Οι πληροφορίες θέλουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη στις συνομιλίες του με (εν γένει) παράγοντες του δημοσίου βίου, ακόμα και με συνεργάτες του, να αμβλύνει αρκετά τον επιθετικό δημόσιο λόγο του σχετικά με τη στάση της μείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης. Κυρίως σχετικά με την στάση που τηρεί ο Αλέξης Τσίπρας στα κεντρικά ζητήματα της υγειονομικής κρίσης και της καταστροφής από τις πυρκαγιές του καλοκαιριού. Αναγνωρίζει συμπεριφορές που πόρρω απέχουν από τον τρόπο που ο ίδιος διαχειρίστηκε αντιπολιτευτικά την κυβέρνηση του προκατόχου του. Και ο πύρινος Αρμαγεδδών, λένε συνομιλητές του, τον έκανε να αντιληφθεί πως η αδιαμφισβήτητη πολιτική ηγεμονία της πρώτης διετίας της διακυβέρνησης δεν μπορεί να δρα ως άλλοθι. Ειλικρινές; Θα δούμε.
Το χούι, ωστόσο, φεύγει μετά την ψυχή, λέει ο λαός. Και η προσκόλληση στην επικοινωνία και στα στερεότυπα που αυτή παράγει δεν είναι εύκολο να εγκαταλειφθεί. Έφθασε, ωστόσο, η στιγμή που πρέπει να αποφασίσει να μετατρέψει την ηγεμονία σε ηγεσία. Κάτι τέτοιο ίσως θα ήταν ευκολότερο όταν η πρώτη ήταν αλώβητη, τώρα είναι εύθραυστη και τα αξιώματα (όπως αυτό του επιτελικού κράτους) υποχωρούν από λανθασμένους χειρισμούς, την αποκάλυψη των αδυναμιών των υπουργών του και δομικές στρεβλώσεις του συστήματος διακυβέρνησης. Από την άλλη η ανάγκη γεννά συχνά ευκαιρίες. Πρέπει, λοιπόν, να προσεγγίσει διαφορετικά τον πολιτικό χρόνο, όχι εργαλειοποιώντας την υπεροχή του για να κερδίσει όπως-όπως τις επόμενες εκλογές αλλά δημιουργώντας αφήγημα που να εξηγεί γιατί θέλει να τις κερδίσει και γιατί οι πολίτες πρέπει να του δώσουν μια νέα θητεία.
Οι μεγάλες ευθύνες στην αντιμετώπιση των πυρκαγιών και η εφεξής διαχείριση της πανδημίας, μαζί με την οικονομία, σκιαγραφούν μια κατάσταση ιδιαιτέρως επικίνδυνη. Εάν προσθέσει κανείς και τα εθνικά ζητήματα που μοιάζουν να είναι σε “αγρανάπαυση” αλλά δεν είναι, δημιουργούν ένα πλαίσιο που ξεπερνά και το χρόνο μέχρι τις εκλογές αλλά και τις πολιτικές αντοχές μιας κυβέρνησης που πέρασε το σημείο καμπής της πρώτης διετίας της.
Η πολιτική “χημεία” του πρωθυπουργού και του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν ήταν ποτέ καλή. Έχουν ειπωθεί βαριές κουβέντες και έχουν καλλιεργηθεί δικαιολογίες που προβάλλουν ως εμπόδια. Οι ανάγκες και ο χρόνος, όμως, λειτουργούν με τους δικούς τους ρυθμούς. Ολόκληρη η χρονιά -μέχρι τώρα-, και φυσικά το ζοφερό καλοκαίρι επιβάρυναν την κατάσταση. Η οργή και η ντροπή έχουν εγκατασταθεί ως τα κύρια χαρακτηριστικά του συλλογικού συναισθήματος (Τάσεις MRB Ιουλίου, πριν τις πυρκαγιές) και θα γελαστεί όποιος πιστεύει πως ξεπερνιούνται με επικοινωνιακά τρικ.
Οι αποφάσεις που θα ληφθούν το επόμενο διάστημα αφορούν ένα μέλλον που υπερβαίνει τον πολιτικό χρόνο που απομένει στην κυβέρνηση, ακόμα κι αν στο Μέγαρο Μαξίμου (και όχι μόνο) είναι εδραία η πεποίθηση πως θα κερδίσουν τις επόμενες μάχες στις κάλπες και πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορέσει να ανακάμψει σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνει εκλογικά απειλητικός. Όλα αυτά είναι υποθέσεις στην μικροκαλλιέργεια των πολιτικών εντυπώσεων που αγνοούν πως δεν είναι η (εκάστοτε) αξιωματική αντιπολίτευση ο μοναδικός αντίπαλος. Υπάρχουν σοβαρότεροι εχθροί, όπως η απαξίωση της πολιτικής, η υποδόρια αντίληψη του “όλοι είναι ίδιοι”, η οργή των νέων, η παραίτηση των πολλών, ακόμα και η αποχή στις κάλπες.
Από μια εμπνευσμένη ηγεσία πρέπει να αξιοποιείται ακόμα και η παραμικρή χαραμάδα συναίνεσης, την ίδια ώρα που πρέπει να λαμβάνονται αποφάσεις και να στέλνονται σήματα ώστε να ανοίγουν τέτοιες χαραμάδες. Αναμφίβολα, ο πρωθυπουργός έχει τη δυνατότητα, το δικαίωμα, το προνόμιο να λαμβάνει πολιτικές πρωτοβουλίες, και εξ αυτών αποκτά και ένα ψυχολογικό και πολιτικό προβάδισμα. Το ζήτημα είναι εάν και πως το αξιοποιεί.
Οι πολιτικές συγκρούσεις δεν θα σταματήσουν και δεν πρέπει να σταματήσουν. Καθείς φέρει το δικό του ιδεολογικό πρόσημο και καταθέτει την δική του πρόταση διακυβέρνησης. Δεν θα υποχωρήσει, για παράδειγμα, η αντιπολίτευση ως προς το ασφαλιστικό που θα έρθει σύντομα στη Βουλή. Ούτε στις γκρίζες ζώνες που πιθανώς κρύβει η υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών. Ούτε σε όσα θα συμβούν στα πανεπιστήμια και γενικότερα στην εκπαίδευση από το φθινόπωρο.
Υπάρχουν, όμως, και κοινοί τόποι. Το γεγονός ότι η πρωθυπουργός χειραφετήθηκε, επιτέλους, ως προς το θέμα της κλιματικής κρίσης -την οποία αγνοούσε προ τριετίας-, είναι θετικό. Το ότι η πανδημία παρήγαγε μεγάλες ανάγκες και αποκάλυψε αλήθειες σχετικά με την λειτουργία του ΕΣΥ, είναι, επίσης, κατανοητό.
Αυτούς τους κοινούς τόπους ο πρωθυπουργός οφείλει να τους μετατρέψει σε πεδία συνεννόησης, ακόμα και συναινέσεων. Οι πολίτες παρακολουθούν και αντιλαμβάνονται και την ειλικρίνεια πίσω από τα λόγια, και τις αρνήσεις σε προσκλήσεις συγκλίσεων. Για να συμβεί, όμως, κάτι τέτοιο απαιτείται η συνειδητοποίηση αυτού που κυβερνά πως από ένα σημείο και μετά δεν κυβερνά ως απόλυτος κυρίαρχος αλλά ως βασικός μέτοχος μιας συνύπαρξης.
Απαιτείται και κάτι ακόμα. Ένα μήνυμα για μια κοινωνική εκκεχειρία (ως προς τους κοινούς τόπους), μια έμμεση συγγνώμη για το παρελθόν και μια κατάθεση συμβολαίου για το μέλλον. Μήνυμα που θα είναι καθαρό και πρέπει να το λάβουν όλοι εκείνοι οι θερμοκέφαλοι της “αυλής”, αυτοί που έχουν πεισθεί πως είναι χρήσιμοι, πως εκτελούν “έργο” κατ΄ εντολή και κατ’ ανάθεση. Από τα social media μέχρι τα συμβατικά ΜΜΕ. Και μαζί υπουργοί και κομματικά στελέχη που πετούν μπάζα αμετροέπειας και ύβρεις σ’ αυτούς τους κοινούς τόπους.
Θα αναρωτηθεί κανείς: δεν υπάρχουν τέτοιοι σε κάθε πλευρά; Βεβαίως, και το ίδιο ισχύει για όλους. Όμως είναι ο πρωθυπουργός, η κυβέρνηση και οι “στρατοί” που την υποστηρίζουν που δίνουν πρώτοι το σήμα. Η συνεννόηση προϋποθέτει σιγή, εκκεχειρία, και αφυπηρέτηση των δαιμόνων.