Ελάχιστοι έχουν κατανοήσει πως η πολιτική ηγεμονία του Κυριάκου Μητσοτάκη οφείλεται -μετά το 2016 μέχρι και σήμερα- μεταξύ άλλων (και) στο γεγονός πως κατόρθωσε να περιθωριοποιήσει το κόμμα (Ν.Δ) και να το αντικαταστήσει με ένα “σύστημα εξουσίας και διακυβέρνησης”. Ένας επισκέπτης στο Μέγαρο Μαξίμου με στοιχειώδεις γνώσεις της ανθρωπογεωγραφίας της Δεξιάς στην Ελλάδα το αντιλαμβάνεται εύκολα. Γιώργος Γεραπετρίτης, Γρηγόρης Δημητριάδης, Άκης Σκέρτσος, Θόδωρος Λιβάνιος, Αριστοτελία Πελώνη, Δημήτρης Τσιόδρας (γραφείο Τύπου) και μια πολυάριθμη ομάδα μετακλητών και δημοσιογράφων συγκροτούν τον “αστερισμό” Μητσοτάκη. Δεν έχουν την παραμικρή σχέση με τη Ν.Δ, πιθανότατα δεν την ψήφιζαν κατά το παρελθόν, είναι, όμως, άρρηκτα συνδεδεμένοι με τον πρωθυπουργό και έχουν ταυτίσει την πολιτική τους διαδρομή μαζί του.
Κανείς εξ αυτών δεν πρόκειται να γίνει…Τζαβάρας, Γιαννάκου, ή Κεφαλογιάννη. Ζουν και αναπνέουν με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, οι περισσότεροι, δε, εξ αυτών γνωρίζουν πως θα κλείσουν τον κύκλο τους όταν και ο ίδιος θα διαγράψει την πορεία του στην πρωθυπουργία και την ηγεσία του κόμματος.
Αυτή η “γραμμή του αίματος” προεκτείνεται και στα πιο κρίσιμα κυβερνητικά πόστα. Από το κυβερνητικό “asset” Κυριάκο Πιερακκάκη, μέχρι τον Στέλιο Πέτσα, τη Νίκη Κεραμέως και τον Θόδωρο Σκυλακάκη, πρόκειται για πρόσωπα με χαλαρή έως ανύπαρκτη σχέση με τον κομματικό μηχανισμό και όσοι έχουν αποκτήσει συμβαίνει …ελέω αρχηγού*. Αυτή η σχέση τους εξασφαλίζει ανοχή στα αρκετά στραβοπατήματα και τις μεγάλες γκάφες, γι’ αυτό και οι ίδιοι ανταποδίδουν με πειθαρχία και απόλυτη υπακοή. Όποια διαφοροποίηση υπήρξε στα δύο χρόνια διακυβέρνησης προήλθε από βουλευτές και στελέχη της παλιάς κομματικής φρουράς, από πρόσωπα που διατηρούν σύνδεση με άλλα “σημεία αναφοράς”, κυρίως με τον πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, χωρίς, ωστόσο, αυτό να λειτουργεί πάντοτε ως “σωσσίβιο”- όπως φάνηκε στην περίπτωση του Γιάννη Βρούτση.
Είναι γνωστό πως αυτή η κυριαρχία του (δήθεν) επιτελικού μοντέλου θωρακίζει μεν επικοινωνιακά τον ίδιο τον πρωθυπουργό, προκαλεί δε εκνευρισμό σε μεγάλο τμήμα της Κ.Ο που προέρχεται από την “γονιδιακή Δεξιά”. Οι περισσότεροι εξ αυτών είναι σχεδόν καταδικασμένοι να μην γίνουν υφυπουργοί και υπουργοί, βλέπουν δε να τους προσπερνούν πρόσωπα επιλογής του ίδιου του κ. Μητσοτάκη, παρότι βρίσκονται πολύ πιο κάτω στην κομματική επετηρίδα.
Το σχήμα αυτό ευνοεί το ακραία πρωθυπουργικό μοντέλο της σημερινής διακυβέρνησης και θα το ευνοεί όσο η νομή της εξουσίας συνδυάζεται με την βεβαιότητα της επανεκλογής. Σχεδόν κανείς δεν θα προκαλέσει προβλήματα, εκτός εάν το αποφασίσουν ισχυρά κομματικά κέντρα (με την επιμονή του Κώστα Καραμανλή στην παραταξιακή “νομιμότητα”, μόνο ο Αντώνης Σαμαράς θα μπορούσε, για τους δικούς του λόγους και με συγκεκριμένες αφορμές -μνημόνια με τη Βόρεια Μακεδονία ή κάτι άλλο- να ταρακουνήσει τα πράγματα), ή εξωθεσμικά κέντρα, όταν και εφόσον αποφασίσουν πως έχουν τέτοιο συμφέρον.
Επί της ουσίας, όλα τα παραπάνω καταργούν την έννοια του δικομματισμού και τον μετατρέπουν σε μια αντιπαράθεση του (ενός) κόμματος -ΣΥΡΙΖΑ- και του (ενός) συστήματος εξουσίας και διακυβέρνησης. Αυτό επιτρέπει στον Κυριάκο Μητσοτάκη να μην απολογείται αλλά και να μην υπερασπίζεται το παρελθόν της Ν.Δ και τελικά να παρουσιάζεται ως κάτι άλλο. Με την αδιερεύνητη και σε μεγάλο βαθμό αντανακλαστική αποστροφή μεγάλου τμήματος του εκλογικού σώματος (ιδιαίτερα εκείνου του ενδιάμεσου και μετακινούμενου) για τα κόμματα, η οποία καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρεί να καλλιεργήσει την εντύπωση περί ενός συστήματος που ξέρει να κυβερνά απέναντι στο κόμμα ΣΥΡΙΖΑ, που πάλι ο ίδιος παρουσιάζει ως παρωχημένο και αναποτελεσματικό.
Αυτό, όμως, αποτελεί και τον μεγάλο κίνδυνο. Κάποια στιγμή οι μεγάλες προτεραιότητες και τα κοινωνικά ζητούμενα αποκτούν πολιτικό πρόσημο και σαφή κατεύθυνση, και τότε οι πολίτες ζητούν ηγεσίες με ανάληψη ευθύνης και πολιτική υπογραφή. Δεν είναι, ωστόσο, βέβαιο πόσο σύντομα μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο, δεδομένου πως οι πολιτικοί και κοινωνικοί συσχετισμοί βρίσκονται σε κινητικότητα πανευρωπαϊκά, με σαφές το έλλειμμα ισχυρών ηγεσιών.
Στον δε εκλογικό χρόνο είναι αυτονόητο πως το κόμμα που σήμερα είναι “στη γωνία” θα κληθεί να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά, καθώς οι τεχνοκράτες και οι “άχρωμοι” θα δυσκολευτούν να βγουν από τα γραφεία τους, άμαθοι όπως είναι από την πραγματικότητα και τις συγκρούσεις. Τότε, “το κόμμα θα (αρχίσει να) τραβάει απ΄ το μανίκι” που τραγουδούσε στην “θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη” ο -αγαπημένος, πια, του συστήματος- Διονύσης Σαββόπουλος.
*Αυτή την χαλαρή σχέση των προαναφερθέντων με το “σώμα” της Ν.Δ κατόρθωσαν να αντιστρέψουν άλλοι, όπως π.χ ο Άδωνις Γεωργιάδης, ο οποίος παρότι έχει λοιδωρήσει την παράταξη, με δουλειά μυρμηγκιού, κατόρθωσε να αποκτήσει ερείσματα και να γίνει ο αγαπημένος ενός μεγάλου τμήματος της εκλογικής και κομματικής βάσης.