Διαβάζοντας τα λεγόμενα Συντάγματα του Αγώνα, τα τρία κείμενα που υιοθετήθηκαν μεσούσης της Επανάστασης στο Μωριά πριν γίνει το κράτος, βρισκόμαστε ενώπιον μιας προσομοίωσης κυριαρχίας των επαναστατημένων Ελλήνων που παλεύουν να γίνουν λαός: μια άσκηση, μια δοκιμή δημόσιας εξουσίας.
Οι άνθρωποι υποδύονται πώς θα είναι το κράτος που έχουν στο νου τους να συγκροτήσουν και ποιοι θα είναι οι πολίτες του. Είναι κάτι μεγαλειώδες, όπως και να’χει! Αυτή είναι η πεμπτουσία του επαναστατικού βολονταρισμού των επαναστατημένων χάρη στον οποίο συγκροτήθηκε το ελληνικό κράτος το 1832.
Τα Συντάγματα, εν γένει, δεν αποτυπώνουν μόνο πώς έχει μια πολιτεία, αλλά πώς πρέπει να έχει, πώς θέλει να είναι. Το εξιδανικευμένο κανονιστικό είδωλο ενός κράτους στο Σύνταγμά του όμως απέχει πολύ από την πραγματική του εικόνα. Αυτή η διάσταση του πραγματικού από την κανονιστική του αποτύπωση είναι αναπόδραστη, αρκεί να ανοίξουμε ένα οποιοδήποτε σημερινό Σύνταγμα! Στην περίπτωση, ωστόσο, των Συνταγμάτων του Αγώνα η απόσταση είναι χαώδης. Κι αυτό, διότι δεν υπάρχει κράτος. Στην Ελλάδα, δηλαδή, είχαμε το «παράδοξο» να φτιάξουμε όχι ένα, αλλά τρία Συντάγματα πριν δημιουργηθεί το κράτος. Κι όμως, χρειάστηκε να φτάσουμε στην εξέγερση της στρατιωτικής φρουράς στην Αθήνα την 3η Σεπτεμβρίου 1843, για να παραχωρηθεί το Σύνταγμα του 1844, δώδεκα χρόνια μετά την άφιξη του Βασιλιά.
Με αυτήν την άσκηση κυριαρχίας, την προσομοίωση για την οποία κάναμε λόγο ασχολείται στο τελευταίο του βιβλίο, ο συνταγματολόγος και καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Ξενοφών Κοντιάδης, Η Περιπετειώδης ιστορία των επαναστατικών Συνταγμάτων του 1821 (Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2021). Στο βιβλίο του αυτό, ο συγγραφέας επιχειρεί κάτι διανοητικά συναρπαστικό που δεν συναντάμε σε νομικούς, παρά μόνο σε αυτούς που έχουν βασανίσει τη σκέψη τους στα κοπιαστικά μονοπάτια της Ιστορίας. Ο συγγραφέας αποδίδει μέσα σε διακόσιες σελίδες την επανάσταση ως συνταγματική απόπειρα. Το τι είναι η επανάσταση, όχι μέσα από τα ανδραγαθήματα των πρωταγωνιστών της, αλλά μέσα από την προσπάθεια του πλήθους που διεκδικεί να γίνει συντακτικό υποκείμενο. Το βιβλίο είναι καλαίσθητο και σύντομο, μεστό σε περιεχόμενο και ελκυστικό σε ύφος: ένα βιβλίο αφηγηματικό και ρέον, από αυτά που δεν συνηθίζουμε να διαβάζουμε από νομικούς.
Το έθνος φωνάζει «παρών» στον πορτοκαλεώνα της Επιδαύρου και στο λεμονόδασος της Τροιζηνίας. Είναι ωραίο, είναι γόνιμο να ανασυστήσουμε στο μυαλό μας τι είναι μια επανάσταση. Πώς βιώνεται από τους ανθρώπους που παλεύουν να φτιάξουν Σύνταγμα; Πώς είναι να ζεις μια επανάσταση;
Η μέριμνα του συγγραφέα είναι να βάλει τον αναγνώστη στο κλίμα της εποχής των Συνταγμάτων, όχι μόνο μεταφορικά, αλλά και κυριολεκτικά: μας μιλάει για τον φιλικό χειμώνα της Πελοποννήσου που αφήνει τα μέλη της Εθνοσυνέλευσης να μαζευτούν κάτω από τις πορτοκαλιές της Πιάδας στην Επίδαυρο, μας ανασυγκροτεί το επαναστατικό τοπίο με τις μικρές αλλά δύσβατες διαδρομές στα κακοτράχαλα βουνά του ημιορεινού όγκου της Πελοποννήσου. Και άλλες εικόνες, διόλου ανέφελες: ο χρόνος έχει μεγάλη σημασία στην πολιτική, έχει σημασία στην ιστορία, όπως και ο καιρός. Το πλήθος στην επανάσταση ζούσε έξω. Ως και οι μεγάλες συνωμοσίες έξω γίνονταν! Κάτω από δένδρα.Remaining Time-0:34FullscreenMute
Το έθνος φωνάζει «παρών» στον πορτοκαλεώνα της Επιδαύρου και στο λεμονόδασος της Τροιζηνίας. Είναι ωραίο, είναι γόνιμο να ανασυστήσουμε στο μυαλό μας τι είναι μια επανάσταση. Πώς βιώνεται από τους ανθρώπους που παλεύουν να φτιάξουν Σύνταγμα; Πώς είναι να ζεις μια επανάσταση; Μου θύμισε ένα άλλο καταπληκτικό βιβλίο που προσφάτως μεταφράστηκε στα ελληνικά και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις: Η 14η Ιουλίου του Eric Vuillard, που διηγείται την ιστορία των αφανών που πραγματικά άλωσαν την Βαστίλη.
Το να μιλάς για την Ελληνική Επανάσταση σήμερα λοιπόν έχει διπλή σημασία. Πρώτον, είναι αφηγηματικά συγκλονιστικό διότι η επανάσταση είναι, από μόνη της, το πιο υπαρξιακό πολιτικό γεγονός που τα έχει όλα: βία, συνωμοσία, συμμετοχή, χειραφέτηση, πόλεμο, Σύνταγμα, θρίαμβο, ήττες και ό,τι άλλο. Είναι όμως και πολιτικά κρίσιμο να μιλάμε σήμερα για την Ελληνική Επανάσταση του 1821, διότι στο πλαίσιο της συγκυρίας των 200 ετών η κυρίαρχη ερμηνεία της μνήμης δεν αποφάσισε να μιλήσουμε για την επανάσταση, ως το γενέθλιο γεγονός, αλλά περισσότερο για τα διακόσια χρόνια της ζωής του κράτους.
Η Επανάσταση του 1821 και τα Συντάγματά της δεν χαρακτηρίζονται αμιγώς από εθνικά, ούτε από φιλελεύθερα, ούτε από κοινωνικά, ούτε από ρομαντικά στοιχεία. Ούτε οι πρόκριτοι ήταν όλοι «προσκυνημένοι», όπως βροντοφωνάζει η ανάγνωση της Επανάστασης που πρόσφατα ανακάλυψε ότι «ο Κολοκοτρώνης είναι ΣΥΡΙΖΑ», (όπως είπε βουλευτής της αξιωματικής αντιπολίτευσης), ούτε αίφνης οι Έλληνες αγρότες και κτηνοτρόφοι έγιναν οι νέοι Διαφωτιστές των Βαλκανίων
Άλλο όμως να μιλάω για την Ελλάδα με αφορμή τα 200 χρόνια από την 25η Μαρτίου 1821 κι άλλο για την επανάσταση καθεαυτή, όπως κάνει ο συγγραφέας στο βιβλίο του. Αυτό δεν είναι πολιτικά αδιάφορο, ούτε τυχαίο. Η Επανάσταση είναι το μη τιθασεύσιμο, η αδάμαστη στιγμή της χειραφέτησης και της συγκρότησης του λαού. Είναι κρίσιμο να μάθουμε για την Επανάσταση απαλλαγμένοι από την αχλή της κοινοτοπίας και του διασυρμού που αυτή υπέστη από την χουντική αισθητική με την οποία ανατραφήκαμε στις σχολικές γιορτές της 25ης Μαρτίου.
Το βιβλίο που μου έδωσε την αφορμή αυτού του κειμένου, μας βοηθάει να το κάνουμε.
Η Επανάσταση συνδυάζει την εθνική με τη θρησκευτική διάσταση, την κοινωνική, την ρομαντική: ο αστικός εθνικισμός συντίθεται με την αγροτική εξέγερση σε συνέχεια του Αμερικανικού Συντάγματος του 1787, όσο και των Γαλλικών του 1791, του 1793 και του 1795. Στην ελληνική περίπτωση η πρώτη ύλη είναι η κοσμοπολιτική αντίληψη του Ρήγα, η Επτάνησος Πολιτεία και ο πρώιμος ελληνικός συνταγματισμός της Ελληνικής Νομαρχίας και των τριών τοπικών πολιτευμάτων που οδηγούν στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου.
Ο Κοντιάδης ασχολείται με παράγοντες ετερογενείς οι οποίοι μέσα στην ποικιλία τους εξηγούν αιτίες και κίνητρα ανθρωπίνων συμπεριφορών που συχνά αφήνουμε στο περιθώριο της νομικής προσοχής. Με ψύχραιμο και αναστοχαστικό τρόπο δεν μπαίνει στις κλασσικές διαμάχες ενός μανιχαϊστικού σχήματος μεταξύ διαφορετικών και αντικρουόμενων ερμηνειών της επανάστασης που επιβιώνουν ακόμη και σήμερα μέσα από απλοϊκά δίπολα. Το να αναδεικνύουμε μια και μόνο ιδιότητα της επανάστασης είναι παραπλανητική.
Το γεγονός είναι, αν μη τι άλλο, πολύπλοκο. Η Επανάσταση του 1821 και τα Συντάγματά της δεν χαρακτηρίζονται αμιγώς από εθνικά, ούτε από φιλελεύθερα, ούτε από κοινωνικά, ούτε από ρομαντικά στοιχεία. Ούτε οι πρόκριτοι ήταν όλοι «προσκυνημένοι», όπως βροντοφωνάζει η ανάγνωση της Επανάστασης που πρόσφατα ανακάλυψε ότι «ο Κολοκοτρώνης είναι ΣΥΡΙΖΑ», (όπως είπε βουλευτής της αξιωματικής αντιπολίτευσης), ούτε αίφνης οι Έλληνες αγρότες και κτηνοτρόφοι έγιναν οι νέοι Διαφωτιστές των Βαλκανίων, ούτε βέβαια «επειδή ο Κολοκοτρώνης πίστευε στο έθνος και στη δημοκρατία, σίγουρα δεν είναι αριστερός» (όπως εσχάτως ακούσαμε από Μεσσήνιο πολιτευτή της κυβερνητικής παράταξης).
Η επανάσταση είναι η στιγμή που το παλιό καταρρέει και το καινούργιο δεν έχει ακόμη εμφανιστεί. Τη μακρά αυτή στιγμή, η προσδοκία οργιάζει. Αυτό έγινε και στην περίπτωση των Εμφυλίων μέσα στην Ελληνική Επανάσταση. Όπως γλαφυρά μεταφέρει ο συγγραφέας, στην Β’ Εθνοσυνέλευση στο Άστρος μόνο ξύλο που δεν έπεσε μεταξύ των συγκεντρωμένων μελών της! Σε ένα ρευστό πολιτειακό και αβέβαιο περιβάλλον οι πολιτικές φιλοδοξίες και οι τοπικισμοί γίνονται πολιτειακά επίδικα πρώτης γραμμής. Αυτό έγινε και τότε. Σπάνια όμως γίνονται επαναστάσεις χωρίς εμφυλίους και η Ελληνική δεν θα μπορούσε να γλιτώσει από τον κανόνα.
Είναι σύνηθες οι συγγραφείς να δυσκολεύονται να αποφασίσουν τον τίτλο του βιβλίου τους, αφού το τελειώσουν. Τα διλήμματα γίνονται οξύτερα όταν αποφασίζουν να βάλουν κι υπότιτλο. Ο υπότιτλος του τελευταίου βιβλίου του Κοντιάδη είναι «Η θεμελιωτική στιγμή της Ελληνικής πολιτείας». Αξίζει όμως και σαν τίτλος! Είναι η θεμελιωτική στιγμή της ελληνικής πολιτείας που τελικά μας κάνει να νιώθουμε ότι κάτι χρωστάμε σε αυτούς τους ανθρώπους που κάτω από τις πορτοκαλιές, τις ελιές και μέσα στα πουρνάρια της Αργολίδας έκαναν αυτή την υπερ-ανθεκτική δοκιμή κυριαρχίας, χάρη στην οποία υπάρχουμε ως λαός 200 χρόνια αργότερα.
*Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι καθηγητής Πολιτειολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Πρώτη δημσοίευση: News247