Δημιουργώντας μια συνταγή και εκτελώντας την, το τελικό αποτέλεσμα κρίνεται από τη γεύση του, την αναμενόμενη υφή του, την όψη του, την οσμή του και γενικά διάφορα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά που άπτονται μιας υποκειμενικής αλλά και αντικειμενικής κρίσης.
Ως μάγειρας βέβαια, σκέφτεσαι και τη σχέση όλων αυτών με τις πρώτες ύλες. Αν αγόρασες το καλύτερο κοτόπουλο, για να βγει ζουμερό ή “χόρτο” στο πιάτο, αν η μελιτζάνα είναι σποριασμένη και πικρή ή γλυκιά.
Συνάρτηση όλων αυτών των συνισταμένων είναι και η τιμή των πρώτων υλών. Πολύ σημαντικό κομμάτι αν θέλεις το “καράβι” που διοικείς και λέγεται κουζίνα, μαγαζί, μεζεδοπωλείο ή καντίνα, να είναι εκεί και την επόμενη μέρα ώστε να ξαναβγάλει φαγάκι για να το αγοράσει κάποιος και να το γευτεί.
Μαγειρική είναι όλα όσα βλέπεις ή δεν βλέπεις στις τηλεοράσεις αλλά γίνονται μέσα στις κουζίνες εστιατορίων, ταβερνών και ξενοδοχείων. Μαγειρέματα καθημερινά καλείσαι να κάνεις για να σώσεις έστω και ένα ευρώ από τον υπολογισμό που έχεις κάνει για το κοστολόγιο ώστε να παραμείνει στην επιφάνεια η επιχείρηση, η μπριγκάντα σου και η δουλειά σου. Γι’ αυτό και η προσφορά που σου έδωσε ο Χ για τα χοιρινά αν κοστίζει 10 σεντς περισσότερο το κιλό από αυτή που σου έδωσε ο Ψ, με τα ίδια ποιοτικά χαρακτηριστικά, δεν θα γίνει δεκτή. Θα πάρεις το χοιρινό του Ψ για να γλυτώσεις το ευρώ που λέγαμε.
Δυνητικά έτσι λειτουργεί ο κάθε συνειδητοποιημένος καταναλωτής και στο σπίτι του. Στο νοικοκυριό του. Κατ’ επέκταση στο κράτος του. Σωστά; Περίπου.
Τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά μιας πόλης είναι ο αέρας της, το πράσινό της, η βοή της, η άνεση που σου παρέχει να κυκλοφορήσεις σε αυτή και όσα άλλα.
Μια σύγχρονη πόλη για κάποιους που έχουν ταξιδέψει κι έχουν δει πέντε σοβαρούς πνεύμονες πράσινου σε μια μεγαλούπολη δεν είναι μια πόλη με ηλεκτρικές συσκευές καθαρισμού αέρα ισοδύναμες με τριάντα δέντρα. Όπως η πυρκαγιά στα Γεράνεια Όρη δεν είναι μια απλή “ατυχία”.
Μια κοινωνία που σέβεται τον εαυτό της, ένα κράτος που σέβεται τους πολίτες του και δεν τους κοροιδεύει, φροντίζει να γεμίσει πράσινο και φυσικούς πνεύμονες τις πόλεις της. Ένας δήμος, συγκεκριμένα Αθηναίων, που σέβεται τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά της πόλης του ούτε συσκευές τοποθετεί, ούτε μεγάλους περιπάτους, που “βγαίνουν, δεν βγαίνουν”
δημιουργεί. Λες και τα παίζουμε στα ζάρια όλα κι ό,τι κάτσει, έκατσε. Όπως ένας μάγειρας που σέβεται τη δουλειά του και τον πελάτη του φροντίζει να μαγειρεύει με κατάλληλες πρώτες ύλες και όχι με σκόνες και ξανθάνη για να στρώνει τις σάλτσες του.
Η “μοριακή κουζίνα” και γενικά τα “εκλεκτά” είναι καλά και θεμιτά στις κατάλληλες προϋποθέσεις και με τις κατάλληλες γνώσεις. Αν πάρεις λίγο αλγινικό και κάνεις σφαιρίδια ελαιολάδου ενώ δεν ξέρεις να φτιάξεις παραδοσιακά φασολάκια γιαχνί, έχεις χάσει την έννοια της μαγειρικής.
Οι πολίτες δεν είναι πελάτες. Τουλάχιστον δεν θα έπρεπε να είναι. Για τους πολίτες δουλεύετε και αυτοί είναι οι εργοδότες σας.
Δέντρα χρειάζονται. Δέντρα κι ας είναι και πέντε φυσικά, αντί για τριάντα ηλεκτρικά.
Φασολάκια να μάθετε να φτιάχνετε δήμαρχε. Έστω τα ντολμαδάκια της γιαγιάς.