Ο Τζον ΜακΆφι, ο 75χρονος δημιουργός του ομώνυμου antivirus λογισμικού, που βρέθηκε νεκρός την Τετάρτη στο κελί του, σε φυλακή της Καταλονίας, έζησε μία έντονη ζωή.
Τα τελευταία χρόνια υπήρξε οπαδός της αγοράς κρυπτονομισμάτων, συμμετείχε, χωρίς επιτυχία, στην «κούρσα» για την εκλογή προέδρου στις ΗΠΑ, είχε αρκετά μπλεξίματα με το νόμο και πίστευε σε ακραίες θεωρίες συνωμοσίας.
Ο επιχειρηματίας βρέθηκε νεκρός στο κελί του, μερικές ώρες αφότου το Εθνικό Δικαστήριο της Ισπανίας άναψε το πράσινο φως για την έκδοσή του στις ΗΠΑ, για πολλαπλές κατηγορίες φορολογικής απάτης. Βρέθηκε από το προσωπικό ασφαλείας στη φυλακή Brians 2 στη βορειοανατολική Ισπανία, σύμφωνα με εκπρόσωπο του Ανώτατου Δικαστηρίου της Καταλονίας.
Ο Τζον ΜακΆφι είχε τεθεί υπό κράτηση στην Ισπανία από τον περασμένο Οκτώβριο με αφορμή την απαγγελία κατηγοριών εναντίον του στις ΗΠΑ τον Ιούνιο του 2020, καθώς δεν υπέβαλε τέσσερα έτη φορολογικές δηλώσεις και απέκρυπτε περιουσιακά στοιχεία.
Στη συνέχεια, τον Μάρτιο, κατηγορήθηκε για απάτη και ξέπλυμα χρήματος, μέσω της χρήσης των μέσων κοινωνική δικτύωσης για την προώθηση των κρυπτονομισμάτων. Με τις κινήσεις αυτές, σύμφωνα με τους εισαγγελείς, εξασφάλισε παράνομα κέρδη ύψους 13 εκατ. δολαρίων για τον ίδιο και έναν συνεργάτη του.
Ο Nishay Sanan, δικηγόρος του ΜακΆφι ισχυρίστηκε ότι η αμερικανική κυβέρνηση είχε βάλει στο στόχαστρο τον κατηγορούμενο.
«Ο Τζον έζησε τη ζωή του με τον τρόπο που θεώρησε κατάλληλο», είπε ο Sanan. «Στο τέλος, αυτό είναι που έχει σημασία. Δεν χρειάζεται να συμφωνήσετε με τον τρόπο του – δεν τον ενδιέφερε».
Πρωτοπόρος της τεχνολογίας antivirus
Ο ΜακΆφι ήταν πρωτοπόρος στον κλάδο της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο. Ίδρυσε την McAfee Corp το 1987 στη Σάντα Κλάρα της Καλιφόρνια και ηγήθηκε της εταιρείας κατά την περίοδο που αυτή κυριαρχούσε στην αγορά προστασίας των προσωπικών υπολογιστών από ιούς.
Οι μισές από τις 100 εταιρείες του Fortune χρησιμοποιούσαν το λογισμικό της κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Παραιτήθηκε από την θέση του το 1994. Δεκαετίες αργότερα είπε στην South China Morning Post ότι η διοίκηση της εταιρείας δεν ήταν πλέον διασκεδαστική, καθώς εξελίχθηκε σε μια τεράστια επιχείρηση με χιλιάδες υπαλλήλους.
Η Intel εξαγόρασε την εταιρεία το 2010 και αργότερα μετονόμασε όλα τα προϊόντα McAfee σε Intel Security. Αφού αφαιρέθηκε το όνομά του, ο ΜακΆφι δήλωσε στο BBC, «Είμαι τώρα ευγνώμων στην Intel που με απάλλαξε από αυτήν την τρομερή συσχέτιση μου με το χειρότερο λογισμικό στον πλανήτη».
Ο ίδιος μετεγκαταστάθηκε στο Μπελίζ το 2008, αφού η περιουσία ύψους 100 εκατομμυρίων δολαρίων που διέθετε, μειώθηκε σε 4 εκατομμύρια δολάρια μετά από μια σειρά αποτυχημένων επενδύσεων σε ακίνητα και ομόλογα.
Τα μπλεξίματα με το νόμο
Εκεί είχε μια από τις μεγαλύτερες συγκρούσεις του με τις αρχές το 2012, μετά τη δολοφονία ενός γείτονα του, του 52χρονου εργολάβου Γκρέγκορι Φολ. Το σπίτι του επιχειρηματία στο νησί Ambergris Caye ερευνήθηκε μετά τον πυροβολισμό του Φολ και η αστυνομία ζήτησε να τον ανακρίνει στο πλαίσιο της έρευνας για τη δολοφονία.
Ο Τζον ΜακΆφι, ζήτησε άσυλο στη Γουατεμάλα το 2012. Στράφηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σε δημόσιες συνεντεύξεις για να σώσει τη φήμη του, στέλνοντας ανακοινώσεις στο περιοδικό Wired. Παράλληλα επέτρεψε σε δύο δημοσιογράφους από το περιοδικό Vice να τον συνοδεύσουν και δημοσίευε μηνύματα στον δικό του ιστότοπο. Συζήτησε πώς ξεγλίστρησε από την αστυνομία αλλάζοντας την εμφάνισή του.
Απελάθηκε από τη Γουατεμάλα και έφτασε στο Μαϊάμι τον Δεκέμβριο του 2012. Σε μια συνέντευξη στο Bloomberg News την ημέρα της αναχώρησής του, ο ΜακΆφι, 67 ετών τότε, είπε ότι αναγκάστηκε να φύγει από το Μπελίζ, αλλά «ήταν απόλυτα ευχαριστημένος με την απόφαση». Ζήτησε συγγνώμη από τον τότε πρόεδρο της Γουατεμάλας που τον έβαλε σε «δύσκολη θέση». Αργότερα ένας δικαστής της Φλόριντα του ζήτησε να πληρώσει περισσότερα από 25 εκατομμύρια δολάρια στο κτήμα του Φολ.
Η κούρσα για την προεδρία των ΗΠΑ και το Bitcoin
Το 2016, ανακοίνωσε την υποψηφιότητα του στην κούρσα για την εκλογή προέδρου των ΗΠΑ με τους Φιλελεύθερους, με την εκστρατεία του να επικεντρώνεται στην προτροπή της κυβέρνησης να δημιουργήσει μια στρατηγική κυβερνοασφάλειας. Ωστόσο, το πράσινο φως από το κόμμα κέρδισε τελικά ο πρώην κυβερνήτης του Νέου Μεξικού, Gary Johnson.
Το 2017, ο Τζον ΜακΆφι ασχολήθηκε με το Bitcoin ως CEO της MGT Capital Investments. Είχε υποσχεθεί να μετατρέψει την πρώην εταιρεία βιντεοπαιχνιδιών σε μια κερδοφόρα εταιρεία ασφάλειας στον κυβερνοχώρο ενισχύοντας τις δραστηριότητες της στην εξόρυξη Bitcoin. Παραιτήθηκε αργότερα εκείνο το έτος για να γίνει διευθύνων σύμβουλος μιας εταιρείας κρυπτονομισμάτων, της Luxcore.
Μέρος της επιχείρησης κρυπτονομισμάτων περιλάμβανε την χρέωση άνω των 105.000 δολαρίων ανά tweet για την προώθηση αρχικών προσφορών νομισμάτων. Ο ίδιος είπε αργότερα στους ακολούθους του στο Twitter ότι αναγκάστηκε να «σταματήσει τη δραστηριότητα» στα social media όταν δέχθηκε ακαθόριστες «απειλές» από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ.
Το μήνυμα από τη φυλακή
Κατά την περίοδο 2014 έως 2018, ο επιχειρηματίας δεν υπέβαλε φορολογικές δηλώσεις στις ΗΠΑ, σύμφωνα με το κατηγορητήριο. Αφού ξέφυγε από την επιβολή του νόμου, συνελήφθη και κρατήθηκε τον περασμένο Οκτώβριο στην Ισπανία. Από τη φυλακή, χρησιμοποιούσε το Twitter για να συνεχίσει να προωθεί κρυπτονομίσματα, αλλά και να μοιραστεί την εμπειρία του. Τον Απρίλιο, έγραψε στο Twitter: «αυτή ήταν η πιο δύσκολη περίοδος στη ζωή μου». Βρισκόταν ήδη στην φυλακή της Καταλονίας για έξι μήνες.
Τον Νοέμβριο του 2019, ο ΜακΆφι έδειξε μέσω Twitter το τελευταίο τατουάζ που έκανε στο δικέφαλο και έγραφε «$WHACKD». Σε ένα σχετικό tweet, έγραψε: «Λαμβάνοντας διακριτικά μηνύματα από αξιωματούχους των ΗΠΑ που εννοούσαν, στην πραγματικότητα: «Ερχόμαστε για εσένα ΜακΆφι! Θα σε αυτοκτονήσουμε». Έκανα σήμερα ένα τατουάζ για κάθε περίπτωση. Αν αυτοκτονήσω, δεν το έκανα. Ελέγξτε το δεξί μου χέρι».
Η ισπανική εφημερίδα La Vanguardia ανέφερε ότι ο ΜακΆφι φάνηκε να αυτοκτόνησε, επικαλούμενη τη σχετική δήλωση του περιφερειακού υπουργείου Δικαιοσύνης της Καταλονίας, όπου κρατούνταν.
«Μερικές φορές η ιδιοφυΐα και η τρέλα είναι πολύ κοντά και φαίνεται ότι δυστυχώς έπεσε θύμα των δαιμόνων του», δήλωσε ο Doug Clinton, διευθύνων σύμβουλος της Loup Ventures.