Αναμφίβολα η εκδήλωση της πανδημίας Covid-19 και οι επιπτώσεις της στην οικονομική και κοινωνική ζωή αποτέλεσε μια πρωτόγνωρη κατάσταση και μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι,μάλιστα, τέτοιο το εύρος και το βάθος των συνεπειών της που δεν περιορίζονται μόνο στις εξαιρετικά δυσμενείς επιπτώσεις που έχει επιφέρει στην οικονομική και κοινωνική ζωή.
Στην παρούσα περίοδο και παρά την αισιοδοξία που δημιουργεί η σταδιακή επανεκκίνηση της οικονομίας δεν είναι ακόμα εφικτό να αποτιμηθεί όλο το εύρος των επιπτώσεων της πανδημίας, ούτε όμως και να εκτιμηθεί με μια σχετική ασφάλεια το βάθος των αλλαγών που θα προκαλέσει στην οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα.
Θεωρώ πως τρία είναι τα βασικά ζητήματα που έχουν αναδειχθεί ως συνέπειες της υγειονομικής κρίσης και θα πρέπει να προσεχθούν το επόμενο διάστημα.
Το πρώτο αφορά στην ανάσχεση των εξαιρετικά αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα και στην απασχόληση. Σε αυτό το πλαίσιο ιδιαίτερα για τις επιχειρήσεις των κλάδων που έχουν βρεθεί στο «μάτι του κυκλώνα» της πανδημίας θα πρέπει να ληφθούν ικανοποιητικά μέτρα στήριξης της ρευστότητας τους, αλλά και διευθέτησης του χρέους που δημιούργησαν κατά την διάρκεια της υγειονομικής κρίσης.
Αντίστοιχα για την συγκράτηση της απασχόλησης απαιτείται η λήψη επιπρόσθετων μέτρων στήριξης στο πλαίσιο ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης που να είναι στοχευμένες στην ανάσχεση των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας αυτής καθαυτής. Προγράμματα επιδότησης τουλάχιστον του συνόλου του μη μισθολογικού κόστους θα βοηθήσουν ώστε το διάστημα της σταδιακής επαναφοράς στην «κανονικότητα» να μην συνοδευτεί με σημαντική αύξηση της ανεργίας.
Το δεύτερο σχετίζεται με την κοινή παραδοχή πως η πανδημία λειτουργεί σαν ψηφιακός επιταχυντής. Η ταχύτητα ωστόσο με την οποία συντελείται ο ψηφιακός μετασχηματισμός φαίνεται πως δημιουργεί μεγάλες ανισότητες. Προκειμένου να ανακοπεί αυτή η τάση θα χρειαστεί ένα επαρκές δίχτυ κοινωνικής προστασίας και ασφάλειας για τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά. Επιπλέον, οφείλω να σημειώσω πως σημαντικές ανισότητες δημιουργούνται και μεταξύ των επιχειρήσεων, η πλειονότητα των οποίων, αυτή τη στιγμή, προσπαθεί να επιβιώσει και δεν έχει τα απαραίτητα κεφάλαια ή/και τη γνώση για να προσαρμοστεί στο ψηφιακό περιβάλλον που αναδύεται με ταχύτητα.
Ως εκ τούτου απαιτούνται πολιτικές άμεσης παρέμβασης αλλά και μακροπρόθεσμης προοπτικής ως προς την ψηφιακή ανάπτυξη των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων στη μετά Covid-19 εποχή, ώστε το ψηφιακό χάσμα που προϋπήρχε της πανδημίας να μην διευρυνθεί περαιτέρω, επηρεάζοντας αρνητικά την βιωσιμότητα όλο και μεγαλύτερου αριθμού επιχειρήσεων.
Τέλος, το τρίτο αφορά στις σοβαρές μεταβολές που προκάλεσε η πανδημία στην αγορά εργασίας κυρίως με την ευρεία χρήση της τηλεργασίας. Είναι χαρακτηριστικό πως πριν την πανδημία μόλις το 3% των μισθωτώνεργάζονταντακτικά ή κάποιες φορές από το σπίτι. Αυτό κατά τη διάρκεια της πανδημίας άλλαξε δραματικά δεδομένου ότι περίπου το 40% των μισθωτών υποχρεώθηκε να εργαστεί από το σπίτι. Οι συνέπειες αυτής της εξέλιξης που πρόεκυψεγια την αποφυγή διασποράς του κορωνοϊού, δεν έχουν ακόμα αποτιμηθεί ικανοποιητικά. Σε αυτό το πλαίσιο θεωρώ ότι καταλυτικό ρόλο για ένα σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο που να ρυθμίζει το ζήτημα της τηλεργασίας θα διαδραματίσουν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων για την νέα Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.