Ο ακριβής πληθυσμός της Αθήνας την περίοδο της τουρκοκρατίας είναι σταυρόλεξο για δυνατούς λύτες… Επίσημες απογραφές δεν γίνονται. Οι Οθωμανοί ουδόλως ενδιαφέρονται για καταγραφή γεννήσεων και θανάτων, ώστε να κρατούν κιτάπια, και οι σχετικές, όποιες, καταχωρήσεις των Ελλήνων της πόλης έχουν περάσει ήδη, από τις πρώτες κιόλας δεκαετίες της τυραννίας, από 40 κύματα (διενέξεις, πυρκαγιές, λιμούς, εγκαταλείψεις κ.α.), οπότε θα ήταν μάλλον απίθανο να διασωθούν.
Πηγές πληροφοριών περί τον αστικό πληθυσμό αποτελούν κυρίως οι εκτιμήσεις ντόπιων χρονικογράφων, τις οποίες αποτυπώνουν σε δημοσιοποιημένες αναφορές τους ή σε ημερολόγια, που διασώθηκαν από τους απογόνους τους, και οι καταγραφές των ξένων περιηγητών.
Το μόνο σίγουρο είναι πως στην Αθήνα οι Έλληνες είναι πολλοί περισσότεροι των Τούρκων και μάλλον αποτελούν τα 3/4 του συνολικού πληθυσμού της πόλης. Ο δε Γάλλος διπλωμάτης Λουί Ντεγιέ (Louis Desahyes) , ο οποίος βρίσκεται εδώ το 1625, δεν αναφέρει καν τουρκικό πληθυσμό. Πάντως, για την πόλη την περίοδο της αλώσεως ουδεμία πληροφορία σώζεται. Τα πρώτα στοιχεία χρονολογούνται τον 16ο αι. Ο Γερμανός Ελληνοδίφης Μαρτίνος Κρούσιος (Martin Crusius) κάνει λόγο για 6.000 κατοίκους της Αθήνας, σε αντίθεση με τον νομικό και φιλόλογο, αξιωματούχο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, Θεοδόση Ζυγομαλά, ο οποίος τους υπολογίζει σε 1.000 και τον λόγιο Σίμωνα Καβάσιλα, που «μετράει» «12.000 άνδρες».
Από την άλλη, το χρονικό του Οξωνίου αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια τριετούς λιμού (1554-1556) έχουν πεθάνει 10.000 κάτοικοι, αριθμός ο οποίος εκτιμάται ότι εκ παραδρομής αλλοιώθηκε με την προσθήκη ενός μηδενικού και ότι στην πραγματικότητα, οι νεκροί από τον λιμό ήσαν 1.000. Αλλά και πάλι, το περίφημο λίθινο χρονικό (πληροφορία χαραγμένη σε μάρμαρο) κάνει λόγο για χιλιάδες νεκρούς από τον λιμό του 1555. Τον 17ο αι., πάντως, ο Γάλλος ιστοριογράφος της Bασιλικής Aκαδημίας Zωγραφικής Αντρέ Ζορζ Γκιγιέ (André Georges Guillet) σημειώνει ότι η Αθήνα κατοικείται από 15-16.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι 1.000-1.200 Τούρκοι. Προσθέτει ότι είναι η πολυπληθέστερη πόλη της Ελλάδας και πως στα χωριά η αναλογία Ελλήνων και Τούρκων είναι 400 προς έναν. Ο Γκιγιέ μάλιστα απαντά και σ΄ εκείνους, που υποστηρίζουν ότι η Αθήνα είναι πόλη με μικρό πληθυσμό: «Ως προς τον αριθμό των κατοίκων εθαύμασα αναγνούς πολλάκις, ότι αι Αθήναι ήσαν έρημοι. Βεβαιότατα οι ταύτα γράφοντες περιηγηταί μόλις ελθόντες εις την πόλιν εξήλθον· ίσως αφίκοντο κατά βροχεράν ημέραν, ότε ουδείς ευρίσκετο εις την οδόν, ή μάλλον εν καιρώ επιδημίας, καθ΄ ην οι κάτοικοι κατέφευγον εις τα εξοχικάς οικίας των».
Παραθέτοντας διάφορες εκτιμήσεις περί τον πληθυσμό της πόλης, ο ακαδημαϊκός Δημήτρης Καμπούρογλου (Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ) καταλήγει ότι οι κάτοικοι των Αθηνών στα τέλη του 16ου αι. θα πρέπει να είναι περί τους 20.000 εκ των οποίων 3.500 Τούρκοι, 500 μαύροι, αθίγγανοι και φράγκοι και 16.000 Έλληνες. Τα δε σπιτικά εκτιμώνται σε 2.500, αν υπολογίσει κανείς το λιγότερο 8 μέλη στο καθένα, σε περίοδο, κατά την οποία τα παιδιά, ακόμη και νυμφευμένα, περιβάλλουν τον πατριάρχη.
Ωστόσο, κατά το δεύτερο έτος της Επαναστάσεως, το 1822, οι Έλληνες κάτοικοι της Αθήνας είναι σχεδόν σίγουρο ότι έχουν μειωθεί στους 10.000, σύμφωνα με επίσημο σημείωμα ιερέων των συνοικιών της πόλης, το οποίο «φιλοξενεί» στο έργο του «ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ» ο ιστορικός μελετητής, διατελέσας και πρύτανης του πανεπιστημίου Αθηνών, Σπυρίδων Λάμπρου.
Η συρρίκνωση του πληθυσμού της πόλης ερμηνεύεται ως εκ των λιμών και του πολέμου, που είχαν αποτέλεσμα την εξόντωση αρκετών χιλιάδων ανθρώπων. Έπειτα, λίγο πριν και μετά την έκρηξη της Επανάστασης, αρκετές αθηναϊκές οικογένειες μετανάστευσαν στο εξωτερικό, ώστε μακριά από τον ασφυκτικό οθωμανικό ζυγό να προετοιμαστούν για τον αγώνα προς τη λευτεριά.
Όσο για τη φυσική κατάσταση των Αθηναίων, οι ξένοι περιηγητές την εξαίρουν, αποδίδοντάς την τόσο στο θαυμάσιο νερό και τους ζωογόνους ανέμους, που πνέουν από τους λόφους που περιβάλλουν την πόλη, όσο και στο μέλι που καταναλώνουν, το οποίο -όπως αναφέρει ο Γκιγιέ- «είναι δε ενταύθα εξαίρετον».
«ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΚΑΙ ΠΟΝΤΙΚΙΑ» – Η ΑΙΩΝΙΑ ΔΙΑΣΤΡΩΜΑΤΩΣΗ
Κεφαλάδες, οικοκυραίοι, παζαρίτες, ξωτάρηδες… Σαν ξένες λέξεις φαντάζουν, αλλά είναι ελληνικές και δεν αποδίδουν τίποτε περισσότερο από μία αδιαπραγμάτευτη κοινωνική συνθήκη σε όλες τις εποχές, σε όλους τους τόπους. Για την ακρίβεια αποτυπώνουν σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο τη μία και μόνη από καταβολής κόσμου ανεπηρέαστη συνθήκη. Είναι η διαστρωμάτωση του πληθυσμού της Αθήνας, τους αιώνες της οθωμανικής κατοχής. Όπως μάλιστα σκωπτικά αναφέρει ο Καμπούρογλου, «τα παλαιά γένη, τα πλείστα των οποίων από της βυζαντινής ακμής είχον την καταγωγήν, διεκρίνοντο δια τε της ενδυμασίας και της κομώσεως, τινα δε και δια του δικεφάλου αετού, ον έθετον επί του τάφου αυτών, ουχί δε και εις το υπέρθυρον ή τα ενδύματά των ή όπου αλλαχού συνειθίζεται, ωσεί ήθελον να δηλώσωσιν ότι η ελληνική πραγματική ευγένεια κείτεται εις τον τάφον…».
Στην Αθήνα, λοιπόν, του οθωμανικού ζυγού, όπως σε κάθε χριστιανική επαρχία και κοινότητα, υπάρχει διπλή διοίκηση, η ελληνική/χριστιανική, που προκύπτει δια ετήσιας ψηφοφορίας (κάθε Μάρτιο) και εποπτεύεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η τουρκική, που διορίζεται από την Υψηλή Πύλη. Το χριστιανικό σκέλος της διοίκησης καλύπτουν πάντα οι δημογέροντες. Αλλά, ασφαλώς, τον κύριο κορμό του πληθυσμού αποτελούν οι «χαμηλής υποστάθμης»… Ειδικότερα, οι κοινωνικές τάξεις στην Αθήνα (και όχι μόνον) την εποχή του τουρκοκρατίας κατά πυραμιδωτή διαβάθμιση είναι:
Οι Κεφαλατικεύοντες (κατά τους Βυζαντινούς) ή Κεφαλάδες ή Κοτσάμπασι (κατά τους Οθωμανούς) ή Άρχοντες ή Προύχοντες. Είναι δώδεκα μεγάλες οικογένειες (κατά τα στοιχεία του Αλ. Γέροντα). Ανεπάγγελτοι, κτηματίες. Αποτελούν το φυτώριο από το οποίο προκύπτουν οι δημογέροντες. Τα κτήματά τους καλλιεργούν άλλοι, όπως επίσης και τα καταστήματά τους νοικιάζονται από άλλους. Ο πανεπιστημιακός Βασίλειος Σφυρόερας περιγράφει: «οι εκλεγόμενοι δημογέροντες ανήκαν κατά κανόνα εις ανωτέραν κοινωνικήν τάξιν ή επελέγοντο μεταξύ των ευφυεστέρων και εγγραμμάτων. Συνήθως ούτοι λόγω του πλούτου των δεν εξήσκουν βιοποτιστικόν επάγγελμα και είχον όλον τον απαιτούμενον χρόνον δια την διοίκησιν των κοινών…». Οι άρχοντες μόνον εισπράττουν. Κάποιοι από αυτούς ταξιδεύουν στο εξωτερικό και φέρνουν στην Ελλάδα εμπορεύματα. Προσφωνούνται, δε, «σιορ και σιόρα». Σχεδόν εθιμικώ δικαίω, οι δευτερότοκοι (οι πρωτότοκοι προορίζονται για δημογέροντες) γίνονται κληρικοί.
Οι γνωστότεροι εκ των αρχόντων των Αθηνών, όπως καταγράφονται σε σχετική λίστα του Γκιγιέ, είναι αυτή την εποχή οι Καπετανάκηδες, οι Μπενιζέλοι, οι Χαλκοκονδύληδες, οι Καβαλάρηδες και οι Παλαιολόγοι.
Οι Οικοκυραίοι ή νοικοκυραίοι αποτελούν τη δεύτερη κοινωνική τάξη. Είναι κτηματίες, που καλλιεργούν -συχνά οι ίδιοι- τα κτήματά τους και ζουν από αυτά. Είναι κατά κανόνα ευκατάστατοι και γίνονται κληρικοί ή δάσκαλοι. Προσφωνούνται «κυρ και κυρά». Ωστόσο, χρονικογράφοι της εποχής τους περιγράφουν ως «αντιπροσωπευτικά δείγματα της φυλής». Αποταμιεύουν, είναι φρόνιμοι, αλλά οπισθοδρομικοί. «Μικρής διανοητικής αναπτύξεως, πονηρότατοι, έχοντες πάντα τα ελαττώματα και προτερήματα της φυλής» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Καμπούρογλου. Οι περισσότεροι έχουν ρίζες από την Ήπειρο και τη Μακεδονία. Σε αυτήν την τάξη «ξεπέφτουν» κάποιοι άρχοντες, που πτωχεύουν, ή εντάσσονται κάποιοι ύστερα από γάμο εκ θηλυγονίας στις αρχοντικές οικογένειες. Οι νοικοκυραίοι φέρουν συνήθως στα επώνυμά τους την κατάληξη -άκης/άτσης ή ειρωνικά -άκιας/άτσιας (Μπενιζελάτσιας, Καπετανάτσιας κ.λ.π.)
Οι Παζαρίτες δεν διαφέρουν διακριτά από τους νοικυραίους. Θα έλεγε κανείς πως η όποια διαφορά τους συνίσταται στο επάγγελμά τους. Είναι έμποροι υφασμάτων, δερμάτων, γουναρικών, λαδιού, μελιού κ.λ.π., τεχνίτες, εργάτες. Τους προσφωνούν «μαστρο και μαστόρισσα». Είναι η πραγματική δύναμη της πόλης. Η ραχοκοκαλιά της οικονομίας της. Διαιρούνται σε συντεχνίες και εκλέγουν -κυρίως αυτοί- τους δημογέροντες.
Οι Ξωτάρηδες είναι η τελευταία κοινωνική τάξη στις ελληνικές πόλεις επί οθωμανικού ζυγού. Είναι αυτοί που καλλιεργούν και φροντίζουν γη, κήπους και υποστατικά στα προάστια της Αθήνας, όπου κατοικούν. Μερικοί έχουν αποκτήσει περιουσία και η γνώμη τους «μετράει» σε κάποιες αποφάσεις της πολιτείας. Τους αποκαλούν «κουμπάρους και κολλίγους».
Οι Χωριάτες, οι κάτοικοι των χωριών της Αττικής δεν αποτελούν κοινωνική τάξη, επειδή δεν τους… ταιριάζει ούτε αυτό… «Κατωτέρας τάξεως όντα, ως τι μεταξύ ζώων και ανθρώπων» (!) παρατηρεί ξένος περιηγητής.
Ο ΕΥΦΑΝΤΑΝΤΑΣΤΟΣ ΦΟΡΟΣ ΤΩΝ ΟΔΟΝΤΩΝ…
Τα καθήκοντα των δημογερόντων, πάντως, φαίνονται πολυπληθή. Αυτοί διαχειρίζονται την περιουσία της κοινότητας, δικάζουν και επιλύουν τις διαφορές μεταξύ χριστιανών, συμβιβάζουν τις διενέξεις μεταξύ χριστιανών και μωαμεθανών και γενικώς επιτηρούν τη χρηστή λειτουργία της κοινότητας, για την οποία λογοδοτούν στον εκάστοτε Οθωμανό τοποτηρητή (βοεβόδα). Είναι δε αυτοί που συγκεντρώνουν τη «δεκάτη» (13% -και όχι 10%-επί της αγροτικής παραγωγής, αλλά και επί όλων των παραγομένων από βιοτεχνική δραστηριότητα) και τον κεφαλικό φόρο, το «χαράτσι» ή «χαράτζι» ή «χαράκι» και τους αποδίδουν στον βοεβόδα. Το «χαράτσι» ορίζεται σε δύο σκούδα κατ΄ έτος και αφορά μόνον τον ανδρικό πληθυσμό. Δείγμα «ομολογητικού γράμματος αναγόμενου στην καταβολή του κεφαλικού φόρου» σώζεται στο αρχείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος:
«1663 εν μηνί Νοεμβρίου 15
Την σήμερον ομολογούμεν και μαρτυρούμεν ημείς οι γέροντες του μαχαλατακίου… πως ετεριάσαμε με το Γεωργάκη Σταματάκη δια το χαράκι του υιού του του απεθαμένου, του αστραποκαϋμένου και μας έδωσε γρόσι ένα και πλέον από την σήμερον να μην του γυρεύωμεν τίποτες, και ούτως να είναι ελεύθερος εις αεί…
Την περί τούτου δήλωσιν υπογράφομεν κάτωθεν εις σφάλειαν…».
Στους δημογέροντες ανήκει και η υποχρέωση είσπραξης των αποζημιώσεων εγκληματικών πράξεων που τελούνται στην περιφέρεια της δικαιοδοσίας τους, αλλά και των έκτακτων και καταναγκαστικών εισφορών, που επιβάλλονται από Οθωμανούς αξιωματούχους, εισφορές οι οποίες δεν είναι και λίγες. Ο υπόδουλος πληθυσμός εκτός από το χαράτσι καταβάλλει φόρο για πολλά και διάφορα. Για το αλάτι, για το νερό, για την εστία (εκάστη καπνοδόχην) υπέρ του πολεμικού ναυτικού (Αβαλίς), επί Μοροζίνι δε και για τον καπνό.
Μνημείο ύψιστης απληστίας των τυράννων αποτελεί ο περίφημος «φόρος των οδόντων» (diş parası), στην καταβολή του οποίου υποχρεούται ο νοικοκύρης, που θα φιλέψει έναν Τούρκο! Δηλαδή, αν κάποιος Τούρκος καταδεχτεί (!) να καθίσει στο τραπέζι ενός Χριστιανού, πρέπει και να αποζημιωθεί, για τον κόπο που κατέβαλαν τα δόντια του μασώντας!!!
Σύμφωνα, πάντως, με τον Γκιγιέ, οι δημόσιες πρόσοδοι ανέρχονται συνολικά σε 7 με 8 χιλιάδες γρόσια κατ΄ έτος.
Αλλά το «ρουσφέτι»( rüşvet = δωροδοκία) είναι λέξη τουρκική και στην καταπονημένη Ελλάδα της οθωμανικής κατοχής, που η φορολογία αποτελεί τον μεγαλύτερο και επικινδυνότερο πονοκέφαλο του υπόδουλου πληθυσμού, οι έχοντες και κατέχοντες φροντίζουν να χρυσώνουν τους κατακτητές, κρατώντας τους τουλάχιστον σε απόσταση από την τσέπη τους… Αντίθετα, οι μη έχοντες και κατέχοντες εξακολουθούν να στύβονται.
Κάθε πολίτης, πάντως, προσπαθεί να γλυτώσει ό,τι μπορεί από το μακρύ χέρι του Οθωμανού. Κυρίως, όμως, από το κτηνώδες παιδομάζωμα, που αποτελεί «φόρο στρατολογίας», αλλά και εκβιαστικό μέσο υφαρπαγής χρήματος. Ο ραγιάς που έχει να εξαγοράσει την ελευθερία του παιδιού του, την εξαγοράζει. Ο μη έχων, βλέπει να του το αρπάζουν. Αυτό το παιδί εξισλαμίζεται. Μεγαλώνει με τα οθωμανικά πρότυπα, γαλουχείται ως ένας παθιασμένος και δυνατός πολεμιστής και ενισχύει τον στρατό των γενιτσάρων λησμονώντας και γονείς και πατρίδα. Για τους Οθωμανούς, το παιδομάζωμα είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της επιτυχίας του στρατού. (Στο έργο του «Σπουδή στην Ιστορία» ο Βρετανός ιστορικός Arnold Joseph Toynbee, διαταλέσας στις αρχές του 20ου αι. καθηγητής Διεθνούς Ιστορίας στο London School of Economics, σημειώνει πως το παιδομάζωμα παρότι μη οθωμανική εφεύρεση (απαντάται και σε άλλες νομαδικές αυτοκρατορίες), λειτούργησε με απόλυτη επιτυχία και θεωρείται ως μία από τις βασικότερες αιτίες της οθωμανικής σφριγηλότητας).
Η πόλη των Αθηνών θεωρείται ότι απολαμβάνει το προνόμιο της αποχής από το παιδομάζωμα, καθώς μαρτυρίες των Καπουτσίνων μοναχών αναφέρουν πως δια του χρήματος μπορεί κανείς να σώσει το παιδί του. Αυτό, ωστόσο, δεν καθιστά την πόλη προνομιακή. Απλώς, καταδεικνύει την παντοδυναμία του χρήματος. Άλλωστε, το χρονικό της Οξφόρδης περιλαμβάνει στοιχεία για παιδομαζώματα από συγκεκριμένα αθηναϊκά σπίτια (αναφέρονται ονομαστικώς) κατά τα έτη 1547, 1549, 1553, 1557, 1560 και 1566.
Η ΠΑΛΛΟΜΕΝΗ ΦΛΕΒΑ ΤΟΥ ΖΥΓΟΥ…
Αλλά τόσο ο ασφυκτικός κλοιός της τυραννίας, του φόβου, της παράλογης φορολογίας, όσο ο αγώνας για επιβίωση και η κρυφή ελπίδα για λευτεριά, που φτάνουν πια για αιώνες να περνούν γονιδιακά από γενιά σε γενιά, φαίνεται πως διαμορφώνουν μια ράτσα ανθρώπων με ακραία χαρακτηριστικά, για τα οποία πλείστες όσες παραστατικές περιγραφές έχουν διασωθεί. Γενικώς, ουδείς άλλος πληθυσμός στην Ελλάδα δεν έτυχε τέτοιας λεπτομερούς και αντιφατικής περιγραφής από ξένους και Έλληνες περιηγητές και μελετητές όσο οι Αθηναίοι.
«Δύο φλέβαις ήσαν στην Αθήνα· η μία του διαβόλου και η άλλη του θεού» θα περιγράψει κάποτε στον Καμπούρογλου γέρων Αθηναίος τα χαρακτηριστικά των κατοίκων της πόλης. «Φιλύποπτοι, φιλοχρήματοι, μικρορραδιούργοι, κουτοπόνηροι, δεισιδαίμονες, προληπτικοί, φανατικοί, εκδικητικοί, δύσπιστοι, βωμολόχοι» αλλά και «φιλόπονοι, δραστήριοι, φιλότιμοι, φιλόξενοι, ευτράπελοι, φίλοι της μουσικής και του άσματος». Κάποιοι εκ των ξένων περιηγητών αποδίδουν την αντιφατική συμπεριφορά των Ελλήνων και ειδικώς των Αθηναίων στις ισορροπίες του τρόμου υπό τις οποίες προσπαθούν να επιβιώσουν κάτω από τον οθωμανικό ζυγό. Τόσο ο Άγγλος ιστορικός Ρίτσαρντ Τσάντλερ (Richard Chandler) όσο και ο Γάλλος γιατρός και αρχαιολόγος, Ζακόμπ Σπον (Jacob Spon) χαρακτηρίζουν τους Έλληνες ευπροσήγορους και φιλόξενους, πλην όμως εύκολους στον τρόμο ή την παρεκτροπή ακόμη και με ένα άγριο βλέμμα Τούρκου ή αντίστοιχα ντόπιου. «Αν και συνεσταλμένοι ένεκα της τυραννίας, είναι ταραχοποιοί και δεν είναι σπάνιαι αι μεταξύ αυτών έριδες, σκευωρίαι και κομματικοί διαπληκτισμοί, χάριν των οποίων καταντώσι πολλάκις εις ενεργείας προς βλάβην εαυτών» γράφει ο Τσάντλερ. Ο δε σπουδαίος Άγγλος ελληνιστής, ο αποκαλούμενος και «Αθηναίος», αρχιτέκτονας Τζέιμς Στιούαρτ (James Stuart) κάνει λόγο σχεδόν για «πολεμικό πεδίο», όταν στο καφενείο, συζητούνται «οι υποθέσεις της πολιτείας υπό αυτοσχεδίων πολιτικών ρητόρων»!
Σα να μην πέρασε μια μέρα…