Ο Μάρκο είναι ένας μοναχικός 50χρονος Γερμανός με ιταλικό όνομα.
Πιστεύει πολύ στο θεό και στον έρωτα και το βρίσκω μερικώς συγκινητικό, παρότι όπως όλοι οι άνθρωποι που πιστεύουν ακλόνητα σε φαντασιακά πράγματα και ιδέες, είναι πληκτικός και αφόρητα επαναλαμβανόμενος.
Κάθε φορά που έρχεται αντιμέτωπος με την αμφισβήτηση κάποιας από τις πεποιθήσεις του, όμως, με κάνει να ξεχνάω πόσο πληκτικός είναι, διότι δεν θυμώνει.
Αντιθέτως, μετατρέπεται σ’ εκείνο το πεντάχρονο παιδί που διαπιστώνει για πρώτη φορά με έκπληξη και ενθουσιασμό ότι μπορεί να υπάρχει κι άλλος τρόπος να παίξει το αγαπημένο του παιχνίδι πέρα από εκείνον που το οδηγεί πάντα στην ήττα.
Ίσως επειδή είναι και μαθηματικός και ως τέτοιος γνωρίζει ότι το Ιgnoramus -η άγνοια- είναι η κινητήριος δύναμη της επιστήμης.
Πώς είναι άραγε να ζεις διχασμένος ανάμεσα στην τυφλή πίστη και την επίγνωση της άγνοιας;
——————-
Viatorem
Ο Μάρκο είναι ένας πλάνητας του έρωτα. Και της πίστης.
Όταν (τον) χώρισε η Ελληνίδα αγαπημένη του στη Γερμανία επειδή δεν τον ήθελε ο πατέρας της, ανέβηκε στην κορυφή της χώρας του και την κατέβηκε μέχρι το τερμα στο νότο με ένα ποδήλατο και ένα αντίσκηνο.
Σκέφτηκε από την πρώτη μέρα να τα παρατήσει, αλλά δεν το έκανε.
Αυτό είναι κάτι που μόνο ένας άνθρωπος με σκοπό μπορεί να κάνει.
Ένας άνθρωπος με πίστη.
Και μετά ήρθε στην Ελλάδα αναζητώντας απαντήσεις.
Ρωτάει με μεγάλη αγωνία και ακούει με θρησκευτική προσήλωση. Κρατάει σημειώσεις: Θέλει να μάθει με κάθε λεπτομέρεια τις δυναμικές της ελληνικής οικογένειας.
Της ελληνικής κοινωνίας.
Θέλει να του εξηγήσουμε γιατί μια ενήλικη γυναίκα προτίμησε να ακούσει τον πατέρα της από την καρδιά της.
Θέλει να δώσει γενικές και βαθύτερες εξηγήσεις σε ένα προσωπικό θέμα.
Έχει ανάγκη να καταλάβει, έχει ανάγκη να πιστέψει κυρίως, ότι αυτό που του συνέβη έχει βαθύτερα συμπαντικά αίτια και δεν είναι απλώς μια προσωπική του αποτυχία -επιλογής ή διαχείρισης.
—————-
Credimus
Ο Μάρκο πήρε το παράταιρο παναμά καπέλο του και τα σανδάλια του, το βιβλίο του και τις σκέψεις του, την πίστη του και τις αμφισβητήσεις του και μπήκε στο αεροπλάνο για τη Νιρεμβέργη απογοητευμένος.
Βρήκε πολλά στην Ελλάδα -σε μια μικρή και απομακρυσμένη γωνία της- αλλά τίποτε από αυτά που βρήκε δεν του έδωσε τις απαντήσεις που ήθελε.
Βρήκε μια γυναίκα που του θύμιζε το χαμένο του έρωτα αλλά η ίδια δεν θα άκουγε ποτέ τον πατέρα της. Μια άλλη που του έδειξε που είναι στο νυχτερινό ουρανό ο Δίας, παρότι δεν ήξερε ούτε δράμι μαθηματικά. Βρήκε άντρες μαλθακούς που θα άκουγαν χωρίς δεύτερη σκέψη τη μητέρα τους. Και άλλους πολύ σκληρούς για ν ακούσουν ακόμη και τον ίδιο τους τον εαυτό.
Βρήκε πολύ ωραίο ούζο και κουβέντες που είχαν να κάνουν με τα πάντα εκτός από το θεό στον οποίο τόσο πιστεύει.
Βρήκε περισσότερη αμφισβήτηση απ’ όση χωράει στην πίστη του.
Και λιγότερα στερεότυπα απ’ όσα θα μπορούσαν να τη βολέψουν.
Όπως οι περισσότεροι αναζητητές, γύρισε κι εκείνος πίσω με περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις.
Αναρωτιέμαι αν το ταξίδι του τελείωσε εδώ, ή μόλις αρχίζει.