Ο Κυριάκος Μητσοτάκης νευρίασε (πολύ) χθες με την Φώφη Γεννηματά στην Βουλή. Όχι τόσο γιατί η πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ δεσμεύτηκε για ανατροπή του εργασιακού νόμου Χατζηδάκη, όσο γιατί συνέδεσε την εν λόγω ανατροπή με αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών. Kαι το έκανε ακριβώς την στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας τοποθετούσε, για μια ακόμη φορά, αυτή την αλλαγή στο κάδρο της «προοδευτικής διακυβέρνησης».
Ο πρωθυπουργός χρέωσε στην Φώφη Γεννηματά «κρεσέντο μηδενισμού», «αφορισμούς» και «αναμάσημα ξεπερασμένων κλισέ». Της είπε ότι τα βλέπει «όλα μαύρα στην χώρα», και πως «είχατην εντύπωση πως άκουγα τον κ. Τσίπρα». Και την ενημέρωσε ότι μεταξύ του πρωτότυπου και του αντιγράφου, οι πολίτες είθισται να διαλέγουν το πρωτότυπο.
Λίγο νωρίτερα είχε ενημερώσει και τον Αλέξη Τσίπρα πως δεν είναι Ανδρέας Παπανδρέου. Και είχε βγάλει πολιτικό άγχος –είτε κοιτώντας προς τα πίσω και την ιστορική πολιτική ανατροπή του ’93, είτε προς τα μπρος και προς πρόωρες κάλπες το φθινόπωρο.
Ο πολιτικός ρεαλισμός λέει πως ο Τσίπρας δεν είναι Ανδρέας και η Φώφη Γεννηματά δεν είναι Τσίπρας. Η ιστορική πολιτική πραγματικότητα λέει επίσης πως το 2021 δεν είναι 1993. Και η βασική πολιτική ανάλυση λέει πως μια κυβέρνηση με συντριπτική αποδοχή στις δημοσκοπήσεις και ένας πρωθυπουργός κυρίαρχος από την δεξιά και το κέντρο έως την εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά δεν έχει λόγους να ανησυχεί για την σύγκλιση του δεύτερου και του τρίτου κόμματος. Πόσο μάλλον όταν αυτή η σύγκλιση είναι καταδικασμένη – εάν και εφόσον υπάρξει – να περάσει από άλυτους λογαριασμούς μιας δεκαετίας Μνημονίων. Και από την, όχι καλή, πολιτική χημεία μεταξύ Αλέξη Τσίπρα και Φώφης Γεννηματά.
Όπερ, ο πρωθυπουργός επιδεικνύει μια δυσεξήγητη, σε πρώτη ανάγνωση, αγωνία για την, όλο και πιο διακριτή, αντικυβερνητική τοποθέτηση του ΚΙΝΑΛ. Λογικά δεν θα έπρεπε. Οσο πιο κεντροαριστερά κοιτά η Φώφη Γεννηματά, τόσο ανοίγει η κεντρώα και αντιΣΥΡΙΖΑ δεξαμενή της βάσης του ΚΙΝΑΛ για να «ψαρέψει» ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Κι όσο πιο πολύ ανεβάζει την αντιδεξιά ρητορική η Χαριλάου Τρικούπη, τόσο αυξάνεται η δημοσκοπική αποδοχή της κυβέρνησης στους ψηφοφόρους του παλαιού ΠΑΣΟΚ.
Λογικά πάλι – και δημοσκοπικά πάντα – η Φώφη Γεννηματά είναι πολιτικό δώρο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Εκείνος όμως δεν την θέλει. Θέλει Ανδρέα Λοβέρδο στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛ και το δείχνει.
Οι λόγοι ίσως είναι δύο. Ο πρώτος, εάν ο πρωθυπουργός δεν σχεδιάζει πρόωρες εκλογές, μπορεί να είναι πως η ατζέντα Γεννηματά σπάει, ντε φάκτο, την πολιτική απομόνωση του ΣΥΡΙΖΑ. Το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο μπορεί να παραμένει υπαρκτό και ενεργό στο ευρύτερο σύστημα της εκσυγχρονιστικής κεντροαριστεράς και σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, στην κεντρική πολιτική σκηνή όμως, το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα δεν είναι πια απομονωμένο. Αντιθέτως, ειδικά στην Βουλή, εκείνη που μοιάζει σταθερά μόνη το τελευταίο διάστημα είναι η Νέα Δημοκρατία– έστω και σε adhocαντικυβερνητικά μέτωπα χωρίς πολιτική συγκολλητική ουσία.
Ο δεύτερος λόγος ίσως είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει ακόμη αποφασίσει πως τον συμφέρει να χρησιμοποιήσει το ΚΙΝΑΛ. Ειδικά, εάν εξακολουθεί να φλερτάρει με πρόωρες φθινοπωρινές κάλπες. Ως δεξαμενή άντλησης αντι-αριστερών ψηφοφόρων ή ως δυνάμει κυβερνητικό εταίρο εάν δεν πάρει αυτοδυναμία;
Στην πρώτη περίπτωση χρειάζεται την Φώφη Γεννηματά. Στην δεύτερη έχει οπωσδήποτε ανάγκη τον Ανδρέα Λοβέρδο.
Και στις δύο περιπτώσεις, ο πρωθυπουργός δείχνει δυσανάλογη αγωνία σε σχέση με την εικόνα της απόλυτης πολιτικής κυριαρχίας του. Και δείχνει να φοβάται, λίγο παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε, την απλή αναλογική…