Προώθηση δημοσιεύσεων με αγορασμένα like; Περίπου το 10% όσων καταφεύγουν σε τέτοιες μεθόδους είναι πολιτικοί – με πρωτοστάτες τους Ρώσους. Ένα ρεπορτάζ της DW.
Ενάμισι έως δύο ρούβλια, τα οποία ισοδυναμούν με περίπου δύο σεντ: μία επένδυση που κοστίζει ελάχιστα για ένα like και μια αναδημοσίευση στο Facebook, ενώ το ίδιο ποσό χρειάζεται κανείς και στο Twitter. Αυτό είναι το κόστος για την προώθηση μιας ανάρτησης για τον Λέονιντ Σλούτσκι στα κοινωνικά δίκτυα. Πρόκειται για τον πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων στη ρωσική Κρατική Δούμα, ο οποίος συνηθίζει να ποστάρει για «προκλήσεις από τις Βρυξέλλες» και για τον «κολασμένο παραλογισμό» της κυβέρνησης Μπάιντεν.
Αναδημοσιεύσεις σε τιμή ευκαιρίας
Με μία σύντομη αναζήτηση μπορεί κανείς να εντοπίσει πλατφόρμες, οι οποίες προσφέρουν έναντι αντιτίμου τις υπηρεσίες τους. Στο τέλος, ωστόσο, κάθε πελάτης μπορεί να επιλέξει ο ίδιος τι είναι διατεθειμένος να πληρώσει για την προώθηση της δημοσίευσής του. Όσο περισσότερο πληρώνει φυσικά κανείς, τόσο πιο γρήγορα λειτουργεί. Οι δημοσιεύσεις του Σλούτσκι είναι από τις πιο δημοφιλείς στα κοινωνικά δίκτυα. Θεωρητικά όμως, οποιοσδήποτε θα μπορούσε να καταφύγει στις αγορές των likes και των retweets: Αρκεί μία εγγραφή στην ιστοσελίδα με μία διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και τα likes μπορούν στη συνέχεια να διανεμηθούν σε οποιονδήποτε χρήστη ή σελίδα.
Δημοσιεύσεις του εν λόγω βουλευτή από τη Ρωσία βρίσκονται σε αυτή την ιστοσελίδα τουλάχιστον από τα μέσα Μαρτίου, όταν η DW άρχισε να παρακολουθεί την αγορά των likes. Παρόλα αυτά σε γραπτή ερώτηση της DW, με την οποία του ζητήθηκε να διευκρινίσει εάν αυτός ή οι υπάλληλοί του αγόρασαν like και αναδημοσιεύσεις σε κοινωνικά δίκτυα, δεν έχει απαντήσει ακόμη.
Influencer, νεοσύστατες επιχειρήσεις και πολιτικοί
Από το 2018, το Στρατηγικό Κέντρο Επικοινωνιών του ΝΑΤΟ έχει αναλάβει να διερευνησει τα “like” με τα οποία βομβαρδίζονται λογαριασμοί στα κοινωνικά δίκτυα. Ένας από τους ανθρώπους που εργάζονται εκεί είναι ο Ρολφ Φρέντχαϊμ. Σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχουν αρκετοί λογαριασμοί πολιτικών που καταφεύγουν σε αγορές like. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι ωστόσο ελάχιστα γνωστοί ή δραστηριοποιούνται σε τοπικό επίπεδο. Γνωστά μέλη της Κρατικής Δούμας βρίσκονται τακτικά ανάμεσα σε αυτούς, δήλωσε ο Φρέντχαϊμ στην DW. Ωστόσο, δεν ήθελε να αναφέρει κανέναν ονομαστικά.
Σε γενικές γραμμές όμως σπάνια εμφανίζονται πολιτικοί σε τέτοιες πλατφόρμες. «Τις περισσότερες φορές, οι λεγόμενοι influencer είναι αυτοί που αγοράζουν τα like για να προωθήσουν τις σελίδες τους στο Instagram και στο Facebook», λέει ο Φρέντχαϊμ. «Συχνά καταφεύγουν στη μέθοδο αυτή και νεοσύστατες επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις που θέλουν να εμφανίζονται μεγαλύτερες και πιο δημοφιλείς από ό,τι είναι στην πραγματικότητα», αναφέρει, ενώ εκτιμά πως το μερίδιο των πολιτικών στην αγορά τέτοιων υπηρεσιών ανέρχεται περίπου στο 10%.
Η Ρωσία πρωτοστατεί στις αγορές like
Σύμφωνα με το Κέντρο Στρατηγικών Επικοινωνιών του ΝΑΤΟ, οι ρωσικές εταιρείες κυριαρχούν στην αγορά χειραγώγησης των κοινωνικών δικτύων. «Σχεδόν όλοι οι μεγάλοι πάροχοι λογισμικού και υποδομών που καταφέραμε να εντοπίσουμε ήταν ρωσικής προέλευσης», αναφέρει σχετική έκθεση.
Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, το συνολικό μερίδιο των ψεύτικων δραστηριοτήτων στα κοινωνικά δίκτυα κυμαίνεται ενδεχομένως ανάμεσα σε 10 έως 30 τοις εκατό όλων των like, των αναδημοσιεύσεων και των προβολών της δημοσίευσης σε αυτές τις πλατφόρμες. «Ωστόσο, μπορούμε να λάβουμε μόνο „στιγμιότυπα“ αυτών των δεδομένων. Επομένως, είναι αδύνατο να εκτιμηθεί πλήρως η έκταση της χειραγώγησης», δήλωσε ο Τζάνις Σαρτς, διευθυντής του Κέντρου Στρατηγικών Επικοινωνιών του ΝΑΤΟ.
Δεν υπάρχει διεθνής κανονισμός
Η προώθηση like και η απόκτηση ψεύτικων συνδρομητών δεν παραβιάζει κανέναν νόμο. Σημαίνει όμως αυτό ότι μπορεί να συνεχίσει να εδραιώνεται κάτι τέτοιο; «Αν με ρωτάτε ως ερευνητή για τη γνώμη μου», λέει ο Ρόλφ Φρέντχαϊμ, «τότε όχι, δεν υπάρχει λόγος γι ‘αυτό». Ο ίδιος είναι της άποψης ότι οι ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές πρέπει να απαγορεύσουν τέτοιου είδους συναλλαγές εντός της ΕΕ.
Ο Τζάνις Σαρτς είναι πεπεισμένος ότι οι ίδιοι οι κολοσσοί του διαδικτύου θα μπορούσαν να δράσουν πιο αποτελεσματικά ενάντια σε ψεύτικους χρήστες (bots) και τέτοιου είδους χειραγωγήσεις της κοινής γνώμης μέσω πληρωμένων like. Ωστόσο αυτό απαιτεί ένα σύστημα που θα επιτρέπει σε κρατικές ή διεθνείς δομές να ελέγχουν το βαθμό, στον οποίο τα κοινωνικά δίκτυα κάνουν σωστά τη δουλειά τους για την καταπολέμηση των bots. Εκείνα που δεν επιτρέπουν στους χρήστες να κάνουν σαφή διάκριση μεταξύ ανθρώπινης και αυτοματοποιημένης δραστηριότητας θα πρέπει να αντιμετωπίζουν «αυστηρές ποινές», υπογραμμίζει ο Σαρτς.
«Τα κοινωνικά δίκτυα έχουν γίνει πεδίο όπου διεξάγονται δημόσιες συζητήσεις. Και αν υπάρχει δυνατότητα χειραγώγησης εκεί, υπονομεύεται συνολικά η Δημοκρατία», δήλωσε ο Σαρτς. Θεωρεί πως το κλειδί για την καταπολέμηση αυτού του προβλήματος είναι να γίνουν οι υπηρεσίες τους τόσο ακριβές, ώστε να μην αξίζει πλέον να καταφύγει κάποιος σε αυτές. Ωστόσο μέχρι το σημείο αυτό ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς, επισημαίνει ο Ρολφ Φρέντχαϊμ: «Το Facebook και το Twitter έχουν κάνει πολλά βήματα τα τελευταία χρόνια. Αλλά σε μεγαλύτερη κλίμακα η αγορά παρόμοιων υπηρεσιών παραμένει σχετικά εύκολη – και αρκετά φθηνή».
Πηγή: DW – Ιλία Κοβάλ Επιμέλεια: Χρύσα Βαχτσεβάνου