Ενάμιση περίπου χρόνο μετά τον ξαφνικό θάνατο του Λευτέρη Ξανθόπουλου όσοι είναι εξοικειωμένοι όχι μόνο με τις ταινίες του, αλλά και με τα ποιητικά και τα πεζογραφικά του βιβλία, έχουν την ευκαιρία να έρθουν σε επαφή με τα τελευταία γραπτά του, τα οποία φιλοξενούνται στον μεταθανάτιο τόμο διηγημάτων «Warum?» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Έχοντας υπογράψει σκηνοθετικά ταινίες όπως το «Καλή πατρίδα, σύντροφε» (1986) και τον «Δραπέτη» (1991) και ντοκιμαντέρ όπως τα (μεταξύ άλλων) «Ελληνική Κοινότητα Χαϊδελβέργης» (1978), «Ο Γιώργος από τα Σωτηριάνικα» (1979), «Στα Τουρκοβούνια» (1982), «Επί Κολωνώ» (1983), «Η μεγάλη πομπή (Αλέξης Πανσέληνος)» (1988), «Ποιος είναι ο τρελός λαγός (Μίλτος Σαχτούρης)» (1992), «Ο κήπος με τ’ αμέτρητα παράθυρα (Νίκος Εγγονόπουλος)» (2005) και «Πάρε τα δώρα… Κική Δημουλά και Τίτος Πατρίκιος» (2011), ο Ξανθόπουλος δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει ποίηση, όπως και πεζογραφία, από τις σελίδες της οποίας ξεπηδούν τα τοπία, τα χρώματα και οι μυρωδιές τόσο των παιδικών χρόνων όσο και του ενήλικου βίου του.
«Warum» στα γερμανικά σημαίνει «γιατί» και σίγουρα ο Ξανθόπουλος δεν διάλεξε τυχαία τον τίτλο του βιβλίου του. Τοποθετώντας όλες τις ιστορίες του κοντά στις γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, ο συγγραφέας δεν μιλάει παρά μόνο παρεμπιπτόντως για το εορταστικό πνεύμα των ημερών αφού ο βασικός σκοπός του είναι άλλος: να βρει απλώς μια κοινή αφορμή για να συνδέσει εντελώς διαφορετικούς μεταξύ τους ανθρώπους, ξετυλίγοντας τον μίτο της ζωής τους προς μια σταθερά ερωτηματική κατεύθυνση: έχουν άραγε σημασία τα όσα έζησαν, κι αν ναι, ποια ακριβώς είναι αυτή και τι άραγε θα συνέβαινε αν αίφνης έρχονταν ξανά αντιμέτωποι μαζί της; Υπό αυτή την έννοια, εκείνο που κυριαρχεί στα διηγήματα του Ξανθόπουλου είναι το άνοιγμα της μνήμης, η διαρκής λειτουργία της διελκυστίνδας της.
Τι συμβαίνει όταν ζευγάρια που έχουν να συναντηθούν επί δεκαετίες, επειδή ο χρόνος που μεσολάβησε πρόλαβε να αλλάξει το σύμπαν, ξαναβρίσκονται και πιάνουν τα πάντα (ή φαντάζονται πως θα πιάσουν τα πάντα) από την αρχή; Τι μπορεί να επιβιώσει από το παρελθόν, ποιον δρόμο θα ακολουθήσουν οι αλλοτινές ορμές και επιθυμίες, ποια όνειρα θα εκπληρωθούν και ποιες προσδοκίες θα μείνουν οριστικά χαμένες; Η μνήμη, ωστόσο, είναι πιθανόν να χαράξει και άλλες διαδρομές: να πάει στα παιχνίδια και στα στολίδια άλλων εποχών, όταν οι τωρινοί ενήλικες ήταν ακόμη παιδιά, να ταξιδέψει στις δημόσιες παρακαταθήκες και να αναστήσει τον ποιητή Κώστα Κρυστάλλη στον ανθυγιεινό χώρο του τυπογραφείου όπου δούλευε ή να ανακινήσει διακριτικά κάτι από τα πολλαπλά τραύματα του Εμφυλίου.
Ο Ξανθόπουλος δεν δουλεύει μόνο με τη μνήμη, ατομική ή συλλογική. Στα διηγήματά του πρωταγωνιστούν οι πιο διαφορετικές φιγούρες (φτωχοί, πρόσωπα του εργατικού μόχθου, μετανάστες στη Γερμανία, τρελοί, χρήστες ναρκωτικών, αστυνομικοί, συγγραφείς, δημόσιοι υπάλληλοι) και κάτι τέτοιο του επιτρέπει να καταπιαστεί με αναπάντεχα ποικίλες όψεις της κοινωνικής καθημερινότητας: από πορνεία, ναρκωτικά και ανορθόγραφους (όπως τους περιγράφει ο ίδιος) έρωτες μέχρι σαλιγκάρια που κρύβονται σε ένα φύλλο μαρουλιού, τραυματισμένες κουκουβάγιες, επαίτες, καλλιτέχνες που έχουν αποφασίσει να δέσουν χειροπόδαρα τους επικριτές τους, κινηματογραφόφιλους που αναπολούν ξεχασμένα αριστουργήματα, καθώς και αγαθούς τρελούς που σπάνε στο ξύλο (χωρίς κανένας να το περιμένει) όσους τους περιπαίζουν.
Με μια γλώσσα ρεαλιστική και λυρική ταυτοχρόνως, που ξέρει πώς να τιμά τη φύση, τους δροσερούς καρπούς, τις ωραίες γεύσεις, αλλά και τη μαγεία των υλικών αντικειμένων, παίζοντας ακούραστα με την πατίνα του χρόνου, ο Ξανθόπουλος μας αποχαιρετά με ένα καλογραμμένο, υποβλητικά φωτισμένο και πάνω απ’ όλα ιδιαίτερα τρυφερό βιβλίο.