Εχει την αλαζονεία της η νιότη; Εχει τη μικρή ή μεγάλη αδιαφορία της για τους κανόνες; Νιώθει ότι την πνίγει η αλυσίδα των «πρέπει» και το θεωρεί υποχρέωσή της, αν όχι να τη σπάσει, τουλάχιστον να την περιγελάσει; Οποιος από εμάς τους ενηλίκους (που δεν ταυτιζόμαστε κατ’ ανάγκην με τους ώριμους) απαντήσει «όχι», θα δει σίγουρα τον καθρέφτη του να τον ειρωνεύεται για την υποκρισία του ή να τον συγχαίρει θερμά που κατάφερε να περάσει κατευθείαν από την παιδική ηλικία στην τριτοτέταρτη δεκαετία της ζωής του. Χωρίς μεσοσταθμό στην εφηβεία και στη νεότητα.
του Παντελή Μπουκάλα
Οχι. Αυτό δεν σημαίνει ότι η νεολαία ξέρει πάντα σε ποια θεότητα κάνει τις θυσίες της ή ότι έχει πάντα δίκιο. Νιώθει εντούτοις πως έχει δικαίωμα στο λάθος, στην άρνηση, στην υπερβολή. Και το δικαίωμα αυτό το παίρνει από εμάς, όπως το παίρναμε κι εμείς στον καιρό της νιότης από τους δικούς μας γονιούς: αυθαίρετα, αλλά με αυθαιρεσία φυσική, σχεδόν γονιδιακή. Πρόκειται για μια σκυταλοδρομία που άρχισε τον καιρό που κατεβήκαμε από τα δέντρα και δεν θα τελειώσει ποτέ. Τουλάχιστον από την εποχή του Αριστοφάνη, οι μεγάλοι έχουν τη συνήθεια να τα ψέλνουν στους ανεπρόκοπους νεότερους. Δηλαδή, να επαναλαμβάνουν τα στηλιτευτικά τροπάρια που άκουσαν και οι ίδιοι από τους γεννήτορές τους.
Οι πλατείες δεν είναι ελληνική αποκλειστικότητα, όπως διαλαλούν όσοι αισθάνονται εκ γενετής ώριμοι διδάχοι. Εθνομηδενισμός δεν είναι να πιστεύεις ότι ίσως δεν έχουμε δίκιο σε όλα τα μέτωπα με τρίτες χώρες ή ότι το Κρυφό Σχολειό είναι θρύλος. Εθνομηδενισμός είναι να κηρύσσεις –θεωρώντας την αποψάρα σου αποδεδειγμένη αλήθεια– πως η νεολαία της χώρας μας, δηλαδή η συνέχειά μας και η ελπίδα μας, είναι μακράν η πλέον οκνηρή στον πλανήτη, η πλέον καλομαθημένη και η πλέον παραβατική.
Και μαζεύεται στις πλατείες λες και απαρτίζεται από μαριονέτες, παρασυρμένη από χουλιγκάνους, υπνωτισμένη από αντιεξουσιαστές, ποδηγετημένη από κομματόσκυλα. Πολύ βολικό για να είναι αλήθεια.
Οι φυλές από πλατεία σε πλατεία διαφέρουν. Αλλά και σε κάθε ξεχωριστή πλατεία δεν δουλεύει κάποιος εξισωτής που τους κάνει όλους ίδιους. Κοινή είναι η κόπωση του εγκλεισμού, πιθανόν η βαρεμάρα και σίγουρα η μέχρις αποστροφής απογοήτευση απ’ όσα ακούνε για την αυτοσχεδιαστική προχειρότητα των μέτρων, πιστοποιημένη από την αναποτελεσματικότητά τους, ή για το διευρυνόμενο χάσμα επιστήμης και πολιτικής. Ισως δεν «γλεντάνε» επειδή νιώθουν άτρωτοι, αλλά επειδή νιώθουν αναλώσιμοι και με παγωμένο μέλλον.
Πηγή: Καθημερινή