Από τότε που ο Φραγκλίνος Ρούσβελτ υποσχέθηκε να σώσει τη χώρα από τη Μεγάλη Ύφεση κατά τη διάρκεια των πρώτων 100 ημερών της θητείας του, αυτό το χρονικό πλαίσιο έχει αποτελέσει σημείο αναφοράς για την αξιολόγηση των επιδόσεων των προέδρων των ΗΠΑ.
Όταν ο Τζο Μπάιντεν ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 20 Ιανουαρίου 2021, η χώρα βυθιζόταν σε μια διπλή κρίση, εκείνη της πανδημίας του κοροναϊού και εκείνη της οικονομίας.
Τι πέτυχε;
Ο Μπάιντεν πέτυχε τις δύο μεγαλύτερες προτεραιότητές του: την ψήφιση πρόσθετων μέτρων ανακούφισης για τις οικονομικές συνέπειες της πανδημίας και την επιτάχυνση της εμβολιαστικής διαδικασίας στις ΗΠΑ. Πέρασε ένα πακέτο μέτρων ύψους 1,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που περιελάμβανε άμεσες πληρωμές ύψους 1.400 δολαρίων στους περισσότερους Αμερικανούς και έχει παραδώσει μέχρι στιγμής πάνω από 200 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων, διπλάσια ποσότητα από την αρχικά επιδιωκόμενη σε αυτές τις πρώτες 100 ημέρες. Αυτές είναι αναμφισβήτητες επιτυχίες.
Παράλληλα, ο Μπάιντεν έχει προχωρήσει στην αποκατάσταση της θέσης των ΗΠΑ σε θέματα κλιματικής αλλαγής, στον τερματισμό του 20ετούς πολέμου στο Αφγανιστάν και στην προσπάθεια εκτόνωσης και αποκατάστασης των σχέσεων με το Ιράν.
Η σύνοδος κορυφής του Λευκού Οίκου για το κλίμα την Ημέρα της Γης κατάφερε να φέρει στο τραπέζι τους παγκόσμιους ηγέτες και να δημιουργήσει έναν νέο γύρο δεσμεύσεων για τη μείωση των εκπομπών ρύπων, χωρίς όμως να υπάρχει σαφές σχέδιο για την επίτευξη αυτών των στόχων.
Το σχέδιο απόσυρσης των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν θα τερματίσει επιτέλους τον μακροβιότερο πόλεμο της χώρας, αλλά έχει προκαλέσει διακομματικές επικρίσεις για το γεγονός ότι αφήνει τη χώρα χωρίς σχέδιο για τη διασφάλιση της σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή. Επίσης, οι προσπάθειες του Αμερικανού προέδρου για την επαναπροσέγγιση με το Ιράν και την αναβίωση της πυρηνικής συμφωνίας του 2015 βρίσκονται ακόμη στην αρχή, αλλά έχουν διαμορφωθεί οι συνθήκες για μια συμφωνία στα τέλη του τρέχοντος έτους ή το 2022.
Τι δεν πέτυχε;
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο Μπάιντεν έδωσε μεγάλες υποσχέσεις σχετικά με την αντιστροφή των περιοριστικών μεταναστευτικών πολιτικών του Ντόναλντ Τραμπ, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης του ανώτατου ορίου των προσφύγων που γίνονται δεκτοί στη χώρα από 15.000, επίπεδο που έχει θέσει ο Τραμπ, πίσω στο ιστορικό επίπεδο των περίπου 65.000 ανθρώπων.
Όμως ο Μπάιντεν αποφάσισε στην πραγματικότητα να διατηρήσει προσωρινά το ανώτατο όριο των μεταναστών και προσφύγων στα επίπεδα της εποχής Τραμπ λόγω των προκλήσεων που συνεπάγεται η γρήγορη αύξηση αυτών των αριθμών. Αυτό προκάλεσε πολλά πυρά από την προοδευτική πτέρυγα του κόμματός του. Ο πρόεδρος έχει σημειώσει μικρή πρόοδο στην επινόηση ενός πιο ανθρώπινου συστήματος για την επεξεργασία των αιτούντων άσυλο στα σύνορα, αν και δεδομένων των βαθιών διαιρέσεων σχετικά με τη μεταναστευτική πολιτική στο Κογκρέσο, αυτό φαίνεται σχεδόν αδύνατο να επιτευχθεί όχι μόνο στις πρώτες 100 ημέρες αλλά και στις επόμενες 1.359.
Ο Μπάιντεν φαίνεται επίσης να έχει υποτιμήσει τη δυσκολία επίτευξης του διακηρυγμένου στόχου του για την αποκατάσταση της παγκόσμιας επιρροής των ΗΠΑ μετά την υποχώρηση που σημειώθηκε στα χρόνια του Τραμπ. Αυτό δεν θα ήταν ποτέ εφικτό μέσα σε 100 ημέρες, αλλά η κυβέρνηση φαίνεται να έχει «σκοντάψει» από την αρχή, δεχόμενη επίσης κριτική για την απροθυμία της να εξάγει εμβόλια κατά του κορονοϊού. Ο Λευκός Οίκος φάνηκε επίσης να αιφνιδιάζεται από τις κινήσεις της κινεζικής ηγεσίας, επιχειρώντας ωστόσο να επαναφέρει τον διάλογο με τον κυριότερο παγκόσμιο αντίπαλο των ΗΠΑ.
Ποιο απροσδόκητο ζήτημα προέκυψε;
Κανείς δεν θα είχε σοκαριστεί στα τέλη του 2020 εάν άκουγε ότι θα προέκυπτε θέμα με την Ουκρανία, αλλά λίγοι θα μπορούσαν να μαντέψουν ότι η ρωσική ηγεσία θα κινητοποιούσε περισσότερους από 100.000 στρατιώτες καθώς και τανκς, αεροπλάνα και πλοία στα ουκρανικά σύνορα στις αρχές Απριλίου. Λίγες ημέρες αργότερα, ο Μπάιντεν επιβεβαίωσε εκ νέου την προθυμία των ΗΠΑ να αντεπιτεθούν με ένα διάταγμα που αυξάνει τις κυρώσεις σε βάρος συγκεκριμένων Ρώσων αξιωματούχων, ενώ αφήνει ανοιχτό τον διάδρομο για περαιτέρω κλιμάκωση. Το διάταγμα έστειλε ένα σαφές μήνυμα ότι η πολιτική κυρώσεων υπό τη νέα κυβέρνηση θα είναι πιο σθεναρή από ό,τι επί ημερών Τραμπ. Προς το παρόν ωστόσο η κατάσταση στα ουκρανικά σύνορα φαίνεται να έχει αποκλιμακωθεί.
Πως ανταποκρίθηκε η αμερικανική κοινωνία στον Μπάιντεν;
Με υψηλά ποσοστά αποδοχής, ο Μπάιντεν ξεπερνά τον Τραμπ τις πρώτες 100 ημερών και βρίσκεται πίσω ή περίπου στα ίδια επίπεδα με τους τέσσερις προέδρους πριν από αυτόν. Η επίδοση αυτή δεν είναι σπουδαία, αλλά ούτε και κακή, λαμβάνοντας υπόψη τα υψηλά επίπεδα πόλωσης στη χώρα.
Ο Μπάιντεν είναι λιγότερο δημοφιλής σε αυτό το σημείο της προεδρίας του από ό,τι ο τελευταίος πρόεδρος των Δημοκρατικών, Μπαράκ Ομπάμα. Αλλά σε αντίθεση με τον Ομπάμα, ο Μπάιντεν δεν φαίνεται πιθανό να αντιμετωπίσει σύντομα μια σημαντική ανακατάταξη στο εσωτερικό της αμερικανικής πολιτικής σκηνής, όπως συνέβη επί Ομπάμα με το «κόμμα του τσαγιού» (Tea Party), εξέλιξη που οδήγησε σταδιακά στη τροφοδότηση του φαινομένου Τραμπ στην πολιτική ζωή της χώρας.
Εκατό ημέρες δεν είναι αρκετός χρόνος για να το κριθεί πραγματικά ο νέος πρόεδρος, ωστόσο τα πρώτα δείγματα είναι θετικά. Οι έκτακτες συνθήκες στη χώρα βοηθούν σε κάθε περίπτωση τους στόχους του. Τα χαμηλά επιτόκια και οι έκτακτες συνθήκες λόγω της πανδημίας κατέστησαν δυνατό ένα νέο ρεκόρ δανεισμού μέσω του οποίου χρηματοδοτήθηκαν τα μέτρα ανακούφισης από τον κορονοϊό, ενώ τώρα ο Μπάιντεν προτείνει αυξήσεις φόρων για τις υψηλές εισοδηματικές κατηγορίες προετοιμάζοντας τα επόμενα σχέδια των δαπανών του. Αυτά περιλαμβάνουν ένα νομοσχέδιο ύψους 2,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για τον εκσυγχρονισμό των υποδομών της χώρας και τον μετριασμό της απειλής της υπερθέρμανσης του πλανήτη, καθώς και άλλα 1,5 τρισεκατομμύρια δολάρια για την εκπαίδευση και την πληρωμένη οικογενειακή άδεια.
Ο Μπαίντεν τα «δίνει όλα» μέσα από μια νέου τύπου κεϋνσιανή προσέγγιση. Μέχρι τώρα τα αποτελέσματα είναι θετικά, παρά την κριτική από τους Ρεπουμπλικάνους, έχοντας στο ζήτημα των δημοσίων επενδύσεων, και σε άλλα θέματα, τη στήριξη της προοδευτικής πτέρυγας του κόμματός του.
Πηγή: www.rosa.gr