Το αντικείμενο της (ελληνικής) μαφίας είναι προστασίες, εκβιασμοί, σωματεμπορίες, τζόγος, λαθρεμπόριο και ναρκωτικά, με βιτρίνα “νόμιμων” δραστηριοτήτων συνήθως τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος ή τις υπηρεσίες security.
Την ελληνική μαφία διοικούσαν, μέχρι πρότινος τουλάχιστον, άνθρωποι που ανδρώθηκαν στο συνδικάτο του εγκλήματος και τις παρυφές του και ανέλαβαν κάποια στιγμή στα τέλη της δεκαετίας 2000 με αρχές δεκαετίας 2010 τα ηνία της.
Γύρω στο 2017 ή νωρίτερα συνέβη a disturbance in the Force στους κύκλους της ελληνικής μαφίας και άρχισαν (και πάλι) τους κινηματογραφικούς αλληλοσκοτωμούς χωρίς να είναι και πολύ ξεκάθαρο ποιος είναι φίλος ποιός εχθρός, τύπου μπαλάντας της τρύπιας καρδιάς στο ρεαλιστικότερο, η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα:
Το 2018 εκτελέστηκαν με συμβόλαια θανάτου μερικά από τα μεγαλύτερα κεφάλια, όπως ο Στεφανάκος, ο Καραγιάννης, αλλά και ο Παπασπύρος, παλιός ΕΚΑΜίτης, μέλος της ασφαλείας οικογένειας γνωστού εφοπλιστή. Το αίμα έρεε ποταμηδόν, η βεντέτα συνεχίστηκε και, ανάμεσα σε πολλούς άλλους, τον Οκτώβριο του 2019 δολοφονήθηκε ο λεγόμενος και “τραπεζίτης” της ελληνικής μαφίας, Δημήτρης Μάλαμας, ενώ τον Δεκέμβριο του 2020 εκτελέστηκε και ο Δημήτρης Κάπε ή Καπετανάκης.
Στις πολλές από αυτές τις δολοφονίες θα βρει κανείς ορατή ή αόρατη τη δράση επίορκων αστυνομικών. Οι οποίοι άλλοτε δίνουν πληροφορίες σε μαφιόζους για οχήματα που τους παρακολουθούν, άλλοτε για το πού θα πέσει παρακολούθηση ή έλεγχος και άλλοτε, όπως στη δολοφονία μάλαμα, βρίσκονται αδικαιολόγητα στον τόπο του εγκλήματος συνοδεύοντας παράνομα το θύμα και παίρνουν μέρος στη δράση (ενδεχομένως φροντίζοντας και για την εξαφάνιση των κινητών τηλεφώνων του).
Όλα τα ανωτέρω δεν είναι φήμες, σπέκουλες και ανώνυμες πληροφορίες, είναι ντοκουμέντα που έχουν δημοσιοποιηθεί στα αποτελέσματα της μυστικής έρευνας που διεξήγαγε η ΕΥΠ με τον υπερκοριό για το χρονικό διάστημα 2015-2017 και υπάρχουν ρεπορτάζ (και του μακαρίτη Καραϊβάζ) που θέτουν τον δάκτυλο επι τον τύπον των ήλων, τα οποία, παραδόξως, δεν έτυχαν μεγάλης και εξακολουθητικής δημοσιότητας, αν και είναι τρομερά ενδιαφέροντα.
Από το 17 ως το 20 δολοφονήθηκαν σε αυτό το ξεκαθάρισμα λογαριασμών τουλάχιστον 20 μαφιόζοι, αρχιμαφιόζοι και ανθυπομαφιόζοι και υπήρξαν και έξι σχετικές απόπειρες ανθρωποκτονίας.
Ο μακαρίτης Γιώργος Καραϊβάζ δεν είχε κρύψει τις καλές προσωπικές σχέσεις του με τους επίσης μακαρίτες μάλαμα και Κάπε-Καπετανάκη, γεγονός το οποίο μπορεί να μη σημαίνει κάτι, αλλά μπορεί και να σχετίζεται, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, με τον θάνατό του -ποιός ξέρει. Από όλο αυτό το χρονικό, ωστόσο, (σε υπερπερίληψη) παρανομίας και αίματος, στο οποίο όλοι ανατρέξαμε με αφορμή τη δολοφονία Καραϊβάζ, προκύπτουν εύλογοι προβληματισμοί:
Η ελληνική μαφία δημιουργεί σοβαρά και πολλαπλά προβλήματα στην ομαλή λειτουργία του κράτους δικαίου, στην κρατική οικονομία και στη νόμιμη οικονομική δραστηριότητα. Δεν είναι δυσανάλογο μεγάλο το πρόβλημα που δημιουργεί η δράση της μαφίας, σε σχέση τόσο με την ελάχιστη κάλυψή του από τα ΜΜΕ, όσο και με την (αν)ικανότητα της ελληνικής αστυνομίας να το αντιμετωπίσει;
Πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν (αραιά και πού) ρεπορτάζ για τα καράβια από την Κυπρο που έφερναν τα λαθραία για τον Στεφανάκο, τα οποία ξεφόρτωναν σε λάντζες συνοδευόμενες από επίορκους λιμενικούς, και να μην έχει ανοίξει ρουθούνι ούτε στο λιμενικό, ούτε στην αστυνομία, ούτε πουθενά;
Πού υπηρετούν και ποιους επηρεάζουν, τόσα χρόνια αργότερα, οι εν ενεργεία και απόστρατοι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ που τους έχει πιάσει ο υπερκοριός της ΕΥΠ να παρέχουν προστασία και πληροφορίες στους μαφιόζους;
Ποιος και πώς θα καθαρίσει της ελληνική αστυνομία από τα επίορκα μέλη της, που αποδεδειγμένα λειτουργούν ως δούρειος ίππος των αρχών και ως πυλώνας στον οποίο συστηματικά βασίζει η ελληνική μαφία μέρος των κερδών και της επιτυχίας της;
Για πόσο ακόμα θα πληρώνει ο ελληνικός λαός την οικονομική αιμορραγία από τις παράνομες δραστηριότητες λαθρεμπορίας της μαφίας (από τα τσιγάρα ως το πετρέλαιο) και αυτών που χρησιμοποιούν τη μαφία, επειδή ο Xρυσοχοΐδης είναι απασχολημένος να στήνει το ιδεοληπτικοί του αφήγημα και να κυνηγάει “αναρχικούς” που πετάνε τρικάκια και βάφουν τοίχους, αντί να ασχοληθεί με το πραγματικά σοβαρό έγκλημα και την εξάρθρωσή του;
Πόσο ανίκανη, περιορισμένη ή διεφθαρμένη είναι η ελληνική αστυνομία, ώστε από τις 20 δολοφονίες μαφιόζων (+ τις έξι απόπειρες) μέσα σε τρία μόνο χρόνια, δεν έχει διαλευκάνει ούτε μία, παρά και τις πληροφορίες που αντλήθηκαν και από τον υπερκοριό;
Ο υπουργός προστασίας του πολίτη, εκτός από την εκκένωση καταλήψεων από προσφυγάκια, εκτός από τις επιδείξεις ισχύος με ξύλο, χημικά και συλλήψεις σε όποιον δεν γουστάρει, εκτός από ασκήσεις κατασταλτικής γυμναστικής στη Νέα Σμύρνη για να χειροκροτάνε οι ηλικιωμένοι αρθρογράφοι φιλοκυβερνητικών μέσων ενημέρωσης, τι εντολές έχει δώσει και τι μέτρα έχει ζητήσει να ληφθούν, ώστε να αντιμετωπιστεί η εντυπωσιακή αδυναμία των υφισταμένων του να διαλευκάνουν δεκάδες δολοφονίες δυο αντιπάλων συμμοριών που εκτελούν συμβόλαια θανάτου με συχνότητα ένα ανά δύο μήνες;
Και ακόμα: Ωραία και καλή η ανάσυρση του φακέλου της ΜΑΡΦΙΝ (και μακάρι αυτή τη φορά να στραφούν κατά των πραγματικών ενόχων και όχι να ταλαιπωρήσουν αθώους πολίτες όπως την προηγούμενη), αλλά, από την ακόμα παλιότερη δολοφονία του δημοσιογράφου Γκιόλια το 2010 έχει ο υπουργός (που και τότε ήταν υπουργός) κανένα νεώτερο;
Βρήκε κάποιο στοιχείο για τους δολοφόνους του η αντιτρομοκρατική που έχει επιληφθεί εδώ και 11 χρόνια; Και πιο πέρα: 2+1 δημοσιογράφοι έπεσαν θύματα δολοφονικών επιθέσεων επί υπουργείας Χρυσοχοΐδη (Γκιόλιας το 2010, Καραϊβάζ το 2021, Χίος, απόπειρα το 2020): δε νιώθει καμία ευθύνη για τους υφιστάμενους του στην ΕΛΑΣ, που τελούν υπό τις εντολές και την αιγίδα του, οι οποίοι, αντί να προστατεύουν τη ζωή των δημοσιογράφων που πραγματικά κινδυνεύουν, ικανοποιούσαν τις υστερίες και το ψώνιο ενός ανθρώπου που στην Ελλάδα έγινε ευρύτερα γνωστός κατ αρχήν ως μανατζερ μιας εκδιδόμενης κύριας και ως μέλος trash εκπομπών, όπως ο Φουρθιώτης;
Και πιο πέρα: Το υπουργείο δικαιοσύνης και το υπουργείο οικονομικών, με τι κριτήρια προβαίνουν στις επικηρύξεις δραστών συγκεκριμένων αδικημάτων;
Ποιός κρίνει, με ποιά κριτήρια και υποκείμενος σε τι έλεγχο, ποια πράξη αξίζει επικήρυξης και ποιά όχι;
Ποιός αποφάσισε επί παραδείγματι ότι το να κρεμάσεις μια υποτιμητική ταμπέλα στον πρύτανη είναι τόσο σοβαρό έγκλημα, ώστε ο παρέχων πληροφορίες για τον δράστη του αδικήματος θα εισπράξει 100.000,00 ευρώ, ενώ για τους δράστες ανθρωποκτονιών όπως αυτή του Καραϊβάζ, δεν υφίσταται καμία τέτοια επικήρυξη;
Ποιος με λίγα λόγια παίζει ιδεολογικά παιχνίδια με τα χρήματα του ελληνικού λαού, διυλίζοντας τον κώνωπα των πειραγμένων “νοσταλγών” του ν.4000 (από την ανάποδη) και καταπίνοντας αμάσητη την πραγματικά σοβαρή εγκληματικότητα;
Κλείνοντας: Η δολοφονία Kαραϊβάζ, όποια και να είναι η πραγματική της αιτία, είχε την ισχύ να σηκώσει ωστικό κύμα που έφτασε ως τις Bρυξέλλες. Εδώ, όμως, στη βαλκανική μας Kολομβία, παραδόξως έκανε ίσο, ίσως και μικρότερο “κρότο” από το «πορτοσάλτε ψόφα» που έγραψαν αναρχικοί με μπογιά έξω από το σπίτι του δημοσιογράφου.
Νομίζω ότι το μόνο μνημόσυνο που μπορούμε να κάνουμε για έναν δημοσιογράφο που εκτελέστηκε, μόνος και άοπλος με 17 σφαίρες έξω από το σπίτι του μέρα μεσημέρι, είναι, στο μέτρο του δυνατού, να μην αφήσουμε να *θαφτεί* ο θάνατός του, απαιτώντας με επιμονή απαντήσεις σε ερωτήματα όπως τα ανωτέρω.