Συγχωρήστε μου τον απρόσμενα προσωπικό τόνο, αλλά θα ήθελα ξεκινώντας αυτό το κριτικό σημείωμα να εκμυστηρευτώ δύο πράγματα: πρώτον, και ντρέπομαι ειλικρινά που το γράφω, μέχρι πολύ πρόσφατα γνώριζα ελάχιστα πράγματα για την Κομμούνα του Παρισιού, και δεύτερον, αντιπαθώ αυτό που ονομάζεται «ιστορικό μυθιστόρημα» σχεδόν σαν εκφυλισμό του αγαπημένου μου είδους. Για να εξηγούμαι, αναφέρομαι σε εκείνο το ιστορικό μυθιστόρημα που το αναγνωστικό κοινό διαβάζοντάς το πιστεύει ότι μαθαίνει Ιστορία και συχνά το αναζητά γιατί «δεν ξέρω για αυτή την περίοδο, αλλά δεν έχω χρόνο να διαβάσω κάποιο ιστορικό σύγγραμμα».
Του Αντώνη Γαζάκη στο marginalia.gr
Έτσι, όταν αρχίσαμε να συζητάμε στα Marginalia το αφιέρωμα στα 150 χρόνια της Κομμούνας, από τη μια σκέφτηκα ότι επιτέλους θα μάθαινα περισσότερα για αυτή, από την άλλη με άγχωσε το γεγονός ότι η όποια συνεισφορά μου στο αφιέρωμα θα αφορούσε υποχρεωτικά κάποιο λογοτεχνικό έργο που εκ των πραγμάτων θα κινούνταν στον χώρο του ιστορικού μυθιστορήματος, πράγμα που με έκανε αρκετά απρόθυμο.
Κάπου εκεί έπεσε η πρόταση για ένα πρόσφατο (2019) μυθιστόρημα του Γάλλου Ερβέ Λε Κορ, αρκετά δημοφιλούς στη χώρα του όπως διαπίστωσα εκ των υστέρων, που είχε εκδοθεί στα ελληνικά από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου. Το «Στον ίσκιο της πυρκαγιάς» διαδραματιζόταν στο Παρίσι τις τελευταίες δέκα μέρες της Κομμούνας πριν την αιματηρή καταστολή της, αλλά χαρακτηριζόταν στο εξώφυλλο της έκδοσης ως «νουάρ μυθιστόρημα», πράγμα που μου κίνησε το ενδιαφέρον, καθώς αυτό σήμαινε ότι τουλάχιστον δεν αυτοσυστηνόταν ως «ιστορικό».
Αποφάσισα λοιπόν να το ξεκινήσω, αρκετά επιφυλακτικός και για έναν επιπρόσθετο λόγο: από τα ελάχιστα που είχα υπόψη μου για την Κομμούνα ήξερα ότι οι τελευταίες μέρες της δεν οδήγησαν απλώς σε μια πικρή ήττα, αλλά σε ένα πραγματικό σφαγείο, και ήμουν σίγουρος ότι οι σελίδες του βιβλίου για όποιον/α έβλεπε με συμπάθεια και θαυμασμό τους Κομμουνάρους και τις Κομμουνάρες θα ήταν ένας Γολγοθάς, κατάσπαρτος με τραγική ειρωνεία και θλίψη. Δεν διαψεύστηκα, αλλά τελικά η σκληρότητα και η ωμότητα στο βιβλίο δεν βρίσκονται μόνο στις στρατιωτικές συγκρούσεις.
Από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο συνειδητοποιούμε ότι ο Λε Κορ δεν ενδιαφέρεται να γράψει «ιστορικό μυθιστόρημα», αλλά σκέτο «μυθιστόρημα»· μας πετάει στο βράδυ της 18ης Μαΐου, κάπου στα τείχη του Παρισιού, χωρίς να μας δίνει ευθέως καμία ιστορική πληροφορία, χωρίς να επιλέγει κανέναν από τους επώνυμους πρωταγωνιστές των γεγονότων για ήρωά του, χωρίς να γράφει ένα χρονικό. Παρακολουθούμε μόνο όσα μπορούν να δουν οι χαρακτήρες στους οποίους επιλέγει να εστιάζει σε κάθε κεφάλαιο: ο Νικολά, με τους δυο συντρόφους του, τον νεαρό Αντριάν και τον Κόκκινο, Κομμουνάροι υπερασπιστές της πόλης κι οι τρεις τους· η Καρολίν, η αγαπημένη του Νικολά· ο Αντουάν Ροκ, πρώην βιβλιοδέτης και νυν επίτροπος για την ασφάλεια (ένα είδος αστυνομικού της Κομμούνας δηλαδή)· αλλά και ο κτηνώδης Πουζόλ, ο Κλοβίς ο αμαξάς, ο φωτογράφος Γκαντιέ, σκοτεινά και διεστραμμένα άτομα που διαπράττουν αποκρουστικά σεξουαλικά εγκλήματα ακόμη κι εκείνες τις κρίσιμες ημέρες, απάγοντας, βιάζοντας, φωτογραφίζοντας και πουλώντας ανήλικα κορίτσια.
Αυτά τα εγκλήματα θα αποτελέσουν και τον συνδετικό ιστό ανάμεσα σε όλα αυτά τα πρόσωπα, δικαιώνοντας σε μεγάλο βαθμό και τον νουάρ χαρακτήρα του μυθιστορήματος· καθώς ο Αντουάν Ροκ αναλαμβάνει την υπόθεση, η Καρολίν θα είναι το τελευταίο θύμα της συμμορίας και ο Ροκ θα αποδυθεί σε έναν αγώνα με τον χρόνο, πρώτα για να βρει τη συμμορία και έπειτα την εγκλωβισμένη Καρολίν. Κι όλα αυτά, ενώ, μέσα από τα μάτια και τις απεγνωσμένες προσπάθειες του Νικολά και των συντρόφων του, βλέπουμε τις άμυνες και τα οδοφράγματα των Κομμουνάρων να καταρρέουν μπροστά στον υπέρτερο αριθμητικά και καλύτερα εξοπλισμένο στρατό των Βερσαλλιωτών (του γαλλικού αστικού κράτους δηλαδή) και τη σφαγή να ξεδιπλώνεται.
Ταυτόχρονα, ο Λε Κορ έχει την ευκαιρία να παρουσιάσει, πάντα θραυσματικά, πάντα εντός αφηγηματικού πλαισίου και μέσα από ένα πλήθος μικρών επεισοδίων, διαλόγων και περιστατικών, την κατάσταση στο Παρίσι τόσο εκείνων των ημερών όσο και του προηγούμενου διαστήματος, φωτίζοντας ένα μεγάλο φάσμα απόψεων, στάσεων, συμπεριφορών, φόβων και ελπίδων, όχι μόνο των Κομμουνάρων, αλλά και των Παριζιάνων που έχουν μείνει στην πόλη και κρατούν ουδέτερη ή και εχθρική στάση απέναντι στην Κομμούνα, περιμένοντας την έλευση του γαλλικού στρατού. Πρόκειται δηλαδή, μαζί με την πορεία των κεντρικών του ηρώων, αυτό που μπορεί και πρέπει να κάνει ένα μυθιστόρημα που διαδραματίζεται σε ένα ορισμένο ιστορικό πλαίσιο: να μιλήσει για όλα αυτά που δεν χωράνε στην επίσημη, στη «μεγάλη» Ιστορία, στα στεγνά χρονολόγια και στις αφαιρέσεις των σχημάτων «αίτια – αφορμές – αποτελέσματα», για όσα τελικά βρίσκονται «στον ίσκιο της πυρκαγιάς».
Και σ’ αυτό ακριβώς ο Λε Κορ, αν εξαιρέσουμε κάποιους διαλόγους με περιεχόμενο και ύφος τόσο προχωρημένο που σε κάνουν να αναρωτιέσαι για τον ρεαλισμό τους, παίρνει άριστα. Η ατμόσφαιρα που δημιουργεί είναι πραγματικά εντυπωσιακά αληθοφανής, ασφυκτική, δύσοσμη και αποπνικτική από τη μια, αλλά και επαναστατική, συντροφική και ηρωική από την άλλη. Οι σκηνές και οι χώροι που περιγράφει έχουν τόση ζωντάνια που θαρρείς ότι μεταφέρεσαι στο Παρίσι του 1871 και ταυτόχρονα έχουν τόσο θάνατο που εύχεσαι να μην είχες μεταφερθεί ποτέ εκεί. Γιατί το μυθιστόρημα του Λε Κορ είναι σκληρό. Πολύ σκληρό. Σπάνια βιβλίο μου έχει δημιουργήσει τόσες φορές την ανάγκη να το διαβάζω λίγο-λίγο για να παίρνω μια ανάσα από όσα ωμά περιγράφονται στις σελίδες του.
Και δεν είναι μόνο η -συμπιεσμένη χρονικά- σκληρότητα των στρατιωτικών συγκρούσεων (σκεφτείτε ότι μέσα σε μια βδομάδα συμπυκνώνεται μια ήττα ανάλογη με τη σταδιακή ήττα του ισπανικού ή του ελληνικού εμφυλίου, με τελείως ανάλογες αγριότητες εις βάρος των ηττημένων), αλλά κι αυτή των -κατά βάση σεξουαλικών- εγκλημάτων που, όπως αναφέρθηκε, αποτελούν τον βασικό άξονα της πλοκής και προηγούνται ελαφρώς χρονικά από τη σφαγή που θα ακολουθήσει στους δρόμους της πόλης. Δεν είναι δύσκολο να σκεφτούμε ότι ουσιαστικά τα εγκλήματα αυτά προοικονομούν και καθρεφτίζουν ταυτόχρονα αυτά που θα επακολουθήσουν, λειτουργώντας έτσι σε δύο επίπεδα: ένα αλληγορικό, όπου οι γυναίκες που πέφτουν θύματα της συμμορίας, και κυρίως η Καρολίν, συμβολίζουν τον γαλλικό λαό, και ιδιαίτερα το Παρίσι, και ένα φιλοσοφικό-πολιτικό όπου καλούμαστε να αναλογιστούμε σε τι διαφέρουν από πωρωμένους εγκληματίες οι ένστολοι εισβολείς του Παρισιού.
Μέσα σε όλη αυτή τη μαυρίλα όμως, ο Λε Κορ, παρότι δεν διστάζει να καταδείξει λάθη και αδυναμίες των Κομμουνάρων, βρίσκει αρκετές φορές την ευκαιρία να εξάρει όλα εκείνα τα στοιχεία του αγώνα τους που συγκινούν ακόμη: άδολη συντροφικότητα, αλληλεγγύη που επέμενε στις πιο δύσκολες και αναπάντεχες στιγμές, ώριμη αποφασιστικότητα, αίσθηση του καθήκοντος, πίστη σε έναν καλύτερο κόσμο, αλλά και στο ότι η θυσία τους δεν θα πήγαινε χαμένη, μένοντας παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές επαναστατών. Αυτό το τελευταίο φαίνεται να εντυπωσιάζει περισσότερο από όλα τον Λε Κορ, αφού επανέρχεται ξανά και ξανά στα λόγια των Κομμουνάρων, χωρίς να ακούγεται ούτε μια φορά σαν παρηγοριά στον άρρωστο.
Το «Στον ίσκιο της πυρκαγιάς» είναι ένα βιβλίο που σου αφήνει πολύ έντονες εντυπώσεις, με χαρακτήρες ζωντανούς και αξέχαστους, με σκηνές και εικόνες ανεξίτηλες. Όλα αυτά είναι δοσμένα με μια γλώσσα χυμώδη και πλούσια, η οποία ευτύχησε να έχει ως μεταφραστή της στα ελληνικά τον Γιάννη Καυκιά που έδωσε μια πραγματικά ρέουσα μετάφραση, στην οποία αξιοποίησε μεταξύ άλλων και τη μαύρη κληρονομιά του λεξιλογίου του ελληνικού εμφυλίου (ομολογώ ότι κυριολεκτικά ανατρίχιασα τη στιγμή που ακούγεται εναντίον αιχμαλώτων Κομμουνάρων από κάποιο παράθυρο ένα «Κατσαπλιάδες!»). Ίσως όμως το πιο όμορφο στοιχείο του βιβλίου είναι ότι σε κάνει να αγαπήσεις αυτούς του ωραίους τρελούς του 1871 χωρίς να ξεπέφτει ποτέ σε προπαγάνδα.
Κι όπως λέει στο τέλος κάποιος από αυτούς κοιτώντας το Παρίσι: «Θα ξαναρθούμε».
Πρώτη δημοσίευση Marginalia