε αφού πλέον γίνονται περισσότερα τεστ στην επικράτεια».
Ωστόσο επεσήμανε ότι το επιδημιολογικό φορτίο σε αρκετές περιοχές της χώρας είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένο ενώ σε ορισμένες περιοχές όπως το Κιλκίς, το Ρέθυμνο και η Θάσος, παρουσιάζουν αύξηση.
Όπως είπε πάνω από την μονάδα παραμένει ο δείκτης αναπαραγωγής, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην αυστηρή τήρηση των μέτρων προστασίας και τόνισε ότι δεν πρέπει να εφησυχάζουμε, καθώς η όποια χαλάρωση θα αυξήσει τα κρούσματα, όπως είπε.
Η ενδοοικογενειακή μετάδοση και η μετάδοση σε συναθροίσεις έξω από το σπίτι είναι οι δύο μεγάλοι κίνδυνοι και χρειάζεται συνεχής επαγρύπνηση, καθώς ο ιός στην οποιαδήποτε χαλάρωση μπορεί να μας ξεγελάσει, υπογράμμισε.
Είναι απαραίτητο να έχουμε συνεχή επαγρύπνηση, είπε και πρόσθεσε πρέπει να φανούμε έξυπνοι και πιο αποτελεσματικοί από το ιό είπε η κ. Παπαευαγγέλου.
Αυξημένος, όμως είναι και ο αριθμός των νέων εισαγωγών στα νοσοκομεία. Συνολικά 5.500 ασθενείς νοσηλεύονται με μέσο όρο με τις εισαγωγές ανά ημέρα να φτάνουν τις 250. «Η πίεση στο ΕΣΥ συνεχίζει να αυξάνεται» είπε και πρόσθεσε ότι η αποκλιμάκωση στις ΜΕΘ θα καθυστερήσει για δυο ακόμη εβδομάδες
Ενας στους 4 που εισάγονται σε ΜΕΘ είναι νεότεροι των 55 ετών, είπε και πρόσθεσε ότι σταθερά βλέπουμε μείωση στις εισαγωγές των ΜΕΘ σε ηλικίες άνω των 75 ετών.
Η μέση διάρκεια νοσηλείας υπολογίζεται στις 17 ημέρες όπως είπε και οι προβλέψεις δείχνουν ότι ο αριθμός των θανάτων θα παραμείνει υψηλός και την επόμενη εβδομάδα λόγω του αυξημένου αριθμού των ατόμων που είναι διασωλωνωμένοι.
«Οποιαδήποτε χαλάρωση θα οδηγήσει σε βεβαιότητα σε αύξηση διασποράς, κρουσμάτων και εισαγωγών στα νοσοκομεία» και κατέληξε λέγοντας ότι η επιτροπή επεξεργάζεται τον κίνδυνο μετάδοσης για κάθε δραστηριότητα, τονίζοντας ότι προηγούνται δραστηριότητες που δεν έχουν αντίκτυπο στην κοινωνία.