Oταν, την άνοιξη του 2013, μία ομάδα φοιτητών από το Πανεπιστήμιο της δυτικής Βιρτζίνια εγκατέστησε σε τρία αυτοκίνητα μετρητές εκπομπών καυσαερίων και τα έβγαλε τους αυτοκινητοδρόμους της Καλιφόρνιας, κανένας τους δεν υποψιαζόταν πως η μελέτη τους θα συνέβαλλε στην αποκάλυψη του μεγαλύτερου σκανδάλου στην ιστορία της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Δύο χρόνια αργότερα, το 2015, υπό καθεστώς πίεσης και αφού όλες οι απόπειρες συγκάλυψης είχαν αποτύχει, η διοίκηση της VW αναγκάστηκε να παραδεχθεί το προφανές: Οτι οι μηχανικοί της είχαν εγκαταστήσει σε ντιζελοκίνητα οχήματα ειδικό λογισμικό, που περιόριζε την εκπομπή οξειδίων του αζώτου κατά τη διάρκεια των εργαστηριακών ελέγχων. Ετσι, τα αυτοκίνητα εμφανίζονταν να πληρούν τις αυστηρές προϋποθέσεις της αμερικανικής νομοθεσίας χωρίς να κάνουν συμβιβασμούς στην απόδοση, διότι σε συνθήκες καθημερινής οδήγησης ο μηχανισμός αντιρρυπαντικού ελέγχου υπολειτουργούσε.
Τo ζήτημα των παραποιημένων εκπομπών ρύπων από τη “Volkswagen” ήρθε στο φως της δημοσιότητας απ’ την Αμερικανική Περιβαλλοντική Υπηρεσία (EPA). Πως λειτουργούσε το πειραγμένο λογισμικό; Η εταιρεία εξαπατούσε επί σειρά ετών τις ομοσπονδιακές Αρχές όταν κατά τη διάρκεια των σχετικών τεστ που γίνονταν στο California Air Resources Board προκειμένου να λαμβάνει τη σχετική πιστοποίηση εμφάνιζε «πειραγμένα» οχήματα. Για την ακρίβεια, η VW “έκλεβε” καθώς χρησιμοποιούσε λογισμικό για πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα που παραποιούσε τις μετρήσεις για τις εκπομπές ρύπων.
Σύμφωνα με την Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος (EPA) των ΗΠΑ τα εν λόγω αυτοκίνητα εξέπεμπαν οξείδια του αζώτου έως και 40 φορές πάνω από το επιτρεπόμενο όριο. Οι κινητήρες μόλυναν πολύ περισσότερο, εκλύοντας πολλαπλάσιες ποσότητες επιβλαβών καυσαερίων που συμβάλλουν, μεταξύ άλλων, στην εμφάνιση άσθματος και βρογχίτιδας.
H αποκάλυψη οδήγησε σε διώξεις ορισμένων στελεχών στην Αμερική και στην επιβολή προστίμου ενός δισ. ευρώ στη VW από τα γερμανικά δικαστήρια. Μέχρι στιγμής, ο τέως διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Μάρτιν Βίντερκορν, έχει καταφέρει να αποφύγει τη δίωξη καθώς η γερμανική νομοθεσία δεν επιτρέπει την έκδοσή του στις ΗΠΑ.
Η VW ανάκτησε γύρω στα 500.000 πειραγμένα μοντέλα του ομίλου της με κινητήρα 2.0 Tdi. Επιπλέον αποζημίωσε κατόχους πετρελαιοκινητήρων με 1.000 και τα μισά από αυτά θα είναι σε μορφή δώρο κάρτας. Βέβαια σαν κίνηση καλής θελήσεως προσέφερε δωρεάν οδική βοήθεια για 3 χρόνια σε Αμερικάνους κατόχους των συγκεκριμένων αυτοκινήτων. Ωστόσο, παραδεχόμενη για την ευθύνη της στο σκάνδαλο δέχτηκε να καταβάλει πολλά πρόστιμα. Αρχικά πρόστιμο ύψους 1 δισεκατομμυρίου ευρώ στην γερμανική κυβέρνηση, 149.7 εκατομμύρια δολάρια στην κυβέρνηση του Καναδά, 14.7 δισεκατομμύρια δολάρια στις Η.Π.Α., ομοίως και σε άλλες χώρες όπου είχαν πωληθεί τα συγκεκριμένα μοντέλα. Έθεσε έτσι ως στόχο, να ξεπεράσει την κρίση της και να κερδίσει ξανά την αξιοπιστία των πελατών της.
Εξι χρόνια μετά, η VW προσπαθεί να… εξιλεωθεί με “πράσινες” δράσεις όπως αυτή της Αστυπάλαιας η οποία αποτελεί πιλότο και για άλλες περιοχές της Ευρώπης για τις “πράσινες” τεχνολογίες των αυτοκινήτων και κυρίως στην ηλεκτροκίνηση στην οποία ποντάρουν για νέα κέρδη.
Η συμφωνία της κυβέρνησης Μητσοτάκη με την VW περιλαμβάνει:
α) την σταδιακή αντικατάσταση των συμβατικών ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης οχημάτων στο νησί με ηλεκτρικά,
β) την εισαγωγή καινοτόμων υπηρεσιών συγκοινωνίας και μετακίνησης,
γ) την παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ σε αντικατάσταση των σημερινών γεννητριών πετρελαίου.
Το σχέδιο για σταδιακή αντικατάσταση των συμβατικών οχημάτων μέσω της αγοράς ηλεκτρικών από τους κατοίκους θα επιδοτηθεί από το ελληνικό δημόσιο με μέχρι 12.500 ευρώ το όχημα!
Αντίστοιχα ποσά θα δοθούν και για την αγορά ηλεκτρικών οχημάτων για την κάλυψη των συγκοινωνιακών αναγκών του νησιού (μικρά ηλεκτρικά λεωφορεία που κινούνται αυτόνομα, χωρίς δηλαδή οδηγό) αλλά και για την δημιουργία ΑΠΕ τα οποία επίσης θα επιδοτηθούν από τον κρατικό κορβανά. Συνολικά το ελληνικό δημόσιο σχεδιάζουν να επενδύσουν μακροπρόθεσμα στο νησί πάνω από 10 εκατομμύρια ευρώ.
Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε ότι η επιδότηση που θα δοθεί στους κατοίκους του νησιού «είναι πολύ γενναιότερη» σε σύγκριση με την υπόλοιπη χώρα, για την απόκτηση ηλεκτρικού αυτοκινήτου.
«Η Αστυπάλαια θα είναι η δοκιμαστική βάση για την πράσινη μετάβαση», είπε ο πρωθυπουργός, ενώ ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ανέφερε πως η «Αστυπάλαια είναι το μελλοντικό εργαστήρι της Ευρώπης για την απολιγνιτοποίηση».
Πολύπλευρη ιστορία
Ο δημοσιογράφος των New York Times Τζακ Γιούινγκ αναγνώρισε εξαρχής το σκάνδαλο VW ως μία από τις πιο ενδιαφέρουσες και πολύπλευρες ιστορίες που είχε συναντήσει στην πολυετή επαγγελματική του πορεία. «Σχετίζεται πρωτίστως με την επιχειρηματική διαφθορά και τις πρακτικές που εξωθούν, κατά τ’ άλλα, ειλικρινείς και ικανούς υπαλλήλους στην παρανομία», λέει στην «Κ» ο ρεπόρτερ και συγγραφέας του βιβλίου «Σκάνδαλο Volkswagen», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη. «Είναι όμως και μια ιστορία για την τεχνολογία, για το πώς η χρήση υπολογιστών στα αυτοκίνητα άνοιξε τον δρόμο για την απάτη με τα τεστ καυσαερίων. Επιπλέον, παρουσιάζει περιβαλλοντικό ενδιαφέρον, διότι αποκάλυψε ότι η μόλυνση από ντίζελ ευθύνεται για την κακή ποιότητα του αέρα σε πολλές πόλεις». Καθώς άρχισε να διεισδύει βαθύτερα στην υπόθεση, ο Γιούινγκ, ο οποίος καλύπτει οικονομικά και επιχειρηματικά θέματα από τη Φρανκφούρτη, συνειδητοποίησε πως η ίδια η ιστορία της VW ήταν συναρπαστική. Η εταιρεία «ιδρύθηκε από τους ναζί, ανέκαμψε με τη βοήθεια των Βρετανών μετά τον πόλεμο και εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη αυτοκινητοβιομηχανία του κόσμου», εξηγεί. Στους ταλαντούχους όσο και αμφιλεγόμενους πρωταγωνιστές της συγκαταλέγονται ο Φέρντιναντ Πόρσε, ο άνθρωπος που εφηύρε το Beetle (σχεδιασμένο σύμφωνα με τα πρότυπα του Χίτλερ, το ιδιόρρυθμο όχημα έμελλε να μετατραπεί σε σύμβολο αντικομφορμισμού τη δεκαετία του ’60, εν μέρει χάρη στην έξυπνη καμπάνια αμερικανικής διαφημιστικής εταιρείας) και ο εγγονός του, Φέρντιναντ Πίεχ.
Ο Πίεχ «έσωσε την Volkswagen από την οικονομική κατάρρευση στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ταυτόχρονα όμως δημιούργησε μία απολυταρχική εταιρική κουλτούρα που, όπως υποστηρίζω στο βιβλίο, οδήγησε στο σκάνδαλο», συνεχίζει ο δημοσιογράφος. Ηταν, επίσης, μέντορας του Βίντερκορν, υπό τη διοίκηση του οποίου οι μηχανικοί της εταιρείας δέχτηκαν ή υποχρεώθηκαν να λάβουν μέρος σε μία πρωτοφανή απάτη με απώτερο στόχο την κατάκτηση του αμερικανικού κοινού: Εξόπλισαν τα γενιάς ντιζελοκίνητα Ι.Χ. με «λογισμικό, το οποίο ανίχνευε τους ελέγχους και προσάρμοζε τις εκπομπές της έτσι ώστε η μηχανή να φαίνεται “καθαρή”». Παράλληλα, η επιθετική διαφημιστική καμπάνια της VW προωθούσε το ντίζελ ως φιλικό προς το περιβάλλον και ακίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία. Στην πραγματικότητα, τα οχήματα ντίζελ εκπέμπουν λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα από τα βενζινοκίνητα, αλλά περισσότερα οξείδια του αζώτου, τα οποία είναι πιο επιβλαβή και συνιστούν την κύρια αιτία δημιουργίας νέφους στις μεγαλουπόλεις, ενώ συμβάλλουν καθοριστικά στην άνοδο της θερμοκρασίας του πλανήτη. Επομένως, οι ισχυρισμοί της VW την καθιστούν «ένοχη για συνειδητή απόπειρα παραπλάνησης του κοινού και όχι απλώς για παραβάσεις της νομοθεσίας περί καυσαερίων», τονίζει ο συγγραφέας.
Προσπάθεια συγκάλυψης
«Καμία εταιρεία δεν έχει επιχειρήσει κάτι ανάλογο. Και φυσικά η συνολική προσπάθεια συγκάλυψης και παραπλάνησης των Αρχών με πλαστές καταθέσεις, καταστροφές εγγράφων κ.λπ. αποτελεί μοναδική περίπτωση», προσθέτει, αναγνωρίζοντας ωστόσο πως «στην Ευρώπη, λίγο πολύ όλοι οι κατασκευαστές ντίζελ εκμεταλλεύονταν την ανεπαρκή εφαρμογή των νόμων. Συνήθης πρακτική ήταν ο προγραμματισμός των μηχανισμών ελέγχου καυσαερίων έτσι ώστε να σταματούν να λειτουργούν σε θερμοκρασίες χαμηλότερες από αυτές που λειτουργούν μέσα στα (θερμαινόμενα) εργαστήρια».
Στην Ε.Ε, η αυτοκινητοβιομηχανία (για να στηρίξουν τα επιχειρήματα τους, οι εταιρείες επικαλούνταν επιστημονικές έρευνες, που είχαν χρηματοδοτήσει οι ίδιες) κατάφερε να πείσει τους νομοθέτες να μειώσουν τη φορολόγηση των ντιζελοκίνητων οχημάτων, με αποτέλεσμα οι οδηγοί να τα προτιμούν. Στο μεταξύ, η Γερμανία και άλλες χώρες έθεταν ως βασική προτεραιότητα την προστασία των μεγάλων βιομηχανιών τους, ενίοτε παρεμβαίνοντας «σε απόπειρες στις Βρυξέλλες να αλλάξει η φορολόγηση του ντίζελ». Πάντως, ο Τζακ Γιούινγκ είναι αισιόδοξος πως, στον απόηχο του σκανδάλου, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα αναγκαστούν επιτέλους να λάβουν μέτρα. «Πιστεύω ότι θα υπάρξουν σημαντικές αλλαγές, έστω κι αν περάσει λίγος καιρός για να εφαρμοστούν στην πράξη. Η Ε.Ε. ήδη αρχίζει να κάνει πιο αυστηρούς τους ελέγχους και οι πωλήσεις ντίζελ παρουσιάζουν πτωτική πορεία, γιατί υπάρχουν σχέδια να απαγορευτεί ή να περιοριστεί η χρήση των ντιζελοκίνητων οχημάτων στον αστικό ιστό», υπογραμμίζει. Ενδεχομένως, αυτό θα έχει ως συνέπεια «να δοθεί έμφαση στην κατασκευή νέων μοντέλων ηλεκτρικών και υβριδικών αυτοκινήτων, που αποτελούν την καλύτερη εναλλακτική για τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου άνθρακα».
Με πληροφορίες από: Καθημερινή, New York Times, DW