Η μελέτη της ομάδας Dissensus για τη διείσδυση και τις μεταμορφώσεις του ακροδεξιού τρόπου σκέψης μετά τη δίκη της Χρυσής Αυγής. Τα πρώτα συμπεράσματα της μελέτης «Η κανονικοποίηση του ακροδεξιού λόγου στην Ελλάδα: φύλο, ΜΜΕ, Ενοπλες Δυνάμεις, Εκκλησία».
Τον Σεπτέμβριο του 2021 θα δημοσιευτεί στα ελληνικά και τα αγγλικά, με την υποστήριξη του Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, η μελέτη «Η κανονικοποίηση του ακροδεξιού λόγου στην Ελλάδα: φύλο, ΜΜΕ, Ενοπλες Δυνάμεις, Εκκλησία». Πρόκειται για έργο της ομάδας κοινωνικών μελετών Dissensus. Την επιστημονική ευθύνη έχουν η Ρόζα Βασιλάκη και ο Γιώργος Σουβλής. Τη στατιστική ανάλυση υπογράφει ο Τρύφωνας Λεμοντζόγλου, ενώ μέλη της ομάδας είναι οι Νίκος Αντωνάκος, Ελλη Βουγιούκα, Κατερίνα Δουκαρέλλη, Ανδρομάχη Κουτσουλέντη, Στέφανος Λιακάκος, Αννα Μπιρμπιλοπούλου, Νατάσα Μπραέσα, Μόνικα Ναμία, Βασίλης Νικητάκης, Ραφαήλ Ξένος, Γιώργος Παπακωνσταντίνου, Ηρώ Τσαρμποπούλου-Φωκιανού, Ελια Ψαρά.
Στη συνέχεια παραθέτουμε ορισμένα πρώτα συμπεράσματα, τα οποία είχαν την καλοσύνη να μας θέσουν υπόψη οι μελετητές. Ενα πολύ μικρό τμήμα της συνολικής μελέτης που αναμένεται με ενδιαφέρον.
[…] Η απόφαση στη δίκη της Χρυσής Αυγής τον Οκτώβριο του 2020 ολοκλήρωσε τη διαδικασία απονομιμοποίησής της που είχε αρχίσει σε επίπεδο κοινωνίας κάποια χρόνια πριν. Ολόκληρο σχεδόν το πολιτικό φάσμα, ακόμη και από κόμματα που είχαν διατηρήσει στο παρελθόν ευθείες σχέσεις με στελέχη της Χρυσής Αυγής, επικρότησαν την καταδίκη της.
Η σύγκλιση ολόκληρου του πολιτικού φάσματος εναντίον της εγκληματικής ναζιστικής οργάνωσης, το λεγόμενο «δημοκρατικό τόξο», η μαζικότητα των διαδηλώσεων, η ομοφωνία των ΜΜΕ, φαινόταν να κατασκευάζουν μια νέα είδους συναίνεση με το αντίθετο πλέον πρόσημο: η κοινωνική ανοχή που έδωσε τη δυνατότητα στη Χρυσή Αυγή να αναδειχθεί σε ρυθμιστικό παράγοντα, κατά τη δεκαετία της ελληνικής οικονομικής κρίσης, έδωσε τη θέση της σε μια ευρεία σύγκλιση κατά των πρακτικών της, που χαρακτηρίστηκαν πλέον εγκληματικές.
Ωστόσο, η καταδίκη των αντιλήψεων που προήγαγε δεν έτυχαν της ίδιας μεταχείρισης και αυτό αποτέλεσε την αφορμή για την έρευνα γνώμης που αναλύεται παρακάτω. Με άλλα λόγια, θελήσαμε να διαπιστώσουμε εάν τα ιδεολογικά μοτίβα στα οποία στηρίχθηκε η Χρυσή Αυγή και τα οποία σε διαφορετικές εκδοχές υιοθετήθηκαν από όλες τις πολιτικές εκδοχές της ελληνικής Δεξιάς συνέχισαν να υφίστανται μετά το πέρας της δικαστικής της καταδίκης, ποιο ήταν το αποτύπωμα των ιδεών της στις αντιλήψεις του κοινωνικού συνόλου, κατά πόσο ο λόγος της Ακρας Δεξιάς διαπερνά την καθημερινότητα και εμφιλοχωρεί σε στάσεις και απόψεις που σταδιακά κανονικοποιούνται.
[…] Πιο συγκεκριμένα, σε σχέση με την έρευνα γνώμης, οι ερωτήσεις διατυπώθηκαν με βάση θεματικές που μετά από ποιοτική έρευνα και εξέταση της βιβλιογραφίας διαπιστώθηκε ότι αποτέλεσαν ζητήματα κεντρικής σημασίας στον ιδεολογικό λόγο εκείνων των πολιτικών μορφωμάτων που διεκδίκησαν μια επιστροφή στην «ελληνικότητα» με όρους «συντηρητισμού».
[…] Το ερωτηματολόγιο εστίασε σε ένα ερευνητικό κενό: στη διερεύνηση της διασποράς ζητημάτων που έχουν αποτελέσει ναυαρχίδες του ακροδεξιού και υπερσυντηρητικού λόγου, είτε αυτός εκφράζεται μέσα από κόμματα, είτε από αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κοινωνία των πολιτών (π.χ. οργανώσεις, συλλόγους) η οποία δεν έχει πάντοτε και απαραίτητα θετικό ή προοδευτικό κοινωνικό πρόσημο. Εδώ ωστόσο θα πρέπει να διευκρινιστεί πως δεν συνεπάγεται αυτόματα ότι όποιος συμφωνεί με τις επιμέρους δηλώσεις που διατυπώνονται στο ερωτηματολόγιο εμφορείται από ακροδεξιές αντιλήψεις εν συνόλω.
Στόχος μας είναι περισσότερο να διερευνήσουμε τον βαθμό στον οποίο το σύγχρονο «θεματολόγιο» της Ακρας Δεξιάς –που στέκεται απορριπτικά έναντι της κοινωνικής στροφής σε πιο ανεκτικές και συμπεριληπτικές στάσεις, συμπεριφορές και νομοθεσίες και τη βιώνει ως «κρίση αξιών»– έχει διεισδύσει στον καθημερινό λόγο. Με άλλα λόγια, δηλαδή, το πώς αυτές οι ακραίες απόψεις που εκφράζονται αρνητικά, μέσω φοβικότητας και αποκλεισμού, γίνονται «αυτονόητες» και πλαισιώνουν την «κοινή λογική».
[…] Οι ερωτήσεις 1-3 προσκαλούν σε μια αξιολόγηση της Χρυσής Αυγής έτσι ώστε να αποτυπωθεί η γενική εικόνα για τη συγκεκριμένη οργάνωση και τη δράση της στον απόηχο της δικαστικής της καταδίκης. Αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ως εύρημα αναφορικά με τις συγκεκριμένες ερωτήσεις είναι η συντριπτική απαξίωση της Χρυσής Αυγής από το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας πέραν των επιμέρους χαρακτηριστικών του δείγματος: το 84% του γενικού πληθυσμού κρίνει θετικά το αποτέλεσμα της δίκης, το 84,7% θεωρεί ότι η Χρυσή Αυγή ήταν πράγματι εγκληματική οργάνωση, ενώ μόνο ένα ποσοστό 12,40% θεωρεί ότι έκανε και ορισμένα καλά.
Το δείγμα των Σωμάτων Ασφαλείας κινείται σε παρόμοια επίπεδα αναφορικά με τις δύο πρώτες ερωτήσεις (και μάλιστα με μεγαλύτερα ποσοστά από τα αντίστοιχα στον γενικό πληθυσμό) ενώ παρουσιάζει μια αρκετά αξιοσημείωτη απόκλιση σε σχέση με την τρίτη ερώτηση, δίνοντας ένα ποσοστό 27,5% αναφορικά με την αξιολόγηση ότι η Χρυσή Αυγή έκανε και ορισμένα καλά. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι αυθόρμητες απαντήσεις περί «των καλών που έκανε η Χρυσή Αυγή».
Χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι «βοηθούσε τον φτωχό κόσμο», «προστάτεψε ανυπεράσπιστους πολίτες», «κατήγγειλε τα σκάνδαλα και τη διαπλοκή», «εργάστηκε ανιδιοτελώς υπέρ των Ελλήνων», «έδωσε προτεραιότητα στους Ελληνες», «αγώνες κατά της παράνομης μετανάστευσης». Οι δηλώσεις αυτές υποδεικνύουν ότι στον βαθμό που η Χρυσή Αυγή αποτιμάται θετικά από ένα μέρος των Ελλήνων πολιτών, το βασικό της πλεονέκτημα εδράζεται σε αυτό που εκλαμβάνεται ως προτεραιότητα σε εκείνους τους Ελληνες που αισθάνονται παραγκωνισμένοι και απειλημένοι, καθώς και στην πρόσληψη του πολιτικού συστήματος ως βρόμικου, διεφθαρμένου και χωρίς μέριμνα για τους πολίτες.
[…] Ωστόσο, όπως τονίσαμε και παραπάνω, στόχος μας ήταν να προχωρήσουμε πέραν της καταδίκης της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης και να διερευνήσουμε τη διείσδυση των τρόπων εκλογίκευσης που χαρακτηρίζουν ευρύτερα αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ακροδεξιό τρόπο θέασης της κοινωνικής πραγματικότητας στο κοινωνικό σώμα. Ετσι, οι ερωτήσεις που ακολουθούν εστιάζουν στο ζήτημα της πολιτισμικής ταυτότητας, της θρησκευτικής ταυτότητας, της εσωτερικής και της εξωτερικής ασφάλειας, των αντιλήψεων περί σεξουαλικής ταυτότητας και διαφοράς και των αντιλήψεων περί αντισημιτισμού.
Ετσι, οι ερωτήσεις 4-11 επικεντρώνονται στο ζήτημα της πολιτισμικής ταυτότητας και της πολιτισμικής διαφοράς. Εδώ αρχίζει να διαφαίνεται ότι παρόλη την ομόψυχη καταδίκη της Χρυσής Αυγής, αντιλήψεις που είναι κεντρικές στο αξιακό σύμπαν της Ακρας Δεξιάς τυγχάνουν σημαντικά μεγαλύτερης αποδοχής.
Το 35% του γενικού πληθυσμού πιστεύει ότι ο ελληνικός πολιτισμός είναι ανώτερος των άλλων, ενώ το ποσοστό αυτό αγγίζει το 55% στα Σώματα Ασφαλείας και το 47% σε όσους έχουν λάβει μέχρι δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αναφορικά με το αν η Ελλάδα είναι ρατσιστική χώρα, το 49,7% πιστεύει ότι δεν είναι, με το ποσοστό να φτάνει στο 65% στα Σώματα Ασφαλείας και χωρίς μεγάλες αποκλίσεις αναφορικά με τα άλλα γενικά χαρακτηριστικά του δείγματος.
Στην ερώτηση εάν οι ερωτηθέντες αισθάνονται ότι η χώρα κινδυνεύει από πολιτισμική αλλοίωση, το 57,10% του γενικού πληθυσμού απαντά θετικά, με το ποσοστό να φτάνει στο 72,50% στα Σώματα Ασφαλείας και στο 68,80% σε όσους έχουν λάβει μέχρι δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι είναι πάνω από 50%, δηλαδή πλειοψηφικό, σε κάθε υποκατηγορία του δείγματος. Σε σχέση με το εάν τα παιδιά που γεννιούνται από μη Ελληνες γονείς στην Ελλάδα θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα απόκτησης της ελληνικής ιθαγένειας, ένα συντριπτικό ποσοστό της τάξεως του 76,80% του γενικού πληθυσμού τάσσεται υπέρ, με ποσοστό και πάλι σημαντικά μικρότερο στα Σώματα Ασφαλείας -52,50%- που ωστόσο, και σε αυτήν την περίπτωση, παραμένει πλειοψηφικό.
Αυτό το εύρημα ίσως σηματοδοτεί μια θετική μεταστροφή σε σχέση με την αντιμετώπιση των μεταναστών δεύτερης γενιάς και τις αντιλήψεις για την ενσωμάτωσή τους στην ελληνική κοινωνία. Ωστόσο, ένα ποσοστό της τάξεως του 62,60% (με ποσοστά άνω του 50%, δηλαδή πλειοψηφικά, σε κάθε υποκατηγορία που εξετάζεται) και του συντριπτικού ποσοστού της τάξεως του 90% στα Σώματα Ασφάλειας πιστεύει ότι ο αριθμός των μεταναστών στη χώρα μας είναι υπερβολικά μεγάλος. Επίσης, το 58,50% του γενικού πληθυσμού (και πάλι με ποσοστά άνω του 50%, δηλαδή πλειοψηφικά, σε κάθε υποκατηγορία που εξετάζεται) και το συντριπτικό ποσοστό του 87,50% των Σωμάτων Ασφαλείας και το 71,90% όσων έχουν λάβει μέχρι δευτεροβάθμια εκπαίδευση πιστεύουν ότι η μετανάστευση σχετίζεται με την εγκληματικότητα.
Στην ίδια λογική, ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας φαίνεται να έχει οικειοποιηθεί το απαξιωτικά φορτισμένο λεξιλόγιο της Χρυσής Αυγής, καθώς το 50,10% του γενικού πληθυσμού και το 72,5% των Σωμάτων Ασφαλείας συμφωνεί με τη χρήση ή χρησιμοποιεί τον όρο «λαθρομετανάστης». Αξιοσημείωτο είναι το ότι στη συνείδηση της κοινωνίας φαίνεται να έχει εμπεδωθεί η διαφορά μεταξύ μετανάστη και πρόσφυγα σε ποσοστό 89,50% του γενικού πληθυσμού, χωρίς σημαντικές αποκλίσεις επί των επιμέρους χαρακτηριστικών του δείγματος.
Αυτό που βλέπουμε δηλαδή είναι ότι παρά την ομοψυχία που αφορά την καταδίκη των εγκληματικών ενεργειών της Χρυσής Αυγής, σημαντικό μέρος του πληθυσμού αντιλαμβάνεται την πολιτισμική διαφορά ως απειλή και στέκεται απαξιωτικά απέναντί της (π.χ. ο ελληνικός πολιτισμός είναι ανώτερος, οι μετανάστες συνδέονται με την εγκληματικότητα), χωρίς ωστόσο να θεωρεί απαραίτητα μια τέτοια στάση «ρατσιστική».