Ο Γρηγόρης Λαμπράκης καταγόταν από την Αρκαδία. Γεννήθηκε στα 1912. Ήταν το τελευταίο παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας. Το Σεπτέμβριο του 1931 γράφτηκε σε μία ετήσια ιδιωτική εμπορική και λογιστική σχολή και το καλοκαίρι του 1932 επέστρεψε στη γενέτειρά του, την Κερασίτσα, για να ασχοληθεί με τα χωράφια και το πατρικό μαγαζί. Την επόμενη χρονιά, σε ηλικία 21 ετών, έδωσε εξετάσεις και πέρασε από τους πρώτους στην Ιατρική Σχολή Αθηνών, για την οποία πήρε κάποια υποτροφία.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτή η μεγάλη στροφή από τα χωράφια και το εμπόριο στην Ιατρική, οφειλόταν στο μεγαλύτερο αδελφό του Θεόδωρο, ο οποίος ήταν ήδη γιατρός χειρουργός, εγκατεστημένος στον Πειραιά. Ήταν η πρώτη καθοριστική επίδραση που είχε στον Γρηγόρη, ο κατά οκτώ χρόνια μεγαλύτερος Θεόδωρος, ο οποίος ήταν ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία και λειτούργησε ως πρότυπο για τον μικρότερο αδερφό. Στην κατοχή είχε βγει στα βουνά, όπου υπηρέτησε σαν γιατρός την Αντίσταση. Υπήρξε φημισμένος χειρουργός στον Πειραιά, όπου έστησε μαζί με άλλους κλινική, τον Λευκό Σταυρό. Στα 1956, ο Παπαπολίτης, που είχε διαδεχτεί τον Πλαστήρα στην ΕΠΕΚ, τον έπεισε να κατέβει ως υποψήφιος στις εκλογές. Το έκανε και εξελέγη, αλλά λίγους μήνες μετά πέθανε, σε ηλικία πενήντα δύο ετών.
Ο Γρηγόρης έδωσε το όνομα του αδερφού του στον δεύτερο από τους τρεις γιους που απέκτησε. Η ενασχόληση με την πολιτική πιθανότατα ήταν η δεύτερη καθοριστική επίδραση του μεγαλύτερου αδερφού στον μικρότερο. Ο οποίος επιδίωξε να είναι υποψήφιος με την Ένωση Κέντρου, αλλά δεν τον δέχτηκαν στα ψηφοδέλτια . Έτσι συνεργάστηκε με την ΕΔΑ και εξελέγη, στις εκλογές του 1961.
Ήταν καλός αθλητής. Άλματα, τριπλούν και εις μήκος, 100 και 200 μέτρα. Πολλές φορές βαλκανιονίκης και πρωταθλητής Ελλάδος. Πήρε μέρος στους Ολυμπιακούς του 1936. Είχε πανελλήνιο ρεκόρ στο άλμα εις μήκος, που κράτησε πάνω από είκοσι χρόνια. Η αθλητική του καριέρα ολοκληρώθηκε στις αρχές του 1940.
Στη διάρκεια της Κατοχής διοργάνωνε, με άλλους αθλητές, αγώνες στίβου για τη στήριξη των αθλητών που είχαν ανάγκη. Ήταν ιδρυτικό μέλος της Ενώσεως Ελλήνων Αθλητών, που στήθηκε στα 1942 για να στηρίζει τους ασθενείς και άνεργους αθλητές. Μετά τον πόλεμο πρωτοστάτησε στην ανασυγκρότηση του Συνδέσμου Ελληνικών Γυμναστικών Αθλητικών Σωματείων, ΣΕΓΑΣ. Δημιούργησε το Ταμείο Υγείας και Περίθαλψης Αθλητών, με το οποίο ασχολούνταν ως το θάνατό του.
Από την Ιατρική Σχολή αποφοίτησε στα 1939 και ξεκίνησε ειδικότητα στη Γυναικολογία, κάτι που τον οδήγησε αργότερα στην Γυναικολογική Ενδοκρινολογία, όπου υπήρξε πρωτοπόρος για την Ελλάδα. Στη διάρκεια της Κατοχής οι γυναικολόγοι της Αθήνας διχάστηκαν, καθώς πολλοί αντιτάχθηκαν στον δοσίλογο πρωθυπουργό Λογοθετόπουλο, ο οποίος ήταν καθηγητής Γυναικολογίας ή διώχτηκαν εξαιτίας του. Ο Λαμπράκης, βοηθός και συνεργάτης του, παρέμεινε στη θέση που κατείχε στην μαιευτική κλινική. Το 1950 αναγορεύτηκε υφηγητής Μαιευτικής και Γυναικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από το 1961, μετά την εκλογή του με το συνδυασμό ΠΑΜΕ της ΕΔΑ, αφοσιώθηκε στην πολιτική.
Ο Λαμπράκης δεν ήταν κομμουνιστής. Ως βουλευτής, ασχολήθηκε με τα θέματα της ειρήνης, μέσα από τις δραστηριότητες της Ελληνικής Επιτροπής δια την Διεθνή Ύφεσιν και Ειρήνην, ΕΕΔΥΕ, της οποίας έγινε αντιπρόεδρος. Οι δράσεις περιλάμβαναν και τις μαραθώνιες πορείες ειρήνης, οι οποίες γίνονταν σε Βρετανία, Γερμανία και αλλού, αλλά ήταν αυστηρά απαγορευμένες στην Ελλάδα. Την 21η Απριλίου 1963, ένα μήνα πριν τη δολοφονία του, ο Λαμπράκης ξεκίνησε μόνος του την απαγορευμένη πορεία από τον τύμβο του Μαραθώνα. Με τα πολλά, οι χωροφύλακες τον συνέλαβαν, ουσιαστικά τον απήγαγαν.
Αμέσως μετά, έστειλε το ακόλουθο τηλεγράφημα στον πρωθυπουργό Καραμανλή και σε πολλούς άλλους αποδέκτες:
Ο πόθος του δημοκρατικού λαού μας διά πορείαν ειρήνης από τον Μαραθώνα εις Αθήνας επραγματοποιήθη. Εκκινήσας από την κορυφήν του Τύμβου του Μαραθώνος, συνελήφθην εις το 28ον χιλιόμετρον και βιαίως επετάχθην εις στρατιωτικόν φορτηγόν αυτοκίνητον, κρατηθείς παρανόμως, αντισυνταγματικώς επί 3 1/2 ώρας. Εντολή του αντισυνταγματάρχου Πιστόλη και του ταγματάρχου Βραδή, φρουρούμενος υπό οκτώ χωροφυλάκων, με περιόδευσαν κατά γκανγκστερικόν τρόπον ώσπερ κατάδικον κοινού ποινικού δικαίου εις τα χωρία Ν. Μάκρη, Μαραθώνα, Σούλι, Γραμματικόν, Καπανδρίτι, Τατόιον όπου και με εγκατέλειψαν. Διαμαρτύρομαι εντονότατα διά την παράνομον κράτησίν μου, διά τη σκαιάν και βάναυσον συμπεριφοράν των μοιράρχων Φωτίου Τζουμάνη, Ιωάννου Λεοντσαράκου, ανθυπασπιστού, Τάκη Χαραλαμπόπουλου, Χωροφύλακος Ρ147, Αντωνίου Λαγοπάτη μοιράρχου και Αθανασίου Λαγοπάτη Ταγματάρχου, εναντίον των οποίων υποβάλλω μήνυσιν διά επενεχθείσας ταλαιπωρίας μου. Δυστυχώς, διεπίστωσα ότι η Δημοκρατία δεν υπάρχει εις την Ελλάδα όταν εκλεκτοί του λαού κυριολεκτικώς καταρρακώνονται.
Ο τρόπος που αντιμετώπισε τους χωροφύλακες ο λαμπερός και μαχητικός γιατρός – αθλητής και η πολιτική αντίδρασή του στη συνέχεια, τον μετέτρεψαν σε ίνδαλμα, σε ήρωα της Αριστεράς. Την Πρωτομαγιά του ‘63, όταν μπήκε στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, το πλήθος τον αποθέωσε. Στην κλινική του έφταναν εκατοντάδες επιστολές. Οι περισσότερες έλεγαν, γιατρέ, πρόσεχε, θα σε φάνε.
Από το σύντομο διάστημα της δημόσιας δράση του δεν προκύπτει ότι ο Λαμπράκης ένοιωθε φόβο. Στην τελευταία του ομιλία στη Βουλή είπε, γνωστοποιούμεν εις την κυβέρνησιν ότι ημείς θα εξακολουθήσωμεν τους αγώνας διά να κατοχυρωθεί η Ειρήνη εις τον κόσμον. Ο Λαμπράκης δεν έφτασε στις 22 Μαΐου στη Θεσσαλονίκη σαν ένας κοινός βουλευτής, για μια ακόμη ομιλία. Ήταν ήδη το αστέρι της ΕΔΑ. Κι επειδή δεν ήταν αριστερός, τουλάχιστον με την συμβατική έννοια του όρου, κανείς δεν γνωρίζει ποια θα ήταν η συμβολή του στην πολιτική ζωή και ιδιαίτερα στην ανάκαμψη της Αριστεράς, αν εκείνο το βράδυ δεν τον περίμενε το δικό του συμβόλαιο θανάτου.
Η αντισυγκέντρωση
Την εκδήλωση διοργάνωνε η Ελληνική Επιτροπή για τη Διεθνή Ύφεση και Ειρήνη. Ήταν να γίνει στις 19 Μαΐου, όμως εκείνη την ημέρα ερχόταν στην πόλη ο Ντε Γκολ. Οι οργανωτές ανέβαλαν, για τις 22. Ήταν να γίνει σε άλλη αίθουσα, αλλά το πρωί της ίδιας μέρας ο ιδιοκτήτης αρνήθηκε να τη δώσει. Αναγκαστικά μεταφέρθηκε στα γραφεία του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος, που ήταν το μετωπικό συνδικαλιστικό μέτωπο του ΚΚΕ. Κύριος ομιλητής θα ήταν ο Αλέξανδρος Ζάννας, παλαιός βενιζελικός βουλευτής και υπουργός, ο οποίος όμως ήταν ηλικιωμένος και ασθενής και δεν μπορούσε να ανταποκριθεί. Έτσι, οι διοργανωτές κάλεσαν τον Λαμπράκη. Όταν αυτός έφτασε κοντά στο χώρο της εκδήλωσης, στις 8 και μισή, έπεσε πάνω στην αντισυγκέντρωση.
Τυπικά, ήταν συγκεντρωμένοι αντιφρονούντες προς την ΕΕΔΥΕ. Στην πραγματικότητα, ήταν μέλη ακροδεξιών παρακρατικών οργανώσεων και άγνωστος αριθμός χωροφυλάκων με πολιτικά. Εφάρμοζαν την προκαθορισμένη δράση αντισυγκέντρωσης, ώστε να διαλύσουν την κομμουνιστική συγκέντρωση. Εκδήλωναν έντονα εχθρικές διαθέσεις.
Την αντισυγκέντρωση είχαν διοργανώσει αξιωματικοί της Αστυνομικής Διευθύνσεως Θεσσαλονίκης. Ως υλικό είχαν χρησιμοποιήσει μέλη παρακρατικών οργανώσεων, από αυτές που είχαν συγκροτηθεί, χρηματοδοτούνταν και κατευθύνονταν από την αρμόδια Υπηρεσία Πληροφοριών του υπουργείου Προεδρίας, της κυβέρνησης Καραμανλή. Η υπηρεσία αυτή είχε επικεφαλής τον στρατηγό Γωγούση, παλιό μέλος του ΙΔΕΑ. Ο συνεργάτης της Γεωργαλάς είχε εισηγηθεί το μέτρο των αντισυγκεντώσεων, για τη διάλυση των συγκεντρώσεων της ΕΔΑ.
Μια εκτίμηση της εποχής ήταν ότι οι παρακρατικές συμμορίες τύπου Καρφίτσα, υπό την υψηλή εποπτεία του Γωγούση, ξεπερνούσαν τις τριάντα χιλιάδες μέλη. Ο αριθμός μοιάζει υπερβολικός, αλλά προς το παρόν ουδείς γνωρίζει. Η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι όλοι αυτοί ήταν απλώς περαστικοί, κάτι που δεν έστεκε στη λογική, γιατί ήταν Τετάρτη και τα μαγαζιά κλειστά. Ωστόσο, οι περισσότεροι αντιδιαδηλωτές, όπως και ο οδηγός του τρικύκλου, ήταν μέλη της Οργανώσεως Θυμάτων και Αγωνιστών Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος. Επικεφαλής της οργάνωσης ήταν ο Ξενοφών Γιοσμάς, ένας από τους σκληρούς κατοχικούς δοσιλόγους, ο οποίος έφτασε να γίνει υπουργός Προπαγάνδας στην κυβέρνηση Τσιρονίκου, στη Βιέννη. Όταν τον έφεραν στην Ελλάδα καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά σύντομα βγήκε από τη φυλακή. Ακόμα καλύτερα, με τη συμβολή του δικηγόρου του Τάκου Μακρή, ο οποίος ήταν ένας από τους ισχυρούς υπουργούς του Καραμανλή, εξέδωσε μια ναζιστική εφημερίδα και ίδρυσε την οργάνωσή του. Τα μέλη της οργάνωσης είχαν ταυτότητες, θεωρημένες από την Αστυνομία, στις οποίες αναγραφόταν ότι ο κάτοχος θα χρησιμοποιείται από την αστυνομία για την υπεράσπιση της πατρίδος, όταν χρειαστεί. Με άλλα λόγια, η οργάνωση του Γιοσμά, καθόλα νόμιμη και αξιοσέβαστη, συνεργαζόταν με την Αστυνομία. Τα μέλη της, για παράδειγμα, είχαν χρησιμοποιηθεί για τα μέτρα προστασίας του προέδρου Ντε Γκολ, ο οποίος είχε επισκεφθεί τη Θεσσαλονίκη, μαζί με τον Καραμανλή. Για να τους αναγνωρίζουν οι αστυνομικοί, τους είχαν πει να βάλουν από μια καρφίτσα στο πέτο. Έτσι η οργάνωση Γιοσμά έμεινε στην Ιστορία σαν Οργάνωση Καρφίτσα.
Τυπικός και ουσιαστικός αρχηγός όλων αυτών στη Θεσσαλονίκη ήταν ο υποστράτηγος Χωροφυλακής Κωνσταντίνος Μήτσου, ο οποίος ήταν παρών στην εκδήλωση της 22ης Μαΐου, επικεφαλής των εκατόν ογδόντα χωροφυλάκων εν στολή. Ο Μήτσου καταγόταν από ένα χωριό του Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας. Είχε διοριστεί χωροφύλακας στα 1932. Στην Κατοχή υπήρξε στέλεχος της ΠΑΟ και στα 1963 ήταν γενικός επιθεωρητής της Β΄ Επιθεωρήσεως Ελληνικής Βασιλικής Χωροφυλακής, δηλαδή γενικός επιθεωρητής Βορείου Ελλάδος. Λειτουργούσε χωρίς ενδοιασμούς, έχοντας δύο στόχους. Την καταπολέμηση του κομμουνισμού με κάθε τρόπο και την υποβοήθηση της ΕΡΕ, κυρίως με μικρορουσφέτια, που του επέτρεπε να κάνει η θέση του.
Οι στρατολογημένοι στην Καρφίτσα ήταν λούμπεν προλετάριοι. Άνθρωποι που έψαχναν για μεροκάματο ή έκαναν δουλειές του ποδαριού στην πόλη, μικροπωλητές, αχθοφόροι, τέτοια. Για να δουλέψουν, έπρεπε να τα έχουν καλά με την εξουσία που τους έλεγχε, δηλαδή με τους χωροφύλακες. Για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο, ίσως και για να αποκτήσουν μια ψευδαίσθηση αυτοπραγμάτωσης, ο καλύτερος τρόπος ήταν να γίνουν μέλη της Καρφίτσας ή κάποιας άλλης παρακρατικής οργάνωσης. Αυτόματα αποκτούσαν την ανοχή ή και την προστασία της Αστυνομίας. Άλλωστε, πολλοί είχαν δράσει, στα χρόνια της Κατοχής, στις δοσιλογικές οργανώσεις ή στο μικροέγκλημα ή και στα δύο.
Ο Γκοτζαμάνης παλιά ήταν μέλος της ΕΟΝ του Μεταξά και στη συνέχεια της Βασιλικής Εθνικής Νεολαίας, ΒΕΝ. Μετά, τον πήραν στην Καρφίτσα του Γιοσμά. Ήταν κλεφτοκοτάς και συνεχώς έκανε μικροπαραβάσεις, οι οποίες του χαρίζονταν. Το δόγμα της Αστυνομίας τότε ήταν, ας είσαι εγκληματίας ή κλέφτης, αρκεί να μην είσαι κομμουνιστής. Ίσχυε για τον Γκοτζαμάνη, αλλά και για τον συνεργό του Εμμανουηλίδη, ο οποίος είχε στο ενεργητικό του βιασμούς, κλοπές, παράνομη οπλοφορία. Και μία αποπλάνηση ανηλίκου, στα 1961. Μετά την απελευθέρωση πέρασε για ένα φεγγάρι από την ΕΠΟΝ, άλλαξε όμως στρατόπεδο, πριν τις εκλογές του 1946.
Τέτοιους ανθρώπους χρησιμοποιούσε ο Γιοσμάς, σε συνεννόηση ή με εντολή της Αστυνομίας. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι του είχαν επιτεθεί την Πρωτομαγιά του 1962, σε μια εργατική συγκέντρωση. Γι’ αυτή την ενέργεια ο Γιοσμάς είχε καταδικαστεί, τον Ιανουάριο του 1963, για βιαιοπραγίες. Αυτό όμως δεν εμπόδισε την Αστυνομία, λίγους μήνες αργότερα, να του αναθέσει ρόλο στα μέτρα τάξης, στην επίσκεψη του Ντε Γκολ στη Θεσσαλονίκη. Ο Γιοσμάς είχε πετύχει με ένα σμπάρο πολλά τρυγόνια: Είχε απαλλαγεί από τα δοσιλογικά του εγκλήματα και όχι μόνο είχε αποφύγει την εκτέλεση, αλλά μετά από ελάχιστα χρόνια στη φυλακή, ήταν πάλι ελεύθερος. Ήταν εντάξει με τη ναζιστική του ιδεολογία, για την οποία κανείς δεν τον αποστρεφόταν, τουλάχιστον στους εθνικόφρονες κύκλους. Και είχε βρει έναν τρόπο να είναι παράγων, έστω όχι υπουργός, αλλά παράγων – και αποπάνω να κερδίζει χρήματα, από τις κρατικές επιχορηγήσεις που εισέπραττε για να λειτουργεί η Καρφίτσα και η ψευτοεφημεριδούλα που εξέδιδε. Στην πραγματικότητα ήταν ένας αμόρφωτος άνθρωπος, ο οποίος είχε δώσει μια βεβαίωση στον Γκοτζαμάνη ότι είναι εθνικόφρων θύμα του πατρός του, εννοώντας ότι είχαν σκοτώσει τον πατέρα του.
Ο υποστράτηγος Μήτσου επέβλεπε αφ’ υψηλού την Καρφίτσα του Γιοσμά και τις άλλες παρακρατικές οργανώσεις της περιοχής ευθύνης του. Ήταν η έκφραση της σχέσης του επίσημου κράτους με το παρακράτος. Και επέτρεπε στα ανώτατα κλιμάκια της πολιτικής ηγεσίας να μη γνωρίζουν ή να παριστάνουν ότι δεν γνωρίζουν, αφού έκανε αυτός τη βρώμικη δουλειά, με τη βοήθεια των υφισταμένων του αξιωματικών, στην περιοχή του. Αυτός γνώριζε τους κατόχους της Καρφίτσας και τον ίδιο τον αρχηγό τους Γιοσμά, τους οποίους ο εισαγγελέας Δελαπόρτας στη δίκη τους χαρακτήρισε βυθοκορήματα, δηλαδή προϊόντα θαλάσσιων εκσκαφών, αυτά που ξύνονται από το βυθό και περιέχουν κάθε βρωμιά και σκουπίδι.
Όλοι οι παριστάμενοι και οι συμμετέχοντες στην αντισυγκέντρωση, από τον υποστράτηγο Μήτσου, ως τον οδηγό του τρικύκλου Γκοτζαμάνη, με την εξαίρεση των οπλιτών χωροφυλάκων, είχαν κάτι κοινό: Είχαν ενσωματωθεί στην εθνικοφροσύνη και την υπηρετούσαν, προς ίδιον όφελος. Είτε αυτό ήταν η νομή της εξουσίας, είτε τα στραβά μάτια της Αστυνομίας για παράτυπες μεταφορές με το τρίκυκλο ή άλλες μικρές παρανομίες.
Φυσικά δεν είχε ο ίδιος ο υποστράτηγος Μήτσου την άμεση υπηρεσιακή ευθύνη για τους ανθρώπους της Καρφίτσας. Αυτή τη δουλειά, του συντονιστή και καθοδηγητή, είχε αναλάβει ο υπομοίραρχος Κατσούλης, ο οποίος υπηρετούσε στην Εθνική Ασφάλεια, στο τμήμα δίωξης κομμουνιστών. Προφανώς ήταν σε επαφή με τον επικεφαλής της ΚΥΠ στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος τότε ήταν ο Καραμπέρης, μέλος της ομάδας του Παπαδόπουλου. Στις 22 Μαΐου είχε μαζέψει ο ίδιος τους παρακρατικούς στο Ε’ Αστυνομικό Τμήμα και αφού τους είπε ο στόχος μας είναι ο Λαμπράκης, τους τόνισε να φύγουμε λίγοι-λίγοι, να μην γίνουμε αντιληπτοί. Το επόμενο βράδυ ο Κατσούλης ήταν εκτός υπηρεσίας, αλλά βρισκόταν κι αυτός, με πολιτικά, στο χώρο γύρω από την εκδήλωση.
Οι άνθρωποι της Καρφίτσας ήταν ένα θέμα. Οι παριστάμενοι αξιωματικοί της Χωροφυλακής και η δύναμη των χωροφυλάκων, ένα άλλο. Αυτή η δύναμη είχε ως στόχο την πρόληψη διαδηλώσεων ή άλλων έκνομων ενεργειών από τους κομμουνιστές, μετά το πέρας της συγκέντρωσης. Δεν είχε στόχο την προστασία τους, από τους άλλους, τους δικούς της, που βρέθηκαν εκεί με άγριες διαθέσεις. Παρόλο που το πρωί ο δικηγόρος Σύλλας Παπαδημητρίου είχε πει τηλεφωνικά στον εισαγγελέα Πρωτοδικών πως υπάρχει οργανωμένο σχέδιο για τη δολοφονία του βουλευτή Λαμπράκη. Αυτός είχε υποσχεθεί ότι θα πάρουν μέτρα και ενημέρωσε την Αστυνομία. Υπήρξε και δεύτερο διάβημα της ΕΔΑ, προς το Ε’ Αστυνομικό Τμήμα, μετά τη συνάθροιση των αντιφρονούντων. Ο ίδιος ο Λαμπράκης έκανε λόγο για σχέδιο δολοφονίας του, λίγα λεπτά πριν τον σκοτώσουν: Προσοχή, προσοχή. Εδώ βουλευτής Λαμπράκης. Σαν εκπρόσωπος του Έθνους και του Λαού, καταγγέλλω ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας μου και καλώ τον υπουργό Βορείου Ελλάδος, τον νομάρχη, τον εισαγγελέα, τον στρατηγό Χωροφυλακής Μήτσου, τον διευθυντή της Αστυνομίας και τον διοικητή Ασφαλείας να προστατεύσουν τη συγκέντρωση και τη ζωή μου.
Συνεπώς η ΕΔΑ ήξερε ότι υπάρχει σχέδιο και ο Λαμπράκης είχε ενημερωθεί. Από που; Λογικά, από δικό τους άνθρωπο (ή και όχι δικό τους) μέσα στην Αστυνομία, ο οποίος είχε αντιληφθεί ή συμπεράνει, ότι ετοιμαζόταν χτύπημα στον Λαμπράκη. Ο υποστράτηγος Μήτσου αναφέρθηκε ονομαστικά. Ως Διοικητή Ασφαλείας ο Λαμπράκης ίσως εννοούσε τον ταγματάρχη Κωνσταντίνο Δόλκα διοικητή Εθνικής Ασφαλείας Θεσσαλονίκης. Παρόντες, ωστόσο, ήταν και ένας συνταγματάρχης, ο Ευθύμιος Καμουτσής, διευθυντής της Αστυνομίας Θεσσαλονίκης. Επίσης, ο αντισυνταγματάρχης Μιχαήλ Διαμαντόπουλος, υποδιευθυντής της Αστυνομίας – για να μην ασχοληθεί κανείς με τους κατώτερους αξιωματικούς. Όλοι αυτοί δεν ήταν μέλη της δολοφονικής συνωμοτικής ομάδας, οπωσδήποτε όμως ήταν πλήρως ενήμεροι για την αντισυγκέντρωση. Η δολοφονία έγινε μπροστά στα μάτια τους, είχαν προειδοποιηθεί επανειλημμένα ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας και δεν έκαναν τίποτα για να το αποτρέψουν.
Η δολοφονία
Στις 8 και τέταρτο η αίθουσα είχε γεμίσει. Έφτασαν οι ομιλητές και οι παρακρατικοί τους υποδέχτηκαν πέτρες, με γροθιές και κλωτσιές. Ο Λαμπράκης ανταπέδωσε και άνοιξε δρόμο ως την είσοδο. Κανένας από τους παριστάμενους αξιωματικούς δεν έκανε το παραμικρό για να προστατέψει τον προπηλακιζόμενο βουλευτή. Στα συνθήματα περί ειρήνης του μεγαφώνου οι αποκάτω απαντούσαν με κραυγές, έξω οι Βούλγαροι, η ΕΔΑ στη Βουλγαρία, θα πεθάνετε, τέτοια. Οι άλλοι τους φώναζαν, χαφιέδες, πουλημένοι. Εκσφενδόνιζαν τούβλα, ψηλά, στα παράθυρα της αίθουσας, τα οποία επιστρέφονταν από τους άλλους. Μετά, έκλεισαν τα παντζούρια. Άρχισαν οι ομιλίες.
Μια ομάδα εφόρμησε και προσπαθούσε να παραβιάσει την πόρτα και να εισβάλει. Την απώθησαν οι χωροφύλακες. Ένας αξιωματικός ανέβηκε στην αίθουσα και ζήτησε να σταματήσει το μεγάφωνο, γιατί ερεθίζει τους απέξω. Ο Λαμπράκης αντέδρασε έντονα.
Ο βουλευτής Τσαρουχάς έφτασε έξω από την πόρτα, τον χτύπησαν από πίσω, στο κεφάλι. Ζήτησε βοήθεια, οι χωροφύλακες τον έβαλαν σε ένα ασθενοφόρο που έτυχε να περνά. Οι παρακρατικοί όρμησαν, ένας είπε πως τα ασθενοφόρα είναι για τους ανθρώπους, όχι για κτήνη. Τον κατέβασαν στο δρόμο και τον χτυπούσαν. Με τα πολλά, τον γλίτωσαν οι χωροφύλακες και τελικά έφτασε στο σταθμό πρώτων βοηθειών.
Η τάξη αποκαταστάθηκε στο δρόμο. Το θέμα ήταν η αποχώρηση των ανθρώπων της εκδήλωσης, χωρίς να δεχτούν επιθέσεις. Η πόρτα έμενε κλειστή και ο Καμουτσής, που είχε αναλάβει εκείνη την ώρα, ενημέρωσε τους απομέσα ότι δεν θα βγουν μέχρι να απωθηθούν οι άλλοι. Δόθηκε διαταγή να αδειάσει η πλατεία. Οι χωροφύλακες άρχισαν να σπρώχνουν το πλήθος προς Ερμού και Βενιζέλου. Ο Καμουτσής διέταξε να έρθουν λεωφορεία για να τους παραλάβουν τους απομέσα και να τους αποβιβάσουν σε απομακρυσμένο σημείο, για να μην υπάρξει επαφή με τους άλλους. Αυτοί φώναζαν ένα σύνθημα της στιγμής, όχι άλλο καρούμπαλο. Ο Λαμπράκης γέλασε, για τελευταία φορά.
Ήρθαν λεωφορεία. Άρχισε η έξοδος. Βγήκαν μερικοί σαν εμπροσθοφυλακή και μετά ο Λαμπράκης, με λίγους μαζί του. Προχώρησε λίγα μέτρα, είδε δυο ομάδες παρακρατικών από τρία ή τέσσερα άτομα η καθεμιά, να τον πλησιάζουν, η μία από το πεζοδρόμιο βγαίνοντας από τη Σπανδωνή και η άλλη από δεξιά του, από το απέναντι πεζοδρόμιο της Ερμού. Σήκωσε τα χέρια για να διαμαρτυρηθεί στους παρόντες αξιωματικούς, που απλώς κοιτούσαν και για να ζητήσει τη βοήθειά τους.
Με αυτήν την κίνηση, για έναν ελάχιστο χρόνο, ο Λαμπράκης αποκόπηκε από τους δικούς του και έμεινε εντελώς ακάλυπτος. Ένας, από την ομάδα των παρακρατικών που έρχονταν εναντίον του από αριστερά, ο Εμμανουηλίδης, σήκωσε το χέρι και κατέβασε από πίσω, στο κεφάλι του Λαμπράκη, το σιδερολοστό ή το κλομπ ή τη λαβή του πιστολιού που κρατούσε. Ταυτόχρονα, ενώ ο Λαμπράκης σωριαζόταν στην άσφαλτο, ένα τρίκυκλο εμφανίστηκε από το πουθενά, από την μικρή οδό Σπανδωνή, που είναι σαν διχοτόμος της ορθής γωνίας που σχηματίζουν Βενιζέλου και Ερμού και έπεσε πάνω του. Παρέσυρε τον Λαμπράκη, πέρασε πάνω από το πόδι του και συνέχισε.
Από την καρότσα πήδηξαν κάτω δύο ή τρεις και σκαρφάλωσε σ΄ αυτό ο Εμμανουηλίδης. Ένας από την ομάδα προστασίας του Λαμπράκη, ο Χατζηαποστόλου, πήδηξε πάνω και τον χτυπούσε. Άλλοι λένε ότι ο Εμμανουηλίδης έπεσε, άλλοι ότι έμεινε στην καρότσα. Μετά, ο Χατζηαποστόλου χτυπούσε το παράθυρο του οδηγού Γκοτζαμάνη. Μια αφήγηση λέει ότι τον άρπαξε από τα μαλλιά. Μια άλλη, ότι τον τρυπούσε με ένα σπασμένο γυαλί από το τζάμι του παραθύρου, για να τον κάνει να σταματήσει. Σταμάτησε απότομα, Τσιμισκή και Καρόλου Ντηλ. Οι δύο της καρότσας έπεσαν κάτω. Γκοτζαμάνης και Εμμανουηλίδης χτυπούσαν μαζί τον Χατζηαποστόλου, ο οποίος φώναζε βοήθεια. Ένας πυροσβέστης άρπαξε τον Γκοτζαμάνη, ενώ ο Εμμανουηλίδης διέφυγε. Ο Γκοτζαμάνης εξηγούσε στον πυροσβέστη και στον τροχονόμο που τον παρέλαβε, ότι είναι δικός τους, της Αστυνομίας και να τον αφήσουν. Ο τροχονόμος τον πήγε στο Τμήμα.
Σενάρια
Επίσημη δικαστική εκδοχή είναι ότι τον Λαμπράκη δεν σκότωσε το χτύπημα του Εμμανουηλίδη, ο οποίος άλλωστε δεν είχε τέτοια πρόθεση, αλλά η παράσυρση από το τρίκυκλο που έπεσε πάνω του, αν και πάλι δεν υπήρχε θανατηφόρα πρόθεση στον οδηγό Γκοτζαμάνη. Ήταν μια κακή στιγμή, μάλλον. Το δικαστήριο δέχτηκε ότι ο θάνατος προήλθε από την πτώση στην άσφαλτο.
Η εκδοχή αυτή ήταν τόσο εξωφρενικά άκυρη, που δεν έγινε πιστευτή από κανέναν λογικό άνθρωπο. Κυκλοφόρησαν άλλα σενάρια. Το πιο σημαντικό απ’ αυτά λέει ότι τον Λαμπράκη τον σκότωσε ένας χαμηλόβαθμος αξιωματικός της Χωροφυλακής, ο οποίος τον χτύπησε με τη λαβή του πιστολιού του, εκείνος έπεσε στην άσφαλτο και στη συνέχεια πέρασε από πάνω του το τρίκυκλο. Ο αξιωματικός αυτός βγήκε αστραπιαία από μία ομάδα παρακρατικών, έδωσε το χτύπημα και αποτραβήχτηκε. Ελάχιστα δευτερόλεπτα μετά, ξεκίνησε από την οδό Σπανδωνή το τρίκυκλο, αφού προηγουμένως δόθηκε στον Γκοτζαμάνη σινιάλο, με φακό που χειριζόταν συνεργός του δολοφόνου. Ο συνεργός καραδοκούσε είσοδο του κτιρίου όπου έγινε η εκδήλωση, ακριβώς για να δώσει το σινιάλο. Η κίνηση του τρικύκλου σκηνοθετήθηκε για να καλυφθεί ο πραγματικός δολοφόνος και να αποδοθεί ο θάνατος του Λαμπράκη σε τροχαίο ατύχημα. Το οποίο θα έμενε ανεξιχνίαστο, αφού οι πινακίδες ήταν καλυμμένες και για κάποιο λόγο κανένας αστυνομικός από τους τόσους που ήταν εκεί δεν όρμησε στο όχημα, όπως έκανε ο Χατζηαποστόλου ή δεν έτρεξε πίσω του, καθώς ο Γκοτζαμάνης επιχειρούσε να διαφύγει.
Το σενάριο ενισχύει η παρατήρηση ότι το τρίκυκλο ξεκίνησε την πορεία του προς την ομάδα του Λαμπράκη μόλις πέντε μέτρα ή κάτι παραπάνω, από το σημείο που βρισκόταν ο στόχος. Συνεπώς δεν υπήρχε δυνατότητα να αναπτύξει μεγάλη ταχύτητα και ο Λαμπράκης, αν δεν είχε ήδη χτυπηθεί, θα έκανε κάτι για να το αποφύγει. Αυτός όμως σωριάστηκε σαν τσουβάλι στο έδαφος. Το σενάριο αυτό υπονοεί ως οργανωτή της δολοφονίας τον υπομοίραρχο Κατσούλη, ο οποίος όμως δεν κλήθηκε στην ανάκριση, αν και οι αφηγήσεις επιμένουν ότι η παρουσία του στα γεγονότα είχε επισημανθεί και καταγγελθεί. Ακόμα και από τον συνάδελφό του Καπελώνη.
Όπως και να συνέβη, έβαλαν τον Λαμπράκη σ’ ένα αυτοκίνητο που περνούσε και τον πήγαν στο Α’ Βοηθειών και από κει στο ΑΧΕΠΑ. Κατά σύμπτωση, το αυτοκίνητο οδηγούσε ο Ιωάννης Χολέβας, ο οποίος στα 1945 ήταν πρόεδρος της νεολαίας του Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, του Γεωργίου Παπανδρέου, για την Βόρεια Ελλάδα, αλλά από το Νοέμβριο του 1961 ο Καραμανλής τον είχε διορίσει γενικό γραμματέα του Υπουργείου Βορείου Ελλάδος και αναπληρωτή του υπουργού, ενώ επί Χούντας έγινε υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας. Αυτός μετέφερε τον Λαμπράκη τουλάχιστον ως τον σταθμό Α’ Βοηθειών. Ο Λαμπράκης όμως είχε πεθάνει μεταξύ 9 και 40’ και 10, επισήμως εξαιτίας του συντριπτικού κατάγματος στη δεξιά κροταφοβρεγματική χώρα, το οποίο προκλήθηκε από πλήξη με αμβλύ όργανο. Η κατάσταση επιβαρύνθηκε λόγω της βίαιης πτώσης του Λαμπράκη στο έδαφος, εξαιτίας της πρόσκρουσης με το τρίκυκλο. Το οποίο του προξένησε επιπλέον κακώσεις στην πρόσθια επιφάνεια της δεξιάς κνήμης.
Η συγκάλυψη και η δίκη
Στις 24 Μαΐου 1963 ανατέθηκε η διπλή υπόθεση στον ανακριτή Χρήστο Σαρτζετάκη, με τον χαρακτηρισμό απόπειρα ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως για τον Λαμπράκη, ο οποίος ήταν ακόμα τυπικά ζωντανός στο ΑΧΕΠΑ και επικίνδυνος σωματική βλάβη εκ προθέσεως για τον Τσαρουχά. Εξετάστηκαν δεκάδες μάρτυρες κατηγορίας και προέκυψαν αποχρώσες ενδείξεις ευθυνών για 31 πρόσωπα. Μεταξύ τους, έξι στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας, με κορυφαίο τον υποστράτηγο Μήτσου. Στις 14 Σεπτεμβρίου, με ομοφωνία ανακριτή και εισαγγελέα, προφυλακίστηκαν οι Μήτσου, Καμουτσής, Διαμαντόπουλος και ο μοίραρχος Παπατριανταφύλλου, για κατάχρηση εξουσίας και παράβαση καθήκοντος.
Όταν ο Σαρτζετάκης ανακοίνωσε στον Μήτσου την προφυλάκισή του, ο υποστράτηγος δήλωσε ότι θα αυτοκτονήσει και έβαλε τα κλάματα. Ωστόσο, ένα μήνα αργότερα, αποφυλακίστηκε, όπως και οι άλλοι, με απόφαση του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών, το οποίο αναίρεσε τη βαριά κατηγορία για κατάχρηση εξουσίας, που ήταν κακούργημα και σήμαινε προφυλάκιση και άφησε μόνο την παράβαση καθήκοντος. Το Νοέμβριο, το ανακριτικό συμβούλιο επέβαλε στον Μήτσου και πέντε ακόμα αξιωματικούς τους χωροφύλακες την ποινή της προσκαίρου παύσεως. Σα να μην έφτανε αυτό, οι φοιτητές χλεύαζαν τον Μήτσου στους δρόμους της Θεσσαλονίκης, ρωτώντας, στρατηγέ, ακόμα δεν αυτοκτόνησες; Το Δεκέμβρη του 1963 του επεβλήθη ποινή εξάμηνης αργίας και τον Ιούλιο του 1964 αποστρατεύτηκε.
Το συμβούλιο Εφετών δέχτηκε την πρόταση του ανακριτή Σαρτζετάκη και του εισαγγελέα Μπούτη και απέρριψε τις κατηγορίες που είχαν διατυπωθεί από την πολιτική αγωγή εναντίον πολιτικών προσώπων, δηλαδή των Καραμανλή, Τσάτσου, Μακρή και άλλων. Αυτομάτως διαγράφηκε το κομμάτι των ευθυνών για την οργάνωση και υλοποίηση της αντισυγκέντρωσης, η οποία υπήρξε το ουσιώδες σκηνικό της δολοφονίας.
Το βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών εκδόθηκε το Φεβρουάριο του 1966. Η δίκη άρχισε στις 3 Οκτωβρίου 1966, στο Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης. Ήταν δικαστήριο με τρεις δικαστές, τους συνέδρους και δέκα πολίτες, τους ενόρκους. Οι ένορκοι είχαν επιλεγεί με κλήρωση, από έναν κατάλογο με είκοσι άτομα. Οι εκάστοτε είκοσι επιλέγονταν από ευρύτερους καταλόγους, που έστελναν ο Δικηγορικός Σύλλογος, το Επιμελητήριο και παρόμοιοι φορείς. Οι ένορκοι του 1966 είχαν καθοριστικό ρόλο, γιατί αυτοί θα αποφάσιζαν αν κάθε κατηγορούμενος είναι αθώος ή ένοχος, καθώς και αν θα του αναγνωρίζονταν ελαφρυντικά λόγω προτέρου εντίμου βίου, κάτι που είχε σημασία για τον τελικό επιμερισμό της ποινής από τους τακτικούς δικαστές.
Οι Γκοτζαμάνης και Εμμανουηλίδης κατηγορούνταν για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως, με ηθικό αυτουργό τον Γκοτζαμάνη και δράστη τον Εμμανουηλίδη. Για ηθική αυτουργία σε ανθρωποκτονία ήταν ο υπομοίραρχος Καπελώνης και ο Γιοσμάς, της Καρφίτσας. Δυο παρακρατικοί, για επικίνδυνες σωματικές βλάβες εις βάρος του Τσαρουχά. Ένας από αυτούς, ο λιμενεργάτης Φωκάς, επιπλέον για διατάραξη της κοινής ειρήνης. Μετά την Κατοχή είχε καταδικαστεί σε μεγάλη ποινή για δοσιλογισμό και έκανε την ποινή του στη Γυάρο, μαζί με τον Τσαρουχά, που είχε φυλακιστεί με το Γ΄ Ψήφισμα. Αλλά τον είχαν κάνει κάτι σαν βοηθό δεσμοφύλακα, του είχαν δώσει και μια μαγκούρα για να επιβάλλει την τάξη στους κομμουνιστές κρατουμένους. Ο εισαγγελέας τον ρώτησε αν είναι αλήθεια ότι στη Κατοχή φόρεσε γερμανική στολή. Κι αυτός απάντησε ναι, αν δεν ήμουν εγώ και κάποιοι άλλοι σαν εμένα εσύ δεν θα ήσουν στην έδρα, θα ήταν κόκκινοι επάνω. Ο άλλος, ονόματι Πιτσώκος, ήταν πρώην αριστερός και ήθελε άδεια μικροπωλητή έξω από τη Μοδιάνο. Ήταν αυτός που είπε, κατεβάζοντας τον Τσαρουχά στο δρόμο, ότι τα ασθενοφόρα είναι για ανθρώπους και όχι για κτήνη. Οι αξιωματικοί κατηγορούνταν για παράβαση καθήκοντος. Οι υπόλοιποι είκοσι ένας, παρακρατικοί και χωροφύλακες, για διατάραξη της κοινής ησυχίας.
Η δίκη έγινε σε βαρύ κλίμα. Ήταν η πρώτη φορά που βρίσκονταν στο εδώλιο αξιωματικοί εν ενεργεία και ήταν υποχρεωμένοι να κάθονται για βδομάδες δίπλα σε κοινωνικά αποβράσματα, κατηγορούμενοι έστω για παράβαση καθήκοντος, σε μια υπόθεση δολοφονίας ενός αριστερού πολιτικού. Και, νοερά, η πρώτη φορά που βρέθηκε εκτεθειμένο σε μια τέτοια δίκη, το σύμπλεγμα της πολιτικής, του Στρατού και των Σωμάτων Ασφαλείας, που είχαν δημιουργήσει τις ουσιώδεις προϋποθέσεις λειτουργίας του παρακράτους. Αλλά, απ’ ό,τι αποδείχτηκε, το σύμπλεγμα, το οποίο παρέμενε κυρίαρχο, δεν είχε την παραμικρή διάθεση για κάτι περισσότερο από την ανώδυνη, για το ίδιο, διεκπεραίωση της διαδικασίας. Κι αυτό, μόνο γιατί δεν μπορούσε να την αποφύγει. Άλλωστε η δίκη δεν ήταν παρά η προετοιμασμένη κατάληξη μιας σειράς καίριων παρεμβάσεων στα στάδια της προδικαστικής διαδικασίας.
Στη διάρκεια της δίκης, κάποια δεδομένα ξέφυγαν και ακούστηκαν.
Ο υπομοίραρχος Καπελώνης, κατηγορούμενος για ηθική αυτουργία μαζί με τον Γιοσμά, αποκάλυψε ότι ο ταγματάρχης Δόλκας, προϊστάμενός του στην Εθνική Ασφάλεια, τον είχε παγιδεύσει. Τον έπεισε να καταθέσει στον ανακριτή ότι πήρε τη διαταγή για την σύλληψη του Εμμανουηλίδη, από την Γενική Ασφάλεια και όχι από την Εθνική Ασφάλεια, για να φανεί ότι η πράξη του Εμμανουηλίδη ήταν αδίκημα κοινού ποινικού δικαίου και ότι η Εθνική Ασφάλεια δεν είχε καμία ανάμειξη στην υπόθεση. Επιπλέον, αποκαλύφθηκε ότι η Εθνική Ασφάλεια προσπάθησε να αποκρύψει ότι ο Καπελώνης ήταν σε διατεταγμένη υπηρεσία στον τόπο της συγκέντρωσης. Όταν ο ανακριτής ζήτησε από την Εθνική Ασφάλεια ονομαστική κατάσταση των αστυνομικών που εκείνη την ημέρα ήταν σε υπηρεσία, το όνομα του Καπελώνη δεν υπήρχε μέσα. Προφανώς ήθελαν να φανεί ότι κινήθηκε από δική του και μόνο πρωτοβουλία, για την οργάνωση της αντισυγκέντρωσης, με τους άνδρες του Γιοσμά.
Ειπώθηκε, επίσης, ότι όταν συνελήφθησαν ο Γκοτζαμάνης και ο Εμμανουηλίδης και οδηγήθηκαν στο Ε΄ αστυνομικό τμήμα, δεν συντάχθηκε έκθεση σύλληψης, αλλά αυθόρμητης παρουσίασης και μάλιστα στις 6 το απόγευμα της Πέμπτης 23 Μαΐου 1963, ενώ ο Γκοτζαμάνης είχε συλληφθεί αμέσως μετά τη δολοφονία, την προηγούμενη μέρα και ο Εμμανουηλίδης στις 23.
Το κλομπ του Γκοτζαμάνη είχε εξαφανιστεί, κατά μυστήριο τρόπο και δεν υπήρχε ανάμεσα στα πειστήρια της δικογραφίας. Όπως δεν βρέθηκαν τα πειστήρια της επίθεσης, δηλαδή ο σιδηρολοστός ή το αστυνομικό κλομπ με το οποίο υποτίθεται ότι χτυπήθηκε στο κεφάλι ο βουλευτής. Ούτε το πιστόλι του Εμμανουηλίδη, με το οποίο, όπως κατέθεσε ο Χατζηαποστόλου, τον απείλησε στη διάρκεια της πάλης τους πάνω στην καρότσα του τρίκυκλου. Καμιά από αυτές τις αποκαλύψεις δεν είχε επιπτώσεις για τους δολοπλόκους, λες και δεν αφορούσαν ουσιωδώς την δικαζόμενη υπόθεση.
Ωστόσο, το βασικό ερώτημα που κυριάρχησε στη δίκη ήταν αν το θανατηφόρο χτύπημα στο Λαμπράκη δόθηκε ενώ ήταν όρθιος ή προκλήθηκε από την πτώση μετά τη σύγκρουση με το τρίκυκλο. Δύο καθηγητές Πανεπιστημίου, Συμεωνίδης και Καβαζαράκης, ο ιατροδικαστής Ροβίθης και δυο ακόμα γιατροί, βεβαίωσαν ότι ο Λαμπράκης είχε χτυπηθεί όρθιος. Απέκλεισαν το ενδεχόμενο να προκλήθηκε από την πτώση το τραύμα των τριών εκατοστών στη βρεγματοκροταφική χώρα. Αντίθετα, ο ιατροδικαστής Δημήτριος Καψάσκης, γνωμάτευσε ότι ο θανάσιμος τραυματισμός οφείλονταν στην πτώση στο έδαφος, από το χτύπημα του τρίκυκλου οχήματος.
Αν γινόταν αποδεκτή η πρώτη εκδοχή, τότε υπήρχε μια πλήρως σχεδιασμένη ανθρωποκτονία εκ προμελέτης. Αν το δικαστήριο αποδέχονταν τη δεύτερη, τότε υπήρχε μεν πρόθεση τραυματισμού του Λαμπράκη, όχι όμως φόνος εκ προμελέτης. Οι επιπτώσεις της μιας ή της άλλης εκδοχής, που θα γινόταν αποδεκτή, ήταν προφανείς. Σε πρώτο επίπεδο, για τους τέσσερις κατηγορουμένους για φυσική ή ηθική αυτουργία, τους οποίους όμως κανένας δεν υπολόγιζε. Ούτε καν τον υπομοίραρχο Καπελώνη, τον οποίον είχαν παγιδεύσει, ως αποδιοπομπαίο τράγο, οι ίδιοι οι συνάδελφοί του.
Γιατί το πραγματικό ζητούμενο, ήταν οι πολιτικές συνέπειες της απόφασης. Αν το δικαστήριο δεχόταν φόνο εκ προμελέτης, έμμεσα δεχόταν ότι υπήρχε οργανωμένο σχέδιο, δηλαδή εγκληματική ομάδα που λειτουργούσε στα σωθικά του κράτους και η οποία θα έπρεπε άμεσα να αποκαλυφθεί και να ξηλωθεί. Αυτό θα ήταν μια τρομερή νίκη του κομμουνισμού και έπρεπε να αποτραπεί οπωσδήποτε, παρά τις γνωματεύσεις των ειδικών και παρά κάθε λογική των αντικειμενικών δεδομένων. Όπως κι έγινε.
Το δικαστήριο τάχθηκε με τον ιατροδικαστή Καψάσκη. Θάνατος από τον τραυματισμό κατά την πτώση. Πολύ κοντά, σχεδόν το ίδιο, με τη σκηνοθεσία του τροχαίου ατυχήματος, που θα έμενε για πάντα ανεξιχνίαστο, όπως είχαν σχεδιάσει οι εγκέφαλοι της δολοφονίας, αν δεν πηδούσε στη καρότσα ο άνθρωπος που εξαιτίας του συνελήφθη το δίδυμο Γκοτζαμάνη – Εμμανουηλίδη και άρχισε να ανοίγει ο δρόμος προς την Καρφίτσα του Γιοσμά, όχι από αστυνομική, αλλά από δημοσιογραφική έρευνα. Με τη απόφαση του δικαστηρίου δεν πετύχαιναν μια νίκη πρώτου μεγέθους οι κομμουνιστές, η ΕΡΕ προσγειωνόταν σχετικά ομαλά και το παρακράτος, στα σωθικά του κράτους, παρέμενε ανέγγιχτο, για να εξακολουθήσει να προστατεύει τη Δημοκρατία από τον κομμουνιστικό κίνδυνο.
Δεν ήταν μια εύκολη απόφαση. Ο εισαγγελέας Παύλος Δελαπόρτας είχε προτείνει την ενοχή των δεκαοχτώ από τους τριάντα έναν κατηγορούμενους, μεταξύ τους τριών από τους έξι αξιωματικούς. Οι ένορκοι κατέληξαν ομόφωνα ότι δεν υπήρξε δολοφονία, αλλά τροχαίο ατύχημα και ο Γκοτζαμάνης είχε σκοπό να προκαλέσει βαριά σωματική βλάβη στον Λαμπράκη, όχι όμως να τον σκοτώσει. Αναγνώρισαν στους δυο βασικούς κατηγορούμενους ότι δεν είχαν ταπεινά κίνητρα και τους έδωσαν το ελαφρυντικό του προτέρου εντίμου βίου. Ο Δελαπόρτας, μόλις άκουσε την ετυμηγορία των ενόρκων, τους είπε, κυρίες και κύριοι ένορκοι η ετυμηγορία σας ομοιάζει ωσάν στήλη φακού ηλεκτρικού εξαντλημένη.
Ο Γκοτζαμάνης πήρε έντεκα χρόνια κάθειρξη, ο Εμμανουηλίδης οκτώ. Ο Γιοσμάς ένα χρόνο φυλάκιση, για διατάραξη της κοινής ειρήνης. Ισχυρίστηκε ότι είχε βρεθεί στη συγκέντρωση με σκοπό να πάρει συνέντευξη από τον Λαμπράκη, ως δημοσιογράφος που ήταν. Ο Φωκάς, που τσάκισε τον Τσαρουχά, δεκαπέντε μήνες. Μάλλον γιατί αυθαδίασε στον δικαστή. Ο συνεργός του Πιτσώκος αθωώθηκε, παρόλο που τον αναγνώρισε ο Τσαρουχάς. Πέντε ακόμα παρακρατικοί τιμωρήθηκαν με φυλακίσεις μηνών, αλλά οι ποινές τους ήταν εξαγοράσιμες προς εκατό δραχμές την ημέρα. Όλοι οι άλλοι, αθώοι. Λόγω της ομοφωνίας στις αποφάσεις των ενόρκων, δεν μπορούσε να υποβληθεί ένσταση επανάληψης της δίκης.
Τα πρόσωπα και η εξέλιξή τους
Η Χούντα της 21ης Απριλίου 1967 ήταν καθοριστική για την τύχη των προσώπων που πρωταγωνίστησαν ή είχαν κάποιο ρόλο στην δολοφονία του Λαμπράκη. Ο βουλευτής Καβάλας Γιώργος Τσαρουχάς κακοποιήθηκε άγρια τη μέρα της δολοφονίας. Δολοφονήθηκε ο ίδιος, στα 1968, από την ΚΥΠ της Θεσσαλονίκης, στην οποία εξακολουθούσε να είναι επικεφαλής ο Στέφανος Καραμπέρης.
Από τον χώρο της Δικαιοσύνης, ο εισαγγελέας Δελαπόρτας απολύθηκε από τη Χούντα, με την ομάδα των 30 δικαστικών. Ο ανακριτής Σαρτζετάκης απολύθηκε και επιπλέον συνελήφθη δύο φορές και βασανίστηκε. Ο Κωνσταντίνος Κόλλιας, εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, που καταγγέλθηκε ότι συμμετείχε στο δικαστικό κουκούλωμα της υπόθεσης, έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός της Χούντας.
Από τους δημοσιογράφους, ο Μπέρτσος καταδικάστηκε από στρατοδικείο και τον φυλάκισαν στο Γεντί Κουλέ, όπου συνάντησε τους Γκοτζαμάνη και Εμμανουηλίδη. Ο Ρωμαίος πέρασε ένα μήνα στο ΕΑΤ- ΕΣΑ και έξι μήνες στον Κορυδαλλό, όπου βρισκόταν και ο Σαρτζετάκης. Ο Βούλτεψης διαγράφηκε από την Ένωση Συντακτών και κατέφυγε στη Ρώμη για να αποφύγει τα χειρότερα.
Οι δύο βασικοί μάρτυρες κατηγορίας, Μανώλης Χατζηαποστόλου, και Γιώργος Σωτηρχόπουλος, λίγο μετά τη δίκη, καταδικάστηκαν για συκοφαντική δυσφήμηση του συνταγματάρχη Καμουτσή. Ο επιπλοποιός Σωτηρχόπουλος αποκάλυψε ότι ο Γκοτζαμάνης του είχε πει το πρωί της 22ας Μαΐου 1963 ότι απόψε θα κάνω μεγάλη τρέλα. Μέχρι που θα σκοτώσω άνθρωπο! Επιχείρησαν να τον εξαγοράσουν και έφαγε πολύ ξύλο.
Ο ιατροδικαστής Δημήτριος Ροβίθης, απολύθηκε από τα πανεπιστημιακά του καθήκοντα στην Ιατρική και Νομική σχολή του ΑΠΘ, μαζί με άλλους τριάντα πανεπιστημιακούς. Επανήλθε μετά το 1974, αλλά λίγο μετά πέθανε. Ο ιατροδικαστής Καψάσκης έκανε μεγάλη καριέρα στον τομέα του.
Οι Γκοτζαμάνης και Εμμανουηλίδης αμνηστεύτηκαν από τη Χούντα. Ο Γιοσμάς πέθανε στα 1975.
Ο υποστράτηγος Μήτσου ανακλήθηκε από το Χούντα στην υπηρεσία και αποχώρησε έχοντας γίνει αντιστράτηγος. Οι άλλοι αξιωματικοί που αθωώθηκαν στη δίκη δεν επανήλθαν στην υπηρεσία, εκτός από τον υπομοίραρχο Παπατριανταφύλλου. Ο Δόλκας, της Εθνικής Ασφάλειας, διορίστηκε από τη Χούντα πρόεδρος του Οργανισμού Αστικών Συγκοινωνιών, ΟΑΣΘ. Ο Κατσούλης μετατέθηκε στην Αθήνα και έδρασε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Τιμωρήθηκε γι’ αυτό και αποστρατεύτηκε μετά την πτώση της Χούντας.
Ο Χολέβας, που μετέφερε με το αμάξι του τον χτυπημένο Λαμπράκη, δεν συσχετίστηκε με την υπόθεση. Επί Χούντας έγινε υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας.
Ο πρόεδρος των ενόρκων, Βύρων Αντωνιάδης, διορίστηκε από τη Χούντα δήμαρχος Θεσσαλονίκης.
Πολιτικές αντιδράσεις και συνέπειες
Παρά τη σπασμωδική αντίδραση της κυβέρνησης, που προσπάθησε να καλυφθεί πίσω από την προσπάθεια της Αστυνομίας να αποδώσει το θάνατο του Λαμπράκη σε τροχαίο ατύχημα, δεν πρέπει να υπήρξε ούτε ένας λογικός άνθρωπος, ο οποίος να μην πρόσεξε ότι ο Λαμπράκης σκοτώθηκε μπροστά στα μάτια ολόκληρης της ηγεσίας της Χωροφυλακής Βορείου Ελλάδος και δεκάδων χωροφυλάκων, μετά από μια νόμιμη πολιτική συγκέντρωση.
Τα πράγματα έγιναν χειρότερα για την κυβέρνηση, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του θύματος. Ο Λαμπράκης ήταν γιατρός, υφηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και, επιπλέον, διακεκριμένος αθλητής. Δηλαδή, ένα επίλεκτο μέλος της ελληνικής κοινωνίας, του οποίου το μοναδικό έγκλημα ήταν ότι ως βουλευτής της ΕΔΑ υπήρξε ιδιαίτερα μαχητικός στη διεκδίκηση των πολιτικών δικαιωμάτων του ιδίου και των άλλων.
Η υπόθεση απομυθοποιούσε το πολιτικό σκηνικό, γιατί φώτιζε πίσω από την πρόσοψή του. Φάνηκε το πλέγμα των παρακρατικών, που δρούσαν ανενόχλητοι, υπό την πλήρη κάλυψη και με τη συνεργασία των Σωμάτων Ασφαλείας. Το συμπέρασμα προέκυπτε αβίαστα, στους χώρους πέραν της Δεξιάς: Ήταν πολιτικό έγκλημα, προσχεδιασμένο. Υλοποιήθηκε με την ανοχή ή την έγκριση ή την προτροπή της Αστυνομίας. Γιατί, τότε, ήταν απλά αδιανόητο ότι θα μπορούσε οποιοσδήποτε να σχεδιάσει και να πραγματοποιήσει μια πολιτική δολοφονία ενός βουλευτή της ΕΔΑ, χωρίς να έχει την κάλυψη της παριστάμενης ηγεσίας των Σωμάτων Ασφαλείας. Όμως, στη Θεσσαλονίκη οι δολοφόνοι έδρασαν ανενόχλητοι, με δεκάδες αστυνομικούς παρόντες, χωρίς καν να προσπαθούν να κρυφτούν. Η αστυνομική δύναμη δεν έκανε τίποτα για να τους αποτρέψει, να τους αποκαλύψει και να τους συλλάβει. Δεν δόθηκε καμιά εντολή καταδίωξης, μετά την επίθεση. Δράστες και συνένοχοι, μέχρι ένα σημείο, αποκαλύφθηκαν συμπτωματικά, με πρωτοβουλία πολιτών ή δημοσιογράφων ή με την επιμονή του ανακριτή. Και με την ομολογία του κατηγορουμένου υπομοίραρχου Καπελώνη ο οποίος περιέγραψε με λεπτομέρειες τον τρόπο που η Αστυνομία συγκέντρωνε, καθοδηγούσε και χρησιμοποιούσε τους παρακρατικούς, γενικά. Και, ξεχωριστά, πως το έκανε στην υπόθεση Λαμπράκη. Αναδείχτηκε η συνεργασία της Αστυνομίας με τον υπόκοσμο. Αστυνομία και υπόκοσμος κάλυψαν καθένας τον εαυτό του και ο ένας τον άλλον. Δεν βοήθησαν ούτε στο ελάχιστο στην αποκάλυψη της αλήθειας. Ακόμα χειρότερα, οι αστυνομικοί προσπάθησαν συνειδητά να τη συγκαλύψουν, ξεκινώντας με τις ψευδολογίες για τροχαίο ατύχημα και για δήθεν περαστικούς αντιφρονούντες. Και κάποιοι φρόντισαν να εξαφανίσουν το όργανο του εγκλήματος, το οποίο αν βρισκόταν θα βοηθούσε να ξεκαθαριστεί πέραν πάσης αμφιβολίας, ακόμη και για τους Θεσσαλονικείς ενόρκους της δίκης, αν ο Λαμπράκης δολοφονήθηκε όρθιος, από το χτύπημα που δέχτηκε, ή από την πτώση του στην άσφαλτο.
Όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να συμβούν αν δεν υπήρχε επεξεργασμένο σχέδιο από καλά οργανωμένη εγκληματική ομάδα, η οποία δεν αποκαλύφθηκε και η οποία δρούσε μέσα στον κρατικό μηχανισμό, με ευθύνη κάποιων οι οποίοι επίσης δεν αποκαλύφθηκαν.
Το μεγάλο κεφάλαιο των πολιτικών ευθυνών έμεινε, επισήμως, εντελώς ανέγγιχτο. Αν και αποδόθηκαν, εν μέρει, πολιτικές ευθύνες, με την παραίτηση Καραμανλή και την εκλογική ήττα της ΕΡΕ. Ήταν όμως μια πολιτικά στρεβλή διαδικασία, πέρα από κάθε θεσμική διαδικασία, με τον κομματικό φανατισμό και την πολιτική ιδιοτέλεια να κυριαρχούν. Γι’ αυτό δεν έδωσε κάποιο εξυγιαντικό αποτέλεσμα με διάρκεια, αφού η απόληξη της περιόδου που ξεκίνησε με τη δολοφονία του Λαμπράκη δεν ήταν άλλη από τη Χούντα της 21ης Απριλίου 1967.
Η είδηση του θανάσιμου τραυματισμού του Λαμπράκη έπεσε σαν βόμβα.
Για την Ένωση Κέντρου του Παπανδρέου ήταν μοναδική ευκαιρία να αναζωογονήσει τον Ανένδοτο Αγώνα και να χτυπήσει την κυβέρνηση, η οποία υπέστη οδυνηρό αιφνιδιασμό, στο ευαίσθητο πεδίο των ευθυνών για την δολοφονία.
Στην ΕΔΑ συνεδρίασε η εκτελεστική επιτροπή και στη συνέχεια ο πρόεδρός Ιωάννης Πασαλίδης κατάγγειλε την κυβέρνηση ως υπεύθυνη της δολοφονίας και κάλεσε τον λαό σε ξεσηκωμό, για να γίνει αυτή η επίθεση η αρχή του τέλους για την κυβέρνηση του αίματος.
Αλλά ο έμπειρος δημαγωγός Γεώργιος Παπανδρέου ήταν εκτός συναγωνισμού:
Η Ένωσις Κέντρου καταγγέλλει και ενώπιον του έθνους και ενώπιον της διεθνούς κοινής γνώμης τον αρχηγόν της ΕΡΕ κ. Καραμανλή, ως ηθικόν αυτουργόν της πολιτικής δολοφονίας του βουλευτού Γρηγόρη Λαμπράκη.
Ο Καραμανλής απάντησε ότι το πάθος, από το οποίον κατέχεται ο κ. Παπανδρέου, τον οδηγεί όχι μόνον εις πολιτικάς αλλά και εις ηθικάς απρεπείας. Δια την σημερινήν του δήλωσιν θα εντρέπεται εις όλην του την ζωήν.
Για να εισπράξει από την Ένωση Κέντρου μια πολιτικά εκρηκτική δήλωση που έλεγε:
Αι δημοκρατικαί κυβερνήσεις προλαμβάνουν τα εγκλήματα, όπως ήτο απολύτως δυνατόν να είχε συμβεί και εις την Θεσσαλονίκην. Αι τυραννικαί κυβερνήσεις οργανώνουν με τας συμμορίας των τα εγκλήματα και προσποιούνται εκ των υστέρων ότι τα διώκουν. Και βεβαίως δεν έχουν καμμίαν δυσκολίαν να θυσιάσουν και ολίγους τρομοκράτας των, εφ’ όσον έχουν επιτευχθεί οι σκοποί των. Και αυτή είναι η σημερινή περίπτωσις. Η ΕΡΕ πρέπει να πληροφορηθεί ότι εις μάτην προσπαθεί να δημαγωγήσει. Πατριώται δεν είναι εκείνοι οι οποίοι με τας συμμορίας των οργανώνουν τας δολοφονίας.
Προσωπικά για τον Καραμανλή, η Ένωση Κέντρου, προφανώς δια χειρός Παπανδρέου, σημείωνε ότι κατέχεται από το ευτελές και ιδιοτελές πάθος της φιλαρχίας, εις τον βωμόν της οποίας παραβιάζει την δημοκρατίαν. Και προβαίνει εις την οργάνωσιν τρομοκρατικών ομάδων, δια τα εγκλήματα των οποίων βεβαίως καθίσταται ηθικός αυτουργός. Η γραμμή Παπανδρέου υιοθετήθηκε πλήρως από την κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης Κέντρου, η οποία συνεδρίασε και ανακοίνωσε ότι δοκιμάζει βαθυτάτην θλίψιν και αγανάκτησιν δια την δολοφονίαν του βουλευτού Λαμπράκη και καταγγέλλει και ενώπιον του έθνους και ενώπιον της διεθνούς κοινής γνώμης τον αρχηγόν της ΕΡΕ κ. Καραμανλή και την παράνομον κυβέρνησίν του ως ηθικούς αυτουργούς της ανάνδρου δολοφονίας… Η δολοφονία του βουλευτού Λαμπράκη αποτελεί δυστυχώς την αιματηράν δικαίωσιν των καταγγελιών της ΕΚ και αποτελεί επίσης την απόδειξιν ότι η παράνομος κυβέρνησις της ΕΡΕ, κατεχομένη από το πλέγμα της ενοχής, έχει αποφασίσει να οδηγήσει την χώραν εις εμφύλιον πόλεμον… Εν ονόματι του ψυχικού μεγαλείου του έθνους, το οποίον αποστρέφεται την ανανδρίαν της δολοφονίας και αρνείται να εξανδραποδισθεί, επιβάλλεται η αποπομπή της κυβερνήσεως του αίματος προς αποκατάστασιν της ομαλής λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Όσοι ήλπισαν ότι η ανανδρία των τρομοκρατών θα καταβάλει την ορμήν της ελευθερίας, θα μετανοήσουν. Η δημοκρατία θα νικήσει.
Η κυβέρνηση προσπάθησε να αμυνθεί απέναντι σ’ αυτή την ομοβροντία, κάνοντας αντεπίθεση. Υποστήριξε ότι, από της επομένης των εκλογών, η Ένωσις Κέντρου αγωνίζεται να δημιουργήσει κλίμα ανωμαλίας και αβεβαιότητος εις τον τόπον. Πιστεύει ότι συγκαλύπτει ούτω την αποτυχίαν της. Και προς τούτο, από της πρώτης στιγμής, συνεπικουρουμένη από την άκραν αριστεράν, χρησιμοποιεί το ψεύδος και την συκοφαντίαν δια να παροτρύνει τον λαόν εις αναρχικάς εκδηλώσεις… Και εις άλλας εποχάς πολιτικής οξύτητος περιστατικά ανάλογα έλαβον χώραν και μάλιστα σοβαρότερα εις έκτασιν και εις την χώραν μας και εις όλας τα χώρας του κόσμου. Δεν ευρίσκονται όμως πάντοτε οι αδίστακτοι δημοκόποι, οι οποίοι χρησιμοποιούν τα περιστατικά αυτά ως αφορμήν καπηλείας δια να υποδαυλίσουν τον φανατισμόν και να παρωθήσουν τας μάζας εις εγκληματικάς εκδηλώσεις… Η ηγεσία της ΕΚ τελεί υπό την ψευδαίσθησιν ότι ο έξαλλος φανατισμός και η μέχρι γελοιότητος υπερβολή θα την οδηγήσουν εις την εξουσίαν. Και εμφανίζεται πιστεύουσα ότι το πεζοδρόμιον, όπως κάποτε κατά το παρελθόν, θα δυνηθεί να διαδραματίσει και τώρα τον αυτόν ρόλον.
Ήταν μια αντεπίθεση που προσπαθούσε να μεταθέσει το πρόβλημα από τις ευθύνες της κυβέρνησης για τη δολοφονία, στην ανευθυνότητα του Παπανδρέου. Ο οποίος απάντησε αδίστακτα ότι εν εκ των δύο πρέπει να συμβαίνει. Ή η κυβέρνησις της ΕΡΕ και ο αρχηγός της είναι ασυνείδητοι εγκληματίαι ή έχουν χάσει τον έλεγχον της καταστάσεως και άλλοι οργανώνουν δολοφονίας προς επιδίωξιν ανοσίων σκοπών. Και εις τας δύο περιστάσεις η παράνομος και εγκληματική κυβέρνησις πρέπει να εξαφανισθεί από προσώπου της γης.
Η κυβέρνηση προσπάθησε πάλι να μεταθέσει το θέμα της συζήτησης, καταγγέλλοντας ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου, τυφλωθείς από το πάθος δεν αντιλαμβάνεται ότι εις την τακτικήν αυτήν τον χειροκροτεί μόνον ο κομμουνισμός.
Ήταν προφανές ότι ο Καραμανλής, προσπαθώντας να αποποιηθεί τις ολοφάνερες πολιτικές ευθύνες της κυβέρνησής του, έχασε καταρχήν τη μάχη των εντυπώσεων. Σε λίγες μέρες θα έχανε και την πρωθυπουργία, παραιτούμενος και σε λίγους μήνες θα έχανε και τις εκλογές, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια και θα αυτοεξοριζόταν.
Εκ των υστέρων μπορεί κανείς να πει ότι αν ο Καραμανλής είχε την πρόθεση και κυρίως τη δυνατότητα να χειριστεί διαφορετικά την κρίση, ίσως οι εξελίξεις ήταν διαφορετικές. Τίποτε όμως δεν δείχνει ότι είχε τέτοια πρόθεση. Επέμεινε να αγνοεί τις βαρύτατες πολιτικές κατηγορίες και να μεταθέτει το πρόβλημα με γενικολογίες, για την ανάγκη αντιμετώπισης του κομμουνισμού. Για πρώτη φορά στην πολιτική του σταδιοδρομία βρέθηκε σε τέτοιο πολιτικό κενό. Η μεγαλύτερη πολιτική του ευθύνη είναι ότι προτίμησε να συγκαλύψει την υπόθεση και να παραιτηθεί αντί να αποκαλύψει ο ίδιος τη δράση του παρακράτους και να το ξεδοντιάσει, οριστικά. Τότε όμως θα παραδεχόταν, αναγκαστικά και τις δικές του πολιτικές ευθύνες για το παρακράτος.
Ο Καραμανλής δεν αποδέχτηκε ποτέ οποιαδήποτε ευθύνη για τη δολοφονία του Λαμπράκη. Πολλά χρόνια μετά, απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου, είπε ότι το θλιβερόν δια την πολιτικήν ζωήν αυτού του τόπου είναι ότι οι αντίπαλοί μου εχρησιμοποίησαν εν πλήρει γνώσει της τερατώδους αναληθείας και του παραλογισμού των ισχυρισμών των, την υπόθεσιν αυτήν εντός και εκτός της Ελλάδος, δια να τρομοκρατήσουν το Στέμμα και να με δυσφημήσουν προσωπικά, μη αναλογιζόμενοι ότι με τον τρόπον αυτόν δυσφημούσαν την χώρα.
Αλλά ούτε για τον ίδιον η υπόθεση δεν μπορούσε να κλείσει με τέτοιες ρηχές δηλώσεις. Συνόψισε λοιπόν, στο Παρίσι, τη θέση του, γράφοντας ότι η πολιτική ευθύνη δια το έγκλημα λογικώς απεκλείετο: Πρώτον, διότι η κυβέρνησίς μου μόνον ζημία ηδύνατο να αναμένει εξ αυτού. Δεύτερον, διότι ο Λαμπράκης, ως πολιτικός παράγων, ήτο ασήμαντος, δια να μην είπω ανύπαρκτος. Και τρίτον και σπουδαιότερον, διότι μόνον οι ηλίθιοι θα ηδύναντο να οργανώσουν μιαν επισφαλή δολοφονίαν με τρίκυκλον και εν μέσω Αγοράς… Ο ανακριτής και εισαγγελεύς, οι οποίοι εχειρίζοντο την υπόθεσιν, απελάμβανον της εμπιστοσύνης της Ενώσεως Κέντρου. Και μολονότι τούτο ήταν γνωστόν εξ αρχής, απέφυγα από ευθιξίαν να τους απομακρύνω από την υπόθεσιν αυτήν. Παρά ταύτα, αμφότεροι απεφάνθησαν ότι εκ της διενεργηθείσης προσθέτου ανακρίσεως ουδεμία προέκυψε ευθύνη δια τα πολιτικά πρόσωπα. Επί τη βάσει δε των προτάσεών των εξεδόθησαν το υπ’ αριθμ. 1126/64 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών και το υπ’ αριθμ. 133/65 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών, δια των οποίων απερρίπτοντο ομοφώνως αι κατηγορίαι. Τέλος, τον Δεκέμβριον του 1966 και μετά ακροαματικήν διαδικασίαν 66 ημερών, το Κακουργιοδικείον Θεσσαλονίκης απεφάνθη παμψηφεί ότι δεν επρόκειτο περί ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως, αλλά απλώς περί θανατηφόρων τραυμάτων και ότι ουδείς ηθικός αυτουργός υπήρχε… Όταν δε και μετά την κατά τα ανωτέρω διαλεύκανσιν της θλιβεράς αυτής υποθέσεως έβλεπα να επιβιώνει και να καλλιεργείται η αρχική συκοφαντία, εσκεπτόμουν πόσον ανίσχυρος είναι η ιστορική αλήθεια μπροστά στην προκατάληψιν που δημιουργεί η πολιτική σκοπιμότης.
Φαίνεται ότι ούτε αυτή η απάντηση τον ικανοποιούσε. Συμπλήρωσε ότι, κατά την διάρκειαν της ομιλίας του Λαμπράκη συνεκεντρώθησαν εις τον δρόμον εξτρεμιστικά στοιχεία της δεξιάς με πρόθεσιν να τον αποδοκιμάσουν. Φαίνεται ότι μεταξύ αυτών υπήρχαν και μερικοί οργανωμένοι, που είχαν ως σκοπόν, όχι να δολοφονήσουν, αλλά να «στραπατσάρουν», όπως έλεγαν, τον Λαμπράκη και να προκαλέσουν σύγχυσιν μεταξύ των κομμουνιστών. Φαίνεται δε, επίσης, ότι ορισμένα αστυνομικά όργανα ηνέχθησαν τα σχέδια αυτά, πιστεύοντας ότι με τον τρόπον αυτόν εκπληρούν την αντικομμουνιστικήν αποστολή των.
Οι τελευταίες φράσεις του Καραμανλή αποτελούν συγκαλυμμένη και διστακτική ομολογία πολιτικής ευθύνης. Προφανώς αθέλητη, γιατί είναι σαν να αποδέχεται, χρόνια μετά, τη διαζευκτική υπόθεση του Παπανδρέου, τις μέρες της κρίσης: Ή η κυβέρνησις της ΕΡΕ και ο αρχηγός της είναι ασυνείδητοι εγκληματίαι ή έχουν χάσει τον έλεγχον της καταστάσεως και άλλοι οργανώνουν δολοφονίας προς επιδίωξιν ανοσίων σκοπών. Ο Καραμανλής φαίνεται να αγνοεί πλήρως τη Χούντα, η οποία στα 1963 βρισκόταν σε πλήρη ακμή και δραστηριότητα. Και πώς να μη την αγνοήσει, αφού ο ίδιος την είχε χρησιμοποιήσει μετά το 1958, στον αγώνα κατά του κομμουνισμού, αντί να επιμείνει στην προηγούμενη απόφασή του, να διώξει τον Παπαδόπουλο και τους νασεριστές της ομάδας του από το στράτευμα.
Ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αμέσως μετά τη δίκη, στις 30 Δεκεμβρίου 1966, συμπύκνωσε την πολιτική θέση της ΕΡΕ για την υπόθεση Λαμπράκη:
Επί τρία έτη και επτά μήνας διεσύρθη το όνομα της Ελλάδος. Και τώρα έρχεται, μάλιστα, η Ελληνική Δικαιοσύνη και αποκρούει, εις την περίπτωσιν του Λαμπράκη, τον εκ προθέσεως φόνον; Τι να είπω δια την ανίερον εκμετάλλευσιν του τραγικού τέλους ενός ατυχούς συναδέλφου… προς τον εθνικώς και ηθικώς απαράδεκτον σκοπόν της ενσταλάξεως εις τας αθώας ψυχάς ανίδεων Ελληνοπαίδων του δηλητηρίου του μίσους κατά του Κράτους, κατά των Σωμάτων Ασφαλείας και κατά παντός θεσμού;
Πριν συμπληρωθούν τέσσερις μήνες, η Χούντα θα έδενε τον πρωθυπουργό Κανελλόπουλο και θα κυριαρχούσε πλήρως στο Κράτος, στα Σώματα Ασφαλείας και σε όλους τους θεσμούς.
Η Αριστερά, δηλαδή το παράνομο ΚΚΕ και η νόμιμη ΕΔΑ, αντιμετώπισε μια σοβαρή εσωτερική κρίση στο χειρισμό της υπόθεσης.
Η πρώτη αντίδραση του Πασαλίδη έκανε λόγο για κυβέρνηση του αίματος, που έπρεπε να φύγει, αλλά δεν έλεγε κάτι συγκεκριμένο. Το ΚΚΕ κοινοποίησε δυο αποφάσεις της Κεντρικής Επιτροπής. Η πρώτη, στις 24 Μαϊου, έλεγε ότι ενωμένες οι δημοκρατικές δυνάμεις μπορούν με τη μαζική αποφασιστική πάλη τους να επιβάλουν την αποπομπή της κυβέρνησης του αίματος, που κάθε μέρα παραμονής της στην εξουσία βυθίζει τη χώρα στο χάος και την ανωμαλία, την άμεση τιμωρία των δολοφόνων και τη διάλυση όλων των νεοφασιστικών συμμοριών. Στις 27 Μαϊου, η Κεντρική Επιτροπή έδινε συγκεκριμένη γραμμή: Ο λαός αψηφώντας τις κυβερνητικές απαγορεύσεις θα δυναμώσει τις αγωνιστικές αυτές εκδηλώσεις και την ημέρα της κηδείας του με απεργίες συγκεντρώσεις και διαδηλώσεις θα εκδηλώσει τη διαμαρτυρία του και θα διατρανώσει τη θέληση και την απόφαση να παλέψει ενωμένος για την αποπομπή της κυβέρνησης του αίματος, την άμεση τιμωρία των δολοφόνων τη διάλυση των νεοφασιστών συμμοριών.
Αλλά, η απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής παραβιάστηκε από το γραφείο του Κλιμακίου Εσωτερικού. Θεωρήθηκε τυχοδιωκτική και έτσι η κηδεία δεν πήρε το χαρακτήρα εκδήλωσης για την ανατροπή της κυβέρνησης.
Ίσως αυτό ακριβώς περίμεναν όσοι είχαν σχεδιάσει τη δολοφονία. Να υπάρξουν ταραχές, μετά την καταστολή των οποίων θα μετατοπιζόταν το πολιτικό στίγμα προς την Άκρα Δεξιά και τη στρατοκρατία, κάτι που ήταν ο μόνιμος στόχος τους. Η ηγεσία του εξόριστου ΚΚΕ τσίμπησε το δόλωμα, εκτιμώντας ότι υπάρχει κενό εξουσίας, άρα μια μοναδική ευκαιρία, ενώ το μόνο που υπήρχε ήταν μια καλά στημένη παγίδα. Η ηγεσία της ΕΔΑ δεν ακολούθησε τις εντολές, παρά τις προσπάθειες ορισμένων στελεχών της να υλοποιήσουν τη γραμμή του ΚΚΕ.
Ήταν μια από τις πρώτες σοβαρές εκδηλώσεις της πολιτικής διάστασης μεταξύ των στελεχών που βρίσκονταν στο εσωτερικό και δούλευαν στην ΕΔΑ και της εξόριστης κομματικής ηγεσίας. Διάσταση υπήρχε στα στελέχη της ΕΔΑ και για το ρόλο του Καραμανλή στην υπόθεση Λαμπράκη. Ο Ηλίας Ηλιού υποστήριζε ότι δεν είχε ανάμιξη, ο Μίκης Θεοδωράκης έλεγε το εντελώς αντίθετο. Εκ των υστέρων το επίσημο ΚΚΕ φαίνεται ότι υιοθέτησε την προσέγγιση του Ηλιού και της ΕΔΑ και έμμεσα απόρριψε την εξτρεμιστική θέση της Κεντρικής του Επιτροπής, στα 1963.
Η κηδεία του Λαμπράκη έγινε στην Αθήνα, με συμμετοχή μεγάλου πλήθους, με απόλυτη τάξη. Στην Επιθεώρηση Τέχνης καταγράφηκε το μοιρολόι που είπε μια κυρούλα το βράδυ που τον ξενύχτησαν στο παρεκκλήσι του Αγίου Ελευθερίου:
Γρηγόρη, σε φορτώσανε, βαριά είσαι φορτωμένος.
Γρηγόρη μου, τις μυρουδιές να μην τις εσκορπίσεις,
να τις βαστάς στην Κάτω Γης, στους νιους να τις δωρίσεις,
να βάλουνε στα πέτα τους να βγούνε στο σεργιάνι.
Γρηγόρη μου, η Κάτω Γης έχει αναστατώσει,
τι έμαθε η λεβεντιά πως κάποιος κατεβαίνει.
Τρέχουνε για συνάντηση, να σε προϋπαντήσουν,
τρέχουν στις βρύσες για νερό, στους κηπουρούς για φρούτα,
και στις καλές νοικοκυρές γι’ αφράτο παξιμάδι.
Τραπέζι σου τοιμάζουνε, Γρηγόρη, να δειπνήσεις
και το κρεβάτι στρώνουνε να πέσεις να πλαγιάσεις.
Η κυρούλα ήταν από την Καλαμάτα και την έλεγαν Σταυρούλα Ζυγούρη. Είχε χάσει τέσσερις γιους στην Κατοχή, τους εκτέλεσαν οι Γερμανοί. Είχε έναν ακόμα, τότε ήταν πολιτικός κρατούμενος.
Μετά το θάνατό του ο Λαμπράκης έγινε θρύλος και σύμβολο της αριστεράς. Δημιουργήθηκε η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη, ΔΝΛ, η οποία τυπικά τουλάχιστον ήταν ανεξάρτητη από την ΕΔΑ, με πρόεδρο τον Μίκη Θεοδωράκη. Η ΔΝΛ είχε σημαντική πολιτική και κυρίως πολιτισμική δράση, ως τη Χούντα και πολλοί Λαμπράκηδες πήραν μέρος στην αντίσταση εναντίον της.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν ο μεγάλος κερδισμένος από τη δολοφονία του Λαμπράκη, καθώς του δόθηκε μια μοναδική ευκαιρία για να χτυπήσει αποτελεσματικά τον Καραμανλή, με στόχο να τον διαδεχτεί, επιτέλους, στην πρωθυπουργία. Ο Καραμανλής προφανώς είχε πολιτικές ευθύνες, αλλά εξίσου προφανώς δεν είχε καμιά ανάμιξη στη δολοφονία της Θεσσαλονίκης. Ο Παπανδρέου δεν δίστασε να εκμεταλλευτεί την περίσταση, με αδίστακτη μαεστρία, καλλιεργώντας και αφήνοντας να αιωρείται η υποψία ότι ήταν ο Καραμανλής άμεσα αναμεμιγμένος, ως ηθικός αυτουργός. Δεν απόσυρε τις κατηγορίες του, ακόμα κι όταν έγινε πρωθυπουργός και η έρευνα στην Υπηρεσία Πληροφοριών έδειξε ότι οι συνωμότες είχαν δράσει εν αγνοία του Καραμανλή. Άστο να σέρνεται, ήταν η απάντησή του στον Μπέρτσο, τον δημοσιογράφο που βοήθησε στην εξιχνίαση της υπόθεσης και του παρουσίασε το σχετικό φάκελο, προτείνοντας ανασκευή των δηλώσεων του 1963. Με τους συνωμότες δεν τα κατάφερε εξίσου καλά και τον έδεσαν κι αυτόν, όταν ήρθε η ώρα τους να καταλάβουν την εξουσία και από παρακράτος να γίνουν κανονικοί κυβερνήτες.
Σχόλιο
Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις πολιτικών δολοφονιών που έγιναν από τον Εμφύλιο ως και τη Χούντα, επαναλήφθηκε το ίδιο μοτίβο. Συνήθως βρισκόταν ο δολοφόνος ή καταδικαζόταν κάποιος ως δολοφόνος, αλλά η ανακριτική διαδικασία δεν μπορούσε, σε καμία περίπτωση, να φτάσει ως τους ηθικούς αυτουργούς, τους εγκεφάλους της δολοφονίας.
Αυτό συνέβη στις δολοφονίες του Γιάννη Ζεύγου και του Τζορτζ Πολκ. Επαναλήφθηκε στην περίπτωση του Στέφανου Σαράφη, αν ήταν δολοφονία και όχι τροχαίο ατύχημα. Το ίδιο στις περιπτώσεις του Ευριπίδη Μπακιρτζή (αυτοκτονία), του Νικηφόρου Μανδηλαρά (πνιγμός) και του Αλέξανδρου Παναγούλη (τροχαίο). Στη Θεσσαλονίκη, έγινε το ίδιο με τις δολοφονίες του Στέφανου Βελδεμίρη, στις εκλογές του 1961 και του Γιώργου Τσαρουχά, που δολοφονήθηκε στα 1968 από την ΚΥΠ, με βασανιστήρια, μέσα στο Γ’ Σώμα Στρατού. Ακόμα θα ίσχυε ως αιτία θανάτου η καρδιακή προσβολή, αν δεν ανακαλύπτονταν τυχαία τα πειστήρια της δολοφονίας, μετά την πτώση της Χούντας.
Κάτι παρόμοιο ισχύει για τις δεκατρείς δολοφονίες και τους δεκάδες τραυματισμούς, με την έκρηξη της νάρκης στο Γοργοπόταμο, στα 1964, η οποία αποδόθηκε επισήμως σε ατύχημα. Το ίδιο σκηνικό στήθηκε μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη. Βρέθηκαν δυο λούμπεν στοιχεία, στα οποία φορτώθηκε η δολοφονία, αν και τελικά το δικαστήριο, με την ανεκδιήγητη απόφαση των ενόρκων, αποφάσισε ότι τη μεγαλύτερη ευθύνη είχε το τρίκυκλο. Μετά τη δίκη, δεν υπήρχε θέμα. Αλλά πριν τη δίκη, δεν προσδιορίστηκαν αυτοί που ήταν πίσω από τον Γκοτζαμάνη και τον Εμμανουηλίδη. Ποιος τους έπεισε να το κάνουν; Με ποια ανταλλάγματα;
Οι υποψίες σταματάνε σε έναν απλό υπομοίραρχο της Εθνικής Ασφάλειας, τον Δημήτριο Κατσούλη. Απλές υποψίες, λόγια και μαρτυρίες, που δεν έχουν ελεγχθεί σε ανακριτική διαδικασία και δικαστική αποτίμηση. Αλλά, είναι ποτέ δυνατόν ένας υπομοίραρχος να οργάνωσε και να σχεδίασε σε όλο αυτό το σκηνικό, όσο δαιμόνιος και ικανός και αν ήταν; Αναγκαστικά, πάμε πιο πάνω. Στον Στέφανο Καραμπέρη, επικεφαλής της ΚΥΠ στη Θεσσαλονίκη, μέλος της συνωμοτικής ομάδας Παπαδόπουλου. Αν ήταν αυτός που έδωσε την εντολή για τον Λαμπράκη, προφανώς δεν το έκανε με δική του πρωτοβουλία. Ήταν μία κατεξοχήν πολιτική απόφαση μεγάλης εμβέλειας, την οποία μπορούσε να πάρει μόνο η ηγεσία της Χούντας. Με σκοπό να εκμεταλλευτεί τις εξελίξεις που θα προέκυπταν από τη δολοφονία, ιδιαίτερα από τις αντιδράσεις της αριστεράς. Δεν ήταν παράλογο σχέδιο, η ηγεσία του ΚΚΕ τσίμπησε το δόλωμα, αν ήταν δόλωμα. Και έδωσε γραμμή να μετατραπεί η κηδεία του Λαμπράκη σε ένα είδος εξέγερσης. Αν οι υπεύθυνοι της ΕΔΑ δεν παράκουαν την εντολή, το σχέδιο της Χούντας θα είχε πετύχει.
Είναι αδιανόητο να δόθηκε η εντολή από πολιτικό πρόσωπο της κυβέρνησης Καραμανλή. Ούτε καν από στέλεχος της περιβόητης Υπηρεσίας Πληροφοριών, η οποία είχε οργανώσει το σύστημα των αντισυγκεντρώσεων. Η κυβέρνηση μόνο ζημιά θα είχε από μια δολοφονία ή από ένα στραπατσάρισμα του Λαμπράκη, όπως περίμεναν οι αξιωματικοί της αστυνομίας στη Θεσσαλονίκη ότι θα συμβεί. Εκτός από τους συνωμότες της Χούντας: αυτούς δεν τους ενδιέφερε το στραπατσάρισμα, τους ενδιέφερε η δολοφονία.
Δε νομίζω ότι θα ξεκαθαριστεί ποτέ, αν φυσικοί αυτουργοί ήταν ο Γκοτζαμάνης και ο Εμμανουηλίδης ή κάποιος άλλος. Μεγαλύτερη σημασία έχει ότι ο Λαμπράκης χτυπήθηκε όρθιος, με συντριπτικό τρόπο, από πίσω. Οι δολοφόνοι φρόντισαν να εξαφανίσουν το όργανο του φόνου. Είναι βέβαιο ότι φρόντισαν να κάνουν το ίδιο με όλες τις ενδείξεις που πιθανόν οδηγούσαν στην αποκάλυψή τους. Σ΄ αυτή την προσπάθεια τους προστάτεψε η αδιαπέραστη αντικομμουνιστική ομερτά, που δεν ξεχώριζε νόμιμη και παράνομη ενέργεια. Όλες ήταν νόμιμες, αρκεί να στρέφονταν κατά του κομμουνιστικού κινδύνου. Ο θάνατος του Λαμπράκη ήταν ένα ατύχημα, το οποίο δεν έπρεπε να μετατραπεί σε δυστύχημα για το έθνος και ευτύχημα για τους κομμουνιστές.
Έμειναν οι μαρτυρίες. Δικαστές, δικηγόροι και άλλοι παράγοντες, συζητούσαν μεταξύ τους εξαρχής το όνομα του Κατσούλη, τουλάχιστον, επεξηγώντας ότι το αποκάλυψε ο ένας ή ο άλλος λούμπεν παρακρατικός. Κανένας όμως δεν είχε το θάρρος να μιλήσει δημόσια, όταν έπρεπε και να προκαλέσει δικαστική διερεύνηση. Ισχύει περισσότερο από όλους, για τους δικαστές της δίκης, οι οποίοι αναγκάστηκαν να δικάσουν, δηλαδή να αθωώσουν, με βάση την εξωφρενική απόφαση των ενόρκων. Οι εποχές βέβαια ήταν δύσκολες.
Όσο για την απόδοση της φυσικής αυτουργίας στη βασίλισσα Φρειδερίκη, που συζητήθηκε έντονα για δεκαετίες, πρόκειται για αστεία υπόθεση που δεν αξίζει περαιτέρω σχολιασμό.
Θα κλείσω με μια ιστορία όπως μου την είπε ένας ηλεκτρολόγος, που ήρθε πριν λίγα χρόνια στο Παρίσι, ακολουθώντας μια Γαλλιδούλα, και έτυχε να γνωριστούμε, όταν έπρεπε να αλλάξω τον πίνακα. Δούλευε και τραγουδούσε:
Είμαστ’ εμείς Λαμπράκηδες
της νιότης πρωτοπόροι
Όλοι μαζί με μια καρδιά
παλεύουμε για λευτεριά (δις)
Λαλαραλαλα…
Και για στεφάνι έχουμε
μια νίκη πιο μεγάλη
να θάψουμε το φασισμό
στη στάχτη και στον Άδη (δις)
Λαλαραλαλα…
Τι τραγουδάς, πατριώτη, τον ρώτησα. Πήρε ύφος.
Ο ύμνος των Λαμπράκηδων, κύριε Κώστα. Δεν ξέρω αν είναι του Μίκη, δεν το είδα ποτέ σε δίσκο. Αλλά το τραγουδούσαμε τότε, η πιτσιρικαρία… Όταν χτιζόταν το Αθήναιον, το σινεμά στη Σχολή Τυφλών, ήμουνα μαθητευόμενος ηλεκτρολόγος. Εκείνη τη μέρα περνούσε ο βασιλιάς ο Κοκός από τη Βασιλίσσης Όλγας, στο ανοιχτό το αμάξι μέσα, κόσμος στα πεζοδρόμια χειροκροτούσε κι αυτός χαιρετούσε. Ε, αφήσαμε κι εμείς τη δουλειά, κάτσαμε στην ταράτσα άκρη άκρη, τα πόδια κρεμασμένα και χαζεύαμε. Τι ήρθε σ’ ένα μαστοράκι τότε και αρχίζει, σιγά σιγά, είμαστ’ εμείς Λαμπράκηδες, της νιότης πρωτοπόροι… Από κοντά κι εμείς. Ο μάστορας, ο μάστρο-Νίκος, μας έβαλε κατσάδα, σκάστε ρε, θα μας ακούσουν. Δεν πρόλαβε να το πει και βλέπουμε καμιά εικοσαριά χωροφύλακες με τα πηλίκια να μπουκάρουν στο γιαπί και ν’ αρχίζουν ν’ ανεβαίνουν τη σκάλα για την ταράτσα. Τα μαστοράκια σαλτάραμε, άλλος εδώ, άλλος εκεί, κρυφτήκαμε. Το μάστρο- Νίκο τον μπαγλάρωσαν και τον πήραν στο Τμήμα… Ακόμα μέσα είναι!