Περισσότερα από τα μισά ποτάμια του πλανήτη ξεραίνονται και παύουν να κυλάνε για τουλάχιστον μία μέρα μέσα στο χρόνο, ενώ για αρκετά από αυτά η διακοπή της ροής τους διαρκεί πολύ περισσότερο, σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική μελέτη. Η έρευνα, η πρώτη ολοκληρωμένη του είδους της, αποκαλύπτει ότι η διακεκομμένη ροή είναι πιο συχνό φαινόμενο από ό,τι είχε θεωρηθεί μέχρι σήμερα.
Η μελέτη υπολογίζει ότι το 51% έως 60% των ποταμών σταματούν να κυλάνε το λιγότερο για μια μέρα στη διάρκεια του έτους. Αυτό σημαίνει ότι -αντίθετα με τη διαδεδομένη έως τώρα άποψη- τα ποτάμια μόνιμης ροής δεν αποτελούν την πλειονότητα στον πλανήτη.
Οι ερευνητές από πέντε χώρες (Καναδά, ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία και Νέα Ζηλανδία), με επικεφαλής τον Μάθις Μέσαντζερ του Τμήματος Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου ΜακΓκιλ του Μόντρεαλ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Nature”, ανέλυσαν στοιχεία από 5.615 τοποθεσίες σε συνολικά 64 εκατομμύρια χιλιόμετρα δικτύου ποταμών και ρεμάτων στη Γη. Εκτιμούν ότι για το 52% του παγκόσμιου πληθυσμού το κοντινότερο ποτάμι δεν έχει μόνιμη ροή καθ’ όλο το έτος.
Οι επιστήμονες προβλέπουν ότι, εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής και των ανθρωπίνων παρεμβάσεων, τις επόμενες δεκαετίες θα αυξηθούν τα ποτάμια που κυλάνε μόνο περιοδικά. Το 95% των ποταμών που υπάρχουν σε καυτές και ξερές περιοχές (βόρεια Αυστραλία, τμήματα της Ινδίας, Σαχέλ Αφρικής κ.α.), σύμφωνα με την μελέτη, είναι επιρρεπή σε διακοπή της ροής τους ολοένα συχνότερα, καθώς η εξάτμιση είναι ταχύτερη από τις βροχοπτώσεις. Στα πιο ψυχρά κλίματα η διακοπή της ροής των ποταμών συχνά οφείλεται στη δημιουργία πάγων στην επιφάνεια τους.
«Δεδομένης της συνεχιζόμενης κλιματικής αλλαγής και των συνεχών αλλαγών στις χρήσεις γης, ένα ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό του παγκόσμιου δικτύου ποταμών αναμένεται να έχει περιοδική και εποχική μόνο ροή τις επόμενες δεκαετίες. Στην πραγματικότητα, πολλά προηγουμένως αέναα ποτάμια και ρέματα, μεταξύ των οποίων εμβληματικοί ποταμοί όπως ο Νείλος, ο Ινδός και ο Κολοράντο, έχουν πια διακεκομμένη ροή κατά τα τελευταία 50 χρόνια εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, των αλλαγών στη χρήση γης και της περιστασιακής ή μόνιμης άντλησης νερού για ανθρώπινη χρήση και καλλιέργεια», δήλωσε ο αναπληρωτής καθηγητής Μπέρναρντ Λένερ του Πανεπιστημίου ΜακΓκιλ.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση: