Με τις πανελλαδικές εξετάσεις για την εισαγωγή φοιτητών/-τριών στα ΑΕΙ να οδεύουν προς την ολοκλήρωσή τους, είναι μια ευκαιρία να μοιραστούμε κάποιες σκέψεις. H φετινή χρονιά σηματοδοτήθηκε από δύο σημαντικά γεγονότα: την πανδημία και τις επιπτώσεις που είχε στην εκπαιδευτική διαδικασία η μακροχρόνια καραντίνα και η τηλεκπαίδευση, αλλά και τις αλλαγές που επιχείρησε το Υπουργείο Παιδείας στο σύστημα εξετάσεων.
του Θέμη Κοτσιφάκη, – εκπαιδευτικού, πρώην προέδρου της ΟΛΜΕ
Οι μαθητές και οι μαθήτριες που πρόσφατα ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους στο λύκειοκατά το μεγαλύτερο μέρος των σπουδών τους στη Γ΄ τάξη βρίσκονταν έγκλειστοι στο σπίτι. Η μακρόχρονη τηλεκπαίδευση, όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί, δημιούργησε νέα μεγάλα προβλήματα που είχαν εκπαιδευτικές, παιδαγωγικές, ψυχοσυναισθηματικές και κοινωνικές επιπτώσεις, ενώ ταυτόχρονα διεύρυναν κοινωνικές και μορφωτικές ανισότητες.
Ωστόσο, σε αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες για μαθητές/-τριες, αλλά και για ολόκληρη την κοινωνία, το Υπουργείο Παιδείας επέλεξε να προχωρήσει σε αιφνιδιαστικές και αρνητικές για τους υποψήφιους αλλαγές στις εξετάσεις.
Σημαντικότερη αλλαγή όλων είναι η θεσμοθέτηση της Ελάχιστης Βαθμολογικής Βάσης (ΕΒΕ)ως προϋπόθεση για τη διεκδίκηση μιας πολυπόθητης θέσης σε ΑΕΙ.Η ΕΒΕ αποτελεί ένα ισχυρό αρνητικό φίλτρο που μπορεί να αποκλείσει υποψηφίους ακόμη και αν υπάρχουν κενές θέσεις. Ενώ θεσμοθετήθηκε στο όνομα του να μην εισάγονται σε ΑΕΙ υποψήφιοι με πολύ χαμηλή βαθμολογία, η ΕΒΕ θα λειτουργεί ως «κόφτης» ακόμα και αν ο μέσος όρος των βαθμολογιών των υποψηφίων είναι υψηλός.
Είναι βέβαιο πως αυτό το γεγονός θα επιφέρει μια σειρά από αρνητικές συνέπειες και επιφυλάσσει καταστροφικά αποτελέσματα για τους υποψήφιους αλλά και τα πανεπιστήμια, ενώ ουσιαστικά ναρκοθετεί τις αναπτυξιακές ανάγκες της χώρας.
Με τη θεσμοθέτηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγήςαναμένεται ότι φέτος θα μείνουν εκτός ΑΕΙ 20.000 έως 30.000 υποψήφιοι σε σχέση με τη περσινή χρονιά, καθώς και ότι θα δημιουργηθούν χιλιάδες κενές θέσεις κυρίως σε περιφερειακά ΑΕΙ, τα οποία αναμένεται να βρεθούν σε διοικητικό και οικονομικό αδιέξοδο.
Η κυβερνητική πολιτική, περιορίζοντας τον αριθμό των εισακτέων στα δημόσια πανεπιστήμια, αναμφίβολα θα επιφέρει σημαντική αύξηση της πελατείας των πάσης φύσης ιδιωτικών κολλεγίων, για όσους μπορούν να ανταποκριθούν στα δίδακτρα, αλλά ταυτόχρονα και ραγδαία αύξηση των μορφωτικών ανισοτήτων. Φαίνεται, δηλαδή,ότι όποιος έχει να πληρώσει δεν περιορίζεται από την ταξική, εν τέλει, ΕΒΕ.
Επιπλέον να σημειώσουμε ότι οι προβλεπόμενοι κοινοί συντελεστές της ΕΒΕ για υποψηφίους από ΓΕΛ και ΕΠΑΛ θα οδηγήσουν στον αποκλεισμό των πιο αδύναμων.Η θεσμοθέτησηδε κοινής βάσης ανάμεσα σε υποψηφίους από ημερήσια και εσπερινά Λύκεια (ΓΕΛ και ΕΠΑΛ αντίστοιχα) θα αποκλείσει στην πράξη από τα ΑΕΙ τους αποφοίτους των εσπερινών,οι οποίοι συνήθως εργάζονταν παράλληλα με τις σπουδές τους.
Η καθιέρωση της βάσης για την εισαγωγή στα ΑΕΙ, εκτός της μείωσης των θέσεων σε αυτά και της αύξησης της πελατείας των ιδιωτικών κολλεγίων, θα έχει και άλλες καταλυτικές αρνητικές επιπτώσεις και παρενέργειες, όπως:
- αύξηση της «πελατείας» στα κάθε είδους φροντιστήρια, με αποτέλεσμα να καταστεί ακόμη πιο δυσβάσταχτο το οικονομικό βάρος των οικονομικά ασθενέστερων οικογενειών της ελληνικής κοινωνίας για την εκπαίδευση των παιδιών τους,
- προσφυγή νέων για φοίτηση σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, με αποτέλεσμα να ενισχύεται η εξωτερική φοιτητική μετανάστευση, με όλα τα δυσάρεστα επακόλουθα, κοινωνικά, πολιτισμικά και οικονομικά,συμβάλλονταςσημαντικά στο brain-drain,
- άμεσος κίνδυνος να οδηγηθούν σε κλείσιμο αρκετές σχολές, που θα έχουν ελάχιστους πλέον εισακτέους,
- δημιουργία περαιτέρωστρεβλώσεων στο ίδιο το εξεταστικό σύστημα (π.χ. επιλογή πολύ εύκολων θεμάτων για να μειωθεί η κοινωνική αντίδραση ή μεταφορά θέσεων από κεντρικά ΑΕΙ σε περιφερειακά),
- ακόμα μεγαλύτερη αλλοίωση, σε συνδυασμό και με την καθιέρωση της τράπεζας θεμάτων, του όποιου μορφωτικού ρόλου έχει απομείνει στο λύκειο.
Είναι προφανές ότι το μέτρο αυτό έχει ταξικά χαρακτηριστικά, ενισχύει τους ταξικούς φραγμούς στη μόρφωση, καθώς είναι βέβαιο ότι θα πλήξει κυρίως τις ασθενέστερες τάξεις. Κινείται στην κατεύθυνση της μείωσης των δαπανών για την παιδεία, αφού οδηγεί σε κλείσιμο πολλές σχολές, και στην κατεύθυνση του περιορισμού των διεξόδων για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, παρά την αντίθετη, καθολική απαίτηση για τη διεύρυνσή της.
Είναι σημαντικό να επισημάνουμεότι,παρά τη ρητορική που συστηματικά καλλιεργείται από τα περισσότερα μέσα μαζικής επικοινωνίας για υποψηφίους που εισάγονται με «λευκή κόλλα», μας λείπουν οι έρευνες που θα έδειχναν τόσο την έκταση του φαινομένου όσο και τη συσχέτιση ανάμεσα στις επιδόσεις των υποψηφίων και την περαιτέρω ακαδημαϊκή τους πορεία. Να σημειώσουμε ακόμα ότι όλοι οι υποψήφιοι για να συμμετάσχουν στις πανελλαδικές εξετάσεις έχουν αποκτήσει απολυτήριο λυκείου, άρα έχουν ένα απαραίτητο επίπεδο γνώσεων που απαιτείται για τη συνέχιση των σπουδών τους.Επίσης είναι σε όλους γνωστό ότι οι βαθμοί κάθε εξεταστικής περιόδου, άρα και το επίπεδο των βάσεων εισαγωγής στις σχολές, εξαρτώνται και από τη δυσκολία των θεμάτων που κάθε χρονιά επιλέγονται.
Έχουν δοκιμαστεί πολλές παραλλαγές στο εξεταστικό σύστημα από τις ηγεσίες του Υπουργείου Παιδείας πριν το 2015. Όλες απέτυχαν, γιατί δεν συνδυάστηκαν με ουσιαστικές αλλαγές σε όλη τη δομή του εκπαιδευτικού συστήματος και κυρίως του λυκείου, αλλά και στις δομές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Δυστυχώς, οι θετικές αλλαγές που προωθήθηκαν το 2018-19 καταργήθηκαν από την τωρινή ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας χωρίς να εφαρμοστούν ούτε μια φορά! Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται το νέο πρόγραμμα σπουδών για την τρίτητάξη Γενικού Λυκείου,η καθιέρωση «πράσινων» σχολών με πρόσβαση μόνο με το απολυτήριο ΓΕΛ και η καθιέρωση των διετών επαγγελματικών σχολών εντός των ΑΕΙ για τους αποφοίτους των ΕΠΑΛ.
Το αίτημα όμως της διεύρυνσης της πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, η οποία δεν πρέπει να αποτελεί προνόμιο των λίγων, έρχεται από πολύ παλιά και απαντά στην αγωνία της ελληνικής κοινωνίας για ένα καλύτερο μέλλον για τους νέους και τις νέες.
Νομίζουμε πωςείναι ώριμο να προχωρήσουν βαθιές τομές στη δομή και στο περιεχόμενο της δημόσιας εκπαίδευσης αλλά και στις διδακτικές πρακτικές με έμφαση στο λύκειο, αναγνωρίζοντας τη σημερινή παθογένεια και την ακύρωση του ρόλου του. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμά του πρέπει να στοχεύει στη διαμόρφωση των χαρακτηριστικών του δημοκρατικού αυριανού πολίτη.
Στο πλαίσιο αυτό, αντί τηςδημιουργίας σκληρών εξεταστικών συστημάτων σε όλα τα επίπεδα που προωθεί η σημερινή κυβέρνηση, είναι ανάγκη να προωθηθεί η αναβάθμιση του μορφωτικού ρόλου του λυκείου και η ένταξη όλων των τύπων του στην υποχρεωτική εκπαίδευση, ώστε να αποκτήσει, όσο είναι εφικτό, την αυτοτέλειά του και το απολυτήριο να ανακτήσει το κύρος του.
Όσον αφορά την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση,θα πρέπει να ληφθούν μέτρα ώστε να οδηγηθούμε σταδιακά σε ένα σύστημα πρόσβασης με βάση το απολυτήριο λυκείου. Απαραίτητοι όροιγια να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, εκτός των παραπάνω,είναι η καθιέρωση διαδικασιών ενδυνάμωσης της αξιοπιστίας του απολυτηρίου, καθώς και η παραπέρα ενίσχυση και αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσηςκαι κατάρτισης και των διεξόδων της.