Σ’ ένα διαζύγιο όλα μπορεί να συμβούν. Μπορεί να πεις και μια κουβέντα παραπάνω. Μπορεί να γίνεις και λίγο βίαιος. Μπορεί να δώσεις κι ένα χαστούκι παραπάνω, βρε αδερφέ. Άνθρωποι είμαστε. Αλλά, όλα κι όλα, κακός γονιός δεν είσαι. Και οικογενειάρχης ήσουν, και πατέρας είσαι, και δικαιώματα να μεγαλώσεις το παιδί σου έχεις, πολιτισμένα κι όμορφα– μετά το διαζύγιο, και μετά τα χαστούκια όλα αυτά.
Τάδε έφη, ή… περίπου έφη, ο βουλευτής της ΝΔ Γιάννης Λοβέρδος στην Βουλή, υπερασπιζόμενος το νομοσχέδιο για την συνεπιμέλεια. Για την ακρίβεια, τα είπε λίγο πιο κυνικά και ακόμη χειρότερα:
«Μπορεί», είπε, «να είσαι ένας κακός σύζυγος, αλλά μπορεί να είσαι καλός γονιός. Υπάρχει διαφορά μεταξύ του ενός και του άλλου. Μπορεί εγώ να χώρισα με τη γυναίκα μου και να έχω πάθος εναντίον της αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είμαι κακός πατέρας. Όπως αντίστροφα, μια γυναίκα την οποία ο άνδρας της την απατά, την έδερνε, την κακοποιούσε και έχει μίσος εναντίον του πρώην άνδρα της, όμως παρόλα αυτά έχει το παιδί το δικαίωμα να μεγαλώνει και με τους δύο γονείς».
Απλά και όμορφα, δηλαδή, ο βουλευτής της κυβερνητικής πλειοψηφίας «κανονικοποίησε» την ενδοοικογενειακή βία. Και έκρινε ότι η κακοποίηση δεν συνιστά στοιχείο ικανό να στερήσει από έναν γονέα το δικαίωμα να μεγαλώνει «εξίσου» το παιδί του.
Όταν ξεσηκώθηκαν κι οι πέτρες εναντίον του, ζήτησε και τα ρέστα. «Ο κανιβαλισμός των μέσων κοινωνικής δικτύωσης απο τα συριζοτρολ έχει και τα όρια του» έγραψε ο Γιάννης Λοβέρδος στο twitter. Ζήτησε επίσης «έλεος», αλλά «συγγνώμη» δεν ζήτησε.
Το Μαξίμου και η κυβέρνηση επίσης δεν ζήτησαν τίποτα. Ούτε την συγγνώμη του, ούτε την κομματική του ταυτότητα.
Η μία εκδοχή είναι πως ο βουλευτής της ΝΔ δεν είχε, και δεν έχει, συναίσθηση του τι ακριβώς είπε. Σ’ αυτή την περίπτωση η κυβέρνηση έχει πρόβλημα με την επιλογή, και τον βαθμό συναίσθησης και ενσυναίσθησης, των βουλευτών της. Εδώ, μια «συγγνώμη» δεν θα έλυνε το ζήτημα, αλλά θα διευκόλυνε αμφότερους.
Η άλλη εκδοχή είναι πως ο βουλευτής, και γνώριζε και κατάλαβε, τι είπε και γιατί το είπε. Κι απλώς έκλεισε το μάτι στα βασικά ένστικτα ενός τοξικού, αλλά υπαρκτού, τμήματος της κοινωνίας. Και του εκλογικού σώματος επίσης. Το οποίο κάποτε μπορεί και να ψήφιζε Χρυσή Αυγή, και τώρα ποιεί την ανάγκη φιλοτιμία και ψάχνει συγγενική στέγη για να φιλοξενηθεί.
Σ’ αυτήν την περίπτωση, το Μαξίμου και ο πρωθυπουργός απλώς ξέχασαν τον φιλελευθερισμό στο συρτάρι των επικοινωνιολόγων τους. Και σφύριξαν αδιάφορα, προτάσσοντας την εκ δεξιών θωράκιση της ΝΔ και τα, ήδη σοβαρά, ζητήματα συνοχής στην Κοινοβουλευτική της Ομάδα. Η οποία υπέστη βαθύ – και πολύ πιο δομικό πολιτικά απ’ όσο φαίνεται – ρήγμα, με το «όχι» που είπαν χθες η Μαριέττα Γιαννάκου και η Ολγα Κεφαλογιάννη στο νομοσχέδιο για την συνεπιμέλεια.
Η τιμή του φιλελευθερισμού όμως δεν σώζεται μόνον από δύο κυρίες. Πόσο μάλλον που ο – κατά δήλωσή του – φιλελεύθερος Κυριάκος Μητσοτάκης απουσίασε χθες από την Βουλή. Αποφεύγοντας να υπερασπιστεί έναν , κατ’ όνομα «εκσυγχρονιστικό», νόμο που βρήκε απέναντί του σύσσωμη την αντιπολίτευση και τον επιστημονικό κόσμο…