Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έλεγε το 1993 ότι «0+0=14». Προσπαθούσε, τότε, να πείσει τους εργαζόμενους ότι εάν έπαιρναν μηδενική αύξηση μισθών στο πρώτο εξάμηνο και επίσης μηδενική στο δεύτερο, στο τέλος της χρονιάς θα είχαν πραγματικό κέρδος 14%.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, το 2021, λέει ότι «650 ευρώ + 13 ευρώ = 758 ευρώ».΄Η, άλλως, ότι το 2% ισούται με 16,6%. Για την ακρίβεια, το υπουργείο Εργασίας λέει πως η «συμβολική» αύξηση του 2% στον κατώτατο μισθό, ουσιαστικά θα αυξήσει τις πραγματικές αποδοχές των εργαζομένων όχι στα 663 ευρώ αλλά στα 758 ευρώ τον μήνα. Κατά τα μαθηματικά του υπουργείου Εργασίας η αύξηση των 108 ευρώ προκύπτει εάν συνυπολογιστεί στο «συμβολικό» 2% η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζομένων, ο αποπληθωριστής της διετίας της πανδημίας – όχι όμως και ο σημερινός πληθωρισμός -, κι εάν επίσης συμψηφιστούν ο 13ος και ο 14ος μισθός του ιδιωτικού τομέα και επιμεριστούν σε δωδεκάμηνη βάση.
Τα συμβατικά μαθηματικά λένε, λίγο πιο απλά, πως το +2% στον κατώτατο μισθό εξακολουθεί να ισούται με +0,52 ευρώ στο ημερομίσθιο. Και η αντιπολίτευση και τα συνδικάτα λένε πως ισούται με ένα κουλούρι (Θεσσαλονίκης) την ημέρα.
Είτε ως… κουλούρι, είτε ως μισό ευρώ ημερησίως, η αλήθεια πως η «συμβολική» αύξηση του 2% γειώνει βιαίως τις προεκλογικές δεσμεύσεις του ίδιου του πρωθυπουργού. Τότε, το 2019, ο Κυριάκος Μητσοτάκης υποσχόταν αύξησηαύξηση του κατώτατου μισθού σε ποσοστό διπλάσιο από την αύξηση του ΑΕΠ. Και εξηγούσε πως «αυτό σημαίνει ότι εάν η οικονομία αναπτυχθεί με 4%, σε έναν χρόνο ο κατώτατος μισθός θα φτάσει στα 700 ευρώ, και σε δύο χρόνια στα 750».
Το άλλοθι επ’ αυτής της γείωσης είναι προφανές, και ήταν αναμενόμενο: Η απρόβλεπτη και οξεία κρίση της πανδημίας.
Η έτερη αλήθεια όμως είναι πως η πανδημία, και τα δημοσιονομικά της απόνερα, δεν χτύπησαν μόνον την Ελλάδα αλλά και την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ενωση. Κι εκεί, 17 χώρες αύξησαν τον κατώτατο μισθό εν μέσω πανδημίας, ενώ 14 εξ αυτών προχώρησαν και σε διπλή αύξηση – τόσο το 2020 όσο και το 2021. Για το 2021, υψηλότερη ήταν η αύξηση του ωριαίου κατώτατου μισθού στη Λετονία (16,3%) και χαμηλότερη στη Γαλλία και στη Μάλτα (1%). Δύο, δε, από τις χώρες που δεν προχώρησαν σε νέα αύξηση, η Εσθονία και η Ισπανία, είχαν ήδη αυξήσει τον ωριαίο κατώτατο μισθό σε σχέση με το 2019 κατά 8,15% και 5,55%, αντίστοιχα.
Είναι επίσης αλήθεια ότι σε κάποιες από τις χώρες που αποφάσισαν μεγάλες ποσοστιαίες αυξήσεις, η ονομαστική αύξηση μπορεί να ισοδυναμεί μόλις με 1 ευρώ. Ενδεικτικά, η αύξηση στην Πολωνία είναι 7,7%, που όμως αντιστοιχεί σε μόλις 1,16 ευρώ. Η αύξηση 16,3% στη Λετονία αντιστοιχεί σε μόλις 0,41 ευρώ, και είναι προφανές ότι αυτό προκύπτει γιατί οι μισθοί στις πρώην ανατολικές χώρες είναι εξαιρετικά χαμηλοί.
Η έτερη όμως, και ίσως πιο κρίσιμη αλήθεια, είναι πως σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα παραμένει η μοναδική χώρα μεταξύ των 27 κρατών-μελών της Ε.Ε. που ο κατώτατος μισθός της σήμερα παραμένει σε χαμηλότερα επίπεδα (και δη κατά 12%) σε σχέση με εκείνα του 2010. Δηλαδή, η μεταβολή των μισθών σε όλη την Ευρώπη σε βάθος δεκαετίας είναι παντού θετική πλην της Ελλάδας – και τούτο ισχύει και για χώρες που επίσης πέρασαν μνημονιακή κρίση, όπως η Πορτογαλία.
Για την ιστορία, δε, η Ελλάδα δεν παραμένει απλώς στην δεύτερη ταχύτητα της Ε.Ε. σε ό,τι αφορά τις ελάχιστες αποδοχές – παραμένει και έσχατη σ’ αυτή την ταχύτητα: Ο κατώτατος μισθός στην Πορτογαλία είναι 776 ευρώ, στην Μάλτα 785 ευρώ, στην Σλοβενία 1.024 ευρώ και στην Ισπανία 1.108 ευρώ. Η Ελλάδα, ακόμη και με τα μαθηματικά του υπουργείου Εργασίας, παραμένει κάτω και από τις τέσσερις εν λόγω χώρες με 758 ευρώ.
Οπερ, το ερώτημα μπορεί και να μην είναι πόσα… κουλούρια αγοράζει πια ο έλληνας εργαζόμενος, αλλά που βάζει τον πήχη του νέου αναπτυξιακού και παραγωγικού της μοντέλου η ελληνική οικονομία. Και ποιους κουλουράδες ανταγωνίζεται – τους Λεττονούς και τους Βούλγαρους ή τους Ισπανούς και τους Πορτογάλους;…