Εάν μελετήσει και αξιολογήσει κανείς τις επίσημες δηλώσεις και τις διαρροές πηγών ένθεν κακείθεν, η (καλώς πραγματοποιηθείσα) συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ προκαλεί τις εξής θετικές συνέπειες:
–Εξασφαλίζεται ένα μορατόριουμ στο Αιγαίο κατά την θερινή περίοδο, πιθανώς και για ολόκληρο το 2021 (σχετική αναφορά του Τούρκου προέδρου). Η ανάγκη τόσο της ελληνικής, όσο και της τουρκικής οικονομίας για τα έσοδα από τον τουρισμό ποιεί…φιλοτιμία.
–Ανοίγει ένας σημαντικός δίαυλος απευθείας επικοινωνίας στο ανώτατο επίπεδο που υπό προϋποθέσεις μπορεί να δρα αποτρεπτικά για την δημιουργία εντάσεων από την τουρκική πλευρά. Η επικοινωνία αυτή ανατίθεται, ως φαίνεται, στην διπλωματική σύμβουλο του πρωθυπουργού Ελένη Σουρανή και στον εξ απορρήτων του Τούρκου προέδρου Ιμπραχίμ Καλίν, δύο πρόσωπα που εγκαινίασαν απευθείας επαφές και παρασκηνιακή συνεννόηση από την πρώτη συνάντησή τους στο Βερολίνο -πριν περίπου ένα χρόνο- υπό γερμανική επιδιαιτησία. Χαρακτηριστική είναι, προς αυτή την κατεύθυνση, η δήλωση Ερντογάν: “Δεν χρειάζονται μεσολαβητές με την Ελλάδα, θα συναντιέμαι απευθείας με τον πρωθυπουργό. Το 2021 θα είναι μια ήσυχη χρονιά για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις”. Υπό μία έννοια, το επίπεδο συνεννόησης μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου και Νίκου Δένδια αποκτά μία περισσότερο “εκτελεστική” μορφή. Επ΄ αυτού, αξίζει να σημειωθεί η πληροφορία ότι ο κ. Δένδιας ήταν εκείνος που δεν ήθελε να παραστεί στην συνάντηση των δύο ηγετών [σχετικά έγραψαν οι Μανώλης Κοττάκης (Εστία) και Γιώργος Παπαχρήστος (Τα Νέα)], και μένει να δούμε εάν πρόκειται για μια γενικότερη αποστασιοποίηση του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών που μπορεί να αποτυπωθεί και με άλλους τρόπους στο επόμενο διάστημα (…).
–Προωθείται ταχύτερα η λεγόμενη θετική ατζέντα στις σχέσεις των δύο χωρών, κάτι που ίσως υποβοηθήσει το ζητούμενο καλύτερο κλίμα.
–Φαίνεται πως όλα τα παραπάνω συνδυάζονται με κάποια δέσμευση της τουρκικής πλευράς στην ύφεση των μεταναστευτικών ροών και για την αποδοχή επιστροφής -στην Τουρκία- μεταναστών των οποίων απορρίφθηκαν οι αιτήσεις χορήγησης ασύλου.
Προκύπτουν, ωστόσο, μερικά ερωτήματα και κάποιες επισημάνσεις που θα χρειαστεί χρόνος για να απαντηθούν και να αποσαφηνιστούν.
–Η συνάντηση Μητσοτάκη- Ερντογάν εξαντλείται στην επιχείρηση “ήρεμα νερά”, κι αν ναι, για πόσο;
-Ακόμα κι αν υποθέσουμε πως οι δύο ηγέτες αρχίσουν να συνομιλούν, όταν χρειαστεί, είτε απευθείας, είτε μέσω της κυρίας Σουρανή και του κ. Καλίν, διαμορφώνεται πλαίσιο αμοιβαίας εμπιστοσύνης; Επ΄ αυτού η απάντηση είναι μάλλον εύκολη. Όχι. Θα ήταν αφελές να πιστέψουμε πως ο Ταγίπ Ερντογάν εγκαταλείπει μια μακρόχρονη στρατηγική της Τουρκίας και πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκει, αίφνης, έναν γεωπολιτικό …φίλο στο πρόσωπο του Τούρκου προέδρου. Αφελές και επικίνδυνο έστω και ως σκέψη κάτι τέτοιο.
-Γιατί απουσιάζει από το μορατόριουμ η ανατολική Μεσόγειος και δη η κυπριακή ΑΟΖ; Πόσο στέρεη μπορεί να είναι μια ελληνοτουρκική προσέγγιση αυτού του τύπου εάν η Τουρκία συνεχίσει τις προκλήσεις και παραβιάσεις του διεθνούς Δικαίου στην Κύπρο; Τι θα συμβεί όταν η Άγκυρα συνεχίσει να ναρκοθετεί την πρωτοβουλία του ΟΗΕ κατοχυρώνοντας την θέση της για δύο κράτη στην Κύπρο; Διότι, για να είμαστε ειλικρινείς, ο δίαυλος επικοινωνίας αφήνει εκτός την προκλητική στάση της Τουρκίας στην Κύπρο και εμμέσως αποδυναμώνει το ενιαίο δόγμα Αθήνας-Λευκωσίας.
–Τι κερδίζει για όλα τα παραπάνω ο ίδιος ο Ερντογάν;
Μήπως, δηλαδή, τα ελληνοτουρκικά “διμεροποιούνται” εμμέσως και συρρικνώνεται η σύνδεσή τους με την ευρωτουρκική διάσταση που αποτελεί βασική παράμετρο της εξωτερικής μας πολιτικής;
Είναι πολύ πιθανό στην Σύνοδο Κορυφής της Ε.Ε, οι “27” δια της γερμανικής επιρροής να χαιρετίσουν την ύφεση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, να εγκαταλείψουν οριστικά (στο τυπικό σκέλος, διότι ουσιαστικά έχει ήδη συμβεί) κάθε υποψία απειλής κυρώσεων και να προχωρήσουν ταχύτερα στην αναβάθμιση της τελωνειακής σύνδεσης με την Τουρκία.
Κάτι τέτοιο, εάν και εφόσον συμβεί, θα αποτελούσε δομική αλλαγή καθόλου θετική για τα ελληνικά συμφέροντα και απομακρύνει τον σχεδιασμό για σύνδεση της αναβάθμισης της ευρω-τουρκικής σχέσης με την προώθηση ελληνοτουρκικού διαλόγου για την μία και μοναδική αναγνωρισμένη διαφορά με προοπτική ένα συνυποσχετικό προς τη Χάγη. Θα ήταν προβληματικό εάν η Ελλάδα απωλέσει το ευρω-τουρκικό μομέντουμ με αντάλλαγμα μόνο το μορατόριουμ.
–Ο Τούρκος πρόεδρος φαίνεται πως αναχώρησε ενισχυμένος από τις Βρυξέλλες. Οι δηλώσεις του Τζο Μπάϊντεν και το κλίμα στην μεταξύ τους συνάντηση οδηγούν στο συμπέρασμα πως οι ΗΠΑ ξαναπιάνουν το νήμα για την αποκατάσταση των σχέσεων τους με την Τουρκία στη βάση των γεωπολιτικών τους συμφερόντων στη Λιβύη, την Συρία, το Αφγανιστάν (σημειώναμε προ ημερών την είδηση πως η Τουρκία αναλαμβάνει για λογαριασμό του ΝΑΤΟ την φύλαξη του αεροδρομίου της Καμπούλ για να διευκολύνει την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων) και το Ιράν. Εάν συνυπολογίσει κανείς και τις εντυπώσεις μιας πρώτης αποκατάστασης των σχέσεων του Ερντογάν με τον Εμμανουέλ Μακρόν (ας όψονται οι νεο-ιμπεριαλιστικές τάσεις της Γαλλίας στην Λιβύη και την Συρία), αλλά και την σαφή φιλοτουρκική στάση της Γερμανίας, της Ισπανίας και της Ιταλίας, η Τουρκία φαίνεται πως ξαναβρίσκει συνομιλητές, ακόμα και ad hoc συμμάχους.
Εν κατακλείδι, υπάρχουν ενδείξεις πως η “γέφυρα” της Τουρκίας με τη Δύση διαμορφώνει ένα νέο ρόλο για την Άγκυρα. Δεν είναι βέβαιο πως η κυκλοθυμικότητα του Ερντογάν αλλά και οι πιέσεις που δέχεται στο εσωτερικό της χώρας του θα στερεώσουν αυτή την επιδίωξή του. Από την άλλη, ωστόσο, η ίδια η Δύση (ευρωπαϊκός και αμερικανικός παράγοντας) έχουν αποφασίσει πως δεν θέλουν μια περιθωριοποιημένη και απρόβλεπτη Τουρκία, αναγνωρίζουν, δε, την γεωπολιτική της αξία.
Όλα αυτά είναι θετικά για την Ελλάδα ως προς το ότι στο πλαίσιο αυτό είναι ευκολότερο να συνομιλεί με την Τουρκία ώστε να αποφεύγει εντάσεις. Από την άλλη, όμως, αυτή η νέα πραγματικότητα θα είναι δώρον άδωρο εάν δεν συνδεθεί με την γενικότερη συμμόρφωση της Τουρκίας ως προς τις προκλητικές επιδιώξεις της στο Αιγαίο (casus belli, γκρίζες ζώνες, χωρικά ύδατα κ.ά). Και θα ήταν στρατηγική ήττα εάν ατονήσει ή και αποσυνδεθεί πλήρως η ελληνοτουρκική διάσταση από τις εξελίξεις στα ευρω-τουρκικά.
Δεν μπορεί και δεν πρέπει, δηλαδή, η εξωτερική μας πολιτική να εξαντλείται στην επίτευξη μόνο μικρών (χρήσιμων αλλά προσωρινών) μορατόριουμ και να μην εισέρχεται στα ουσιώδη που μπορούν να διασφαλίσουν μια μακρόχρονη σχέση ηρεμίας και καλής γειτονίας.