Εάν εξαιρέσει κανείς το γεγονός πως ο Ζόραν Ζάεφ αναχώρησε από την Αθήνα με κάποιες αμφιβολίες σχετικά με το ποιας χώρας πρωθυπουργός είναι (#βορειος_γειτονας), κατά τα λοιπά η κυβέρνηση υπήρξε επαρκώς φιλόξενη προς τον επίσημο επισκέπτη της. Και συμφωνίες για επενδύσεις υπογράφτηκαν, και φωτογραφικά ενσταντανέ με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Άδωνι Γεωργιάδη υπήρξαν, και ομιλία στο Delphi Forum εκφώνησε. Ο ίδιος, δε, ανταπέδωσε με περισσή αβρότητα επισημαίνοντας τον στρατηγικό ρόλο της Ελλάδας στην περιοχή, το αντίθετο, δηλαδή, απ΄ ότι έκανε ο προκάτοχός του, εθνικιστής Νικολά Γκρουέφσκι, ο οποίος είχε βάλει από πόρτες και παράθυρα την Τουρκία στα δυτικά Βαλκάνια μέσω Σκοπίων.
Ο Ζόραν Ζάεφ, όμως, έκανε και κάτι περισσότερο -ίσως όχι σε συνεννόηση με το Μέγαρο Μαξίμου. Συνομιλώντας με τον Αλέξη Τσίπρα τόνισε πως “σήμερα πλέον, η κυβέρνηση είναι πολύ υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών και είμαι πολύ ευχαριστημένος για αυτό”. Επ΄αυτού δεν είχαμε αμφιβολία, δεδομένου ότι η κυβέρνηση έχει δηλώσει πως όχι μόνο θα εφαρμόσει αλλά και θα “τιμήσει” την συμφωνία των Πρεσπών, ο δε υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας την είχε αποκαλέσει “ιστορική”, μιλώντας στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ (αν και η σχετική αναφορά…χάθηκε εκ των υστέρων στην μετάφραση), η δε Ντόρα Μπακογιάννη, μόλις προχθές, παρουσίασε την συμφωνία περίπου ως κατάληξη μιας πορείας επίλυσης που φέρει την σφραγίδα των κυβερνήσεων της Ν.Δ.
Είπε, όμως, επιπλέον, κάτι σημαντικό ο Ζόραν Ζάεφ. Αναφερόμενος στα τρία μνημόνια συνεργασίας, ο κ. Ζάεφ έκανε λόγο για «υπόσχεση» από τον κ. Μητσοτάκη, εκφράζοντας την «χαρά» του για αυτά. «Το ένα είναι για την επιτήρηση του FIR της Βόρειας Μακεδονίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, το δεύτερο είναι για την στήριξη της ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας και το τρίτο είναι για την οικονομική συνεργασία. Άλλωστε η Συμφωνία των Πρεσπών σηματοδοτεί μία στρατηγική εταιρική σχέση», σημείωσε, χαρακτηρίζοντας ως «μοντέλο επίλυσης διαφορών» τη Συμφωνία των Πρεσπών, «διότι αποδεικνύει πώς άνθρωποι που κοιτούν στο μέλλον, μπορούν να προχωρήσουν αδιαφορώντας για το πολιτικό κόστος».
Εφόσον μέχρις ώρας δεν έχει υπάρξει διάψευση από κυβερνητικούς κύκλους, ο “μαρτυριάρης” κ. Ζάεφ έχει λάβει διαβεβαίωση πως σύντομα θα ψηφιστούν τα σχετικά μνημόνια από το Ελληνικό Κοινοβούλιο. Πότε όμως; Ο βουλευτής Γιάννης Λοβέρδος, ερωτηθείς σχετικά (Real fm) είπε “καθήστε πρώτα να δούμε πότε θα έρθουν στη Βουλή, μην βιάζεστε” (χαμογελώντας).
Για τα εσωτερικά τελεσίγραφα του Αντώνη Σαμαρά και βουλευτών που επηρεάζονται απ΄ αυτόν έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά. Τα μνημόνια συνεργασίας με τη Βόρεια Μακεδονία, ωστόσο, αποτελούν -πέραν της προφανούς χρησιμότητάς τους για την προώθηση της ΣτΠ- και ένα ιδιόμορφο πολιτικό case study για την κυβέρνηση και προσωπικά για τον πρωθυπουργό.
Εδώ μπαίνει στην ιστορία και ο Αλέξης Τσίπρας. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης διατύπωσε (Delphi Forum) μια ενδιαφέρουσα πρόταση σχετικά με τα ελληνοτουρκικά (σχετικό άρθρο έγραψε στο “AN” η Νικόλ Λειβαδάρη). Ακριβέστερα, ζήτησε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη -εν όψει της Συνόδου Κορυφής του Ιουνίου- να συνδέσει την αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης ΕΕ-Τουρκίας (την οποία ήδη συζητούν η Μέρκελ με τον Ερντογάν και προωθούν Φον ντερ Λάϊεν, Μισέλ και Μπορέλ) με την πορεία προς τη Χάγη και ειδικότερα με ένα σχέδιο που θα αποκαθιστά και θα διορθώνει τις γκρίζες παραμέτρους της Σημιτικής πολιτικής του Ελσίνκι. Δηλαδή, χωρίς την αναγνώριση συνοριακών και άλλων διαφορών, αλλά με ένα συνυποσχετικό που θα αναφέρεται στην μία διαφορά των (οικονομικών) θαλασσίων ζωνών.
Για τους γνωρίζοντες, η πρόταση Τσίπρα είναι πολύ κοντά σε αυτό έχουν κατά νου στο υπουργείο Εξωτερικών, γνωρίζοντας τις σχετικές πιέσεις που θα ασκηθούν από τον ευρωπαϊκό παράγοντα, πιθανώς, δε, και τις ΗΠΑ.
Υπό κανονικές συνθήκες, ο πρωθυπουργός θα έπρεπε να αξιοποιήσει την πρόταση Τσίπρα και να συγκροτήσει εθνικό πλαίσιο σχετικά με τα ελληνοτουρκικά ώστε να φθάσει στρατηγικά εξοπλισμένος στη Σύνοδο Κορυφής.
Για να συμβεί, όμως, κάτι τέτοιο, ο Κυριάκος Μητσοτάκης πρέπει να υπερβεί τα εσωκομματικά εμπόδια που φαλκιδεύουν ουσιαστικά την όποια προσπάθεια και τον αναγκάζουν σε μια διπλωματική αβελτηρία με γεωπολιτικές συνέπειες. Ο Αντώνης Σαμαράς, για παράδειγμα, του έστειλε σχετικά πρόσφατα το μήνυμα (άρθρο του στην “Καθημερινή”) “όχι διερευνητικές, όχι Χάγη”.
Όταν, λοιπόν, κωλυσιεργεί για το προφανές της ψήφισης των εφαρμοστικών μνημονίων συνεργασίας μιας συμφωνίας (Πρέσπες) που υλοποιεί και “τιμά” επειδή αδυνατεί να συγκρουστεί με τον Αντώνη Σαμαρά -δημιουργώντας την εντύπωση πως τελεί σε πολιτική ομηρεία-, πως θα μπορούσε να προωθήσει μείζονες πολιτικές και να λάβει τόσο σοβαρές αποφάσεις στα ελληνοτουρκικά; Από την μία του προσφέρεται ενα πεδίο συναίνεσης με την αξιωματική αντιπολίτευση, από την άλλη δέχεται την απειλή μιας συγκρουσιακής διαφοροποίησης με ένα τμήμα της Ν.Δ.
Ο τρόπος, δε, που χειρίστηκε ως αξιωματική αντιπολίτευση την Συμφωνία των Πρεσπών επιστρέφει ως φάντασμα από το τοξικό και διχαστικό παρελθόν. Γι αυτό και οι αποφάσεις που καλείται να λάβει θα είναι και κρίσιμες και δύσκολες. Θα αναλάβει, άραγε, το πολιτικό κόστος, όπως ο προκάτοχός του, ή θα αφήσει τον βράχο της εξωτερικής πολιτικής να κυλήσει άσκοπα προς το μέλλον (Rolling Stone); Kαι δεν αναφέρομαι, φυσικά, ούτε στο αμερικανικό περιοδικό περί την ποπ κουλτούρα, ούτε στο ομώνυμο θρυλικό συγκρότημα, το logo του οποίου δανειστήκαμε (αυθαιρέτως) για την εικονογράφηση του άρθρου. Αλλά σε μια “figurative” -“nomadic” (όπως αποδίδουν τον όρο τα λεξικά), δηλαδή περιπλανώμενη, εξωτερική πολιτική που απλώς κινείται χωρίς να καταλήγει…