Υπάρχει μια καταπληκτική σκηνή στο Ντέβιλ Γουέαρς Πράντα, στην οποία η βοηθός αποκαλεί ένα πουλόβερ «μπλε» και η Μέριλ Στριπ σε έναν αριστουργηματικό (και υποκριτικά) μονόλογο τής εξηγεί για κανα μισάωρο πόσο μεγάλη σημασία έχει να ξέρεις το σωστό τόνο του μπλε στη βιομηχανία της μοδας, καταλήγοντας στο εξαιρετικό «έχουν ξοδευτεί άπειρες ώρες δουλειάς και σκέψης για να δημιουργηθεί αυτό το χρώμα που εσύ αποκαλείς απλώς μπλε».
Είναι τόσο καλοπαιγμένο που δεν είσαι καν βέβαιος ότι δεν την τρολάρει.
Κι όμως, αν το καλοσκεφτείς, δίκιο είχε η Στρίπ-καρικατούρα Γουίντουρ, διότι πράγματι αφιερώθηκαν πολλές ώρες -και αφιερώνονται- ώστε να συνεχίσει να υπάρχει αυτή η βιομηχανία, δημιουργικά τουλάχιστον.
«Μην απαξιώνεις αυτό που κάνει τέχνη τη μόδα, που της δίνει δημιουργικό, αισθητικό, αλλά φυσικά και οικονομικό περιεχόμενο. Αλλιώς θα γίνουν όλα Ζάρα», της είπε με λίγα λόγια.
Θα πείτε τώρα, στα τέτοια μας για τις 300 αποχρώσεις του μπλε στη μόδα.
Ακριβώς.
Γι αυτό στα τέτοια μας κι όταν βλέπουμε έναν πίνακα του Πικάσο κι έναν του Μοντριάν να έχουν την ίδια μεταχείρηση με ύποπτο για διακίνηση μικροποσότητας στο ΑΤ Ομονοίας.
Είχα μια μακρινή θεία που στο σπίτι της είχε ένα σκίτσο του Πικάσο. Υπήρξε για ένα διάστημα μαθήτριά του.
Βιαστικό το σκίτσο, ασπρόμαυρο.
Τη ρώτησα κάποτε αν τα σκίτσα σαν αυτό, που δεν ήταν «από τα καλά» του Πικάσο, είχαν μεγάλη αξία.
Όλα τα σκίτσα του Πικάσο είναι από τα καλά του, μου απάντησε, ακόμη και μια γραμμή να τραβήξει κάπου κατά λάθος. Και είναι όλα καλά ακριβώς επειδή είναι του Πικάσο.
Τι ήθελε να μου πει η θεία;
Ήθελε να μου μεταδώσει τη σημασία του να είσαι ένας τόσο σπουδαίος ζωγράφος (ή ο τιδήποτε) και την αξια και το συμβολισμό που προσδίδει στα έργα σου το δικό σου καλλιτεχνικό εκτόπισμα.
Είναι ο σεβασμός που οφείλεις να δείχνεις στην Τέχνη, παρουσιάζοντάς την κάπου, φυλάσσοντάς την κάπου, θαυμάζοντάς την κάπου, μαθαίνοντας γι αυτήν -δεν χρειάζεται να είσαι ιστορικός τέχνης για να μάθεις πέντε πράγματα- γενικά πρέπει να τη σέβεσαι.
Γι αυτό και δεν έχει καμία σημασία αν ο Πικάσο που έπεσε χτες ήταν αυθεντικός, ή φωτοτυπία.
Το σημαντικό εδώ είναι η συνολικά απαξιωτική αντιμετώπιση απέναντι σε δύο τόσο σημαντικά έργα τέχνης.
Διότι ούτε αυτοί που το φυλάνε καταλαβαίνουν την αξία τους, ούτε αυτοί που τους εποπτεύουν.
Αυτό το κράτος φωνάζει «δεν δίνω δεκάρα για την Τέχνη».
Πως να την καταλάβει ο ιξ πολίτης, παιδί, νέος, ή ενήλικας;
Αυτό είδα εγώ βλέποντας το βίντεο.
Μια πλήρη άγνοια και απαξίωση για την Τέχνη εν συνόλω, μια βλαχοδημαρχίστικη, για να μην πω νοτιοαμερικάνικου τύπου επικοινωνιακή διαχείριση, προχειρότητα, αδιαφορία για το ίδιο το περιεχόμενο της θριαμβολογίας, κενό, κενό.
Επιφανειακότητα.
Τρομερή η αντίθεση:
Δύο εκπληκτικά έργα τέχνης, δύο μνημεία του παγκόσμιου πολιτισμού, δύο αντικείμενα από αυτά τα λίγα που μας προάγουν σαν είδος, στέκονταν αμήχανα, άτσαλα ακουμπισμένα κάπου, κακοφωτισμένα, μπροστά σε μια στρατιά πλήρως ακαλλιέργητων ανθρώπων.
Προκάλεσε πολύ γέλιο η σκηνή της πτώσης του Πικάσο και του αλλουνού που πήγε και τον άρπαξε, αμήχανος κι αυτός, απαίδευτος, κι εγώ γελούσα τρεις ώρες σα χαζή.
Έχει και συμβολισμό, όμως, αλλά και ουσία.
Στη δουλειά μου πέφτω σχετικά συχνά σε ειδήσεις για ανακτήσεις χαμένων/κλεμμένων έργων τέχνης. Στην Ιταλία γίνεται της τρελής, όλα τα ρέματα είναι μπαζωμένα με κλεμμένους πίνακες από μουσεία και εκκλησίες.
Στην φωτογραφία ο τρόπος που παρουσιάζεται ο ανακτημένος πίνακας στην αντίστοιχη συνέντευξη Τύπου.